Η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και τη ζώνη του ΕΥΡΩ

Του Βασίλη Μπεκίρη, πρώην υφυπουργός ΝΔ.

Η ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) πραγματοποιήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2001, ύστερα από μακρές και μεγάλες διαπραγματεύσεις με τα διάφορα Οργανα της ΕΕ.

Τελικά, την απόφαση έλαβε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά τη διάρκεια Συνόδου Κορυφής, στη Σάντα Μαρία ντε Φέιρα της Πορτογαλίας.

Η ένταξη στην ΟΝΕ απαιτούσε πολλές προϋποθέσεις και γι’ αυτό η κυβέρνηση Σημίτη, από το 1996, άρχισε σκληρές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, ενώ παράλληλα στο εσωτερικό της χώρας έγιναν ενέργειες για να καλυφθούν οι οικονομικοί δείκτες που ήσαν αναγκαίοι.

Η ένταξή στο ΕΥΡΩ, ως γεγονός, αφενός μεν επηρέασε καθοριστικά τη λειτουργία και τις επιδόσεις της ελληνικής Οικονομίας, αφετέρου η υιοθέτηση του ευρώ προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον.

Ο λαός δέχθηκε με μεγάλη ικανοποίηση την ένταξη, διότι πίστευε στην αναγκαιότητα που υπήρχε για ένα σφικτό «δέσιμο» της Ελλάδας με την ΕΕ.

Η ένταξη στην ΟΝΕ, εκτός των άλλων, έφερε τις εξής αλλαγές:
α) Η δραχμή, από 1η Ιανουαρίου 2001, «εδέθη» οριστικά και αμετάκλητα με το ευρώ στην ισοτιμία 1 ΕΥΡΩ = 340,75 δραχμές. Το ευρώ, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (1/1/2001 – 1/1/2002), θα κυκλοφορούσε μόνο λογιστικά.

Ομως, το ευρώ κυκλοφόρησε ως ενιαίο νόμισμα σε χαρτονομίσματα και κέρματα. Αρχικώς οι συναλλαγές γίνονταν σε ευρώ και δραχμές μέχρι την 31η Μαρτίου 2002 και από την 1η Απριλίου του ιδίου έτους κυκλοφορούσε πλέον μόνον το ΕΥΡΩ.

β) Ο πληθωρισμός θα έπρεπε να διαμορφωθεί μέχρι το τέλος του 2000 και να επηρεασθεί από την αναπόφευκτη σταδιακή σύγκλιση των εγχώριων επιτοκίων προς τα επιτόκια της ζώνης του ευρώ.

γ) Τα επιτόκια θα έπρεπε μέχρι τέλους του έτους 2000 να συγκλίνουν προς τα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά. Ειδικότερα, τα επιτόκια χορηγήσεων θα έπρεπε να διαμορφωθούν στο 5% από το 9% που ήταν την περίοδο εκείνη. Ολα αυτά θα είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκότερο τοπίο δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Πέραν τούτων οι καταναλωτές θα μπορούσαν να λαμβάνουν χαμηλότερα στεγαστικά, καταναλωτικά και προσωπικά δάνεια.

δ) Η προοπτική οικονομικής ανάπτυξης. Βέβαια, η προοπτική για οικονομική ανάπτυξη δεν ήταν δεδομένη, αλλά εξηρτάτο από τη δυνατότητα της Ελληνικής Οικονομίας να λειτουργήσει ανταγωνιστικά.

ε) Για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων καθορίσθηκαν: Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από 1/1/2001 η μισθοδοσία γινόταν σε δραχμές, ενώ από 1/1/2002 όλες οι πληρωμές θα γίνονταν σε ευρώ. Βέβαια, από την άλλη πλευρά οι αυξήσεις των μισθών στο Δημόσιο θα ήσαν συγκρατημένες. Αντίθετα, στον ιδιωτικό τομέα οι μισθοί θα εξακολουθούσαν να διαμορφώνονταν ανάλογα με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζομένων.
Αλλαγές επήλθαν στην ανταγωνιστικότητα, στη φορολογία, στον προϋπολογισμό, στις τραπεζικές συναλλαγές, στο χρηματιστήριο, στα ομόλογα, στις εμπορικές συναλλαγές και σε άλλους τομείς.

Μετά από όλα τα ανωτέρω τίθεται το ερώτημα. Ωφελήθηκε η Ελλάδα; Βέβαια, τα οφέλη της χώρας μας από την ένταξη στην ΕΕ είναι πολλά και μεγάλα, πέραν της ανόδου που σημειώθηκε στο βιοτικό επίπεδο του Ελληνικού λαού.

Είχαμε και άλλα πολλά οφέλη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα εξής:
Η σταθεροποίηση της Δημοκρατίας και των Δημοκρατικών θεσμών και τούτο διότι η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση δημιούργησε ένα θεσμικό πλαίσιο, στο οποίο η χώρα κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το Δημοκρατικό πολιτικό της σύστημα και τους θεσμούς που το διέπουν.

Η ενίσχυση της πολιτικής θέσης της Ελλάδας, διότι με την ένταξή της στην ΕΕ η Ελλάδα ενίσχυσε την ανεξαρτησία της και τη θέση της στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα.

Η εδραίωση της εθνικής ασφαλείας και τούτο διότι ως κράτος η Ελλάδα μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης είχε την ευκαιρία να αναδειχθεί σε παράγοντα σταθερότητας, ειρήνης και συνεργασίας στην περιοχή των Βαλκανίων.

Η αναδιάρθρωση της εθνικής οικονομίας, όπου η Ελλάδα έλαβε πρόσθετη οικονομική βοήθεια, μέσω των προγραμμάτων, τα οποία βοήθησαν στην αναδιάρθρωση της Οικονομίας.

Η δημιουργία περιφερειακών αναπτυξιακών κοινωνικών υποδομών στα πλαίσια της ΕΕ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κοινοτική χρηματοδότηση, για την ανάπτυξη της περιφέρειας.

Οι νέες προοπτικές ανάπτυξης για την οικονομία.

Η ισότιμη συμμετοχή της Ελλάδας στις αποφάσεις για το μέλλον της Ευρώπης, ενδυνάμωσε τη θέση μας και το κύρος μας.

Ολα δε τα ανωτέρω οφέλη αποδεικνύονται εάν συγκρίνουμε την Ελλάδα με τις άλλες χώρες των Βαλκανίων.