Ιιιιιι, τι είπεεεεε

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Πάντα βρίσκεις ένα επιχείρημα όταν θέλεις να υποστηρίξεις μια επιλογή ή να δικαιολογήσεις μια κατάσταση. Η τραγωδία των Τεμπών δεν αποτέλεσε αιτία αποκλεισμού από τις εκλογές του υπουργού που ανέλαβε παραιτούμενος την ευθύνη, χωρίς να αποσαφηνίζει σε τι θεωρούσε ακριβώς ότι έφταιγε, για να ζυγιστεί και η ειλικρίνεια της αναλήψεως. Το επιχείρημα για την συμπερίληψη στα ψηφοδέλτια ήταν ότι αφήνουμε το ζήτημα στην κρίση του λαού, έστω και αν θα επρόκειτο όχι για τον λαό γενικά, αλλά για τους πολίτες που αφενός δεν τους αφορούσε ευθέως η τραγωδία, αφετέρου ήταν φιλικά διακείμενοι στον υπουργό και συνδεδεμένοι μαζί του κατά τον γνωστό τρόπο με τον οποίο ένας τοπικός βουλευτής συνάπτει δεσμούς με το κοινό. Στην περίπτωση του ιατρού Πνευματικού, τα κριτήρια μεταβλήθηκαν. Δεν αφέθηκε στον λαό η επιλογή αν θα πάρει έδρα ο υποψήφιος ή θα τιμωρηθεί το κόμμα που τον διάλεξε.

Τιμωρήθηκε εγκαίρως και δραστικά. Ο λόγος ήταν προφανής: Εδωσε δικαιώματα στους αντιπάλους να εντοπίσουν νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις στην παράταξη, κατά τις οποίες η οικονομική σκοπιμότητα και η δυναμική των αριθμών υπερισχύουν νομοτελειακά έναντι ακόμα και των παραδοσιακών αξιακών συστημάτων.

Ηταν προφανές ότι ο γιατρός μιλούσε για το ανώφελο και όχι για το ασύμφορο. Επειδή όλοι έχουμε μια κάποια κοινωνική πείρα, κάποιοι ενδεχομένως και οικογενειακή, γνωρίζουμε περιπτώσεις όπου μια θεραπεία όχι απλά δεν έχει κανένα ιατρικό, ψυχολογικό, ηθικό νόημα, αλλά επιπλέον ταλαιπωρεί τον ασθενή, κάτι που θα μπορούσε να εξεταστεί ως ανηθικότητα από την ανάποδη, μπορούμε να καταλάβουμε και να συζητήσουμε την ουσία της άποψης. Προστίθεται μια ακόμα σκοπιά: Η άχρηστη και εν τέλει επιβαρυντική διάθεση πόρων σε περιπτώσεις όπου ακόμα και η απελπισία έχει παραχωρήσει τη θέση της στη μαύρη, αναπόδραστη βεβαιότητα, είναι και αυτή ηθικά συζητήσιμη, στο μέτρο που οι πόροι συνιστούν είδος εν ανεπαρκεία.

Ο γιατρός αποπέμφθηκε γιατί έπιασε παράταιρες κουβέντες που δίνουν δικαιώματα και μετατρέπονται σε επικοινωνιακό φλογοβόλο. Και καλά να πάθει. Σε εκλογές στην Ελλάδα κατεβαίνεις, προσέχεις τι λες, οφείλεις να ξέρεις πού βρίσκεσαι. Πολλώ δε μάλλον όταν εισάγεις και προσεγγίσεις μιας υγειονομικής κουλτούρας που μας παγώνει: Δεν σηκώνεις απλά τα χέρια ψηλά μπροστά στον καταδικασμένο ασθενή, αλλά του λες κι από πάνω ότι δεν έχει νόημα να κάνουμε κάτι παραπάνω για σας.

Παραβλέποντας ότι ο άνθρωπος διατηρεί μεν το δικαίωμα στην αλήθεια, διατηρεί όμως και δικαίωμα στην κοροϊδία, σαν ένα ελάχιστο παρηγορητικό μέσο, που είναι και το μέγιστο που μπορεί να διαθέτει στις έσχατες περιστάσεις.

Η απορία που μένει, βέβαια, είναι πόσο αποφασισμένη είναι μια ηγετική ομάδα «να αλλάξει την Ελλάδα», να κάνει τομές και μεταρρυθμίσεις με βαθιά χαρακτηριστικά, όταν ποινικοποιεί την τολμηρή άποψη και την αποκλείει από το πεδίο του πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του βουλευτή που αποκάλεσε τουρκική τη μειονότητα στη Θράκη, και που καταγγέλλεται με θέρμη, όχι επειδή η μειονότητα δεν είναι τουρκική ακριβώς, αλλά επειδή δεν αναγνωρίζεται από τις διεθνείς συνθήκες ως τέτοια, λες και η εθνική συνείδηση και ο αυτοπροσδιορισμός είναι ζήτημα συνθηκών. Τι είναι αυτά που λες; θα αναφωνείτε ενδεχομένως.

Μόνο που όλα αυτά τα χρόνια, ανεξαρτήτως τι λένε οι συνθήκες και τι θα θέλαμε να δηλώνουν οι συγκεκριμένοι πολίτες (και μόνο ο όρος «μειονότητα» καθρεπτίζει περιχαράκωση, για την οποία φταίνε δύο, και οι περιχαρακωμένοι και οι παραχαρακώνοντες) παρακάμπτουμε μια άλλη ουσία: Πέραν του τι «είναι» και τι νομίζουν εκείνοι πως «είναι», τι πιστεύουμε εμείς πως είναι οι μουσουλμάνοι της Θράκης; Διότι το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα θέλαμε να υπήρχαν, αλλά η πραγματικότητα έχει τις δικές της γκλάβες και επιμένει να αντιτίθεται στις επιθυμίες μας. Οσο για «τον ρόλο του τουρκικού προξενείου» της Κομοτηνής, αν η μειονότητα δεν είναι τουρκική, τι το χρειαζόμαστε το προξενείο; Ααα, επειδή οι μουσουλμάνοι που δεν είναι τούρκοι, είναι τουρκικής καταγωγής.

Αν υπάρχει ένας κοινός τόπος στις δύο ιστορίες, είναι η δυσκολία στην προσέγγιση ζητημάτων που αποτελούν κοινωνικά και- κατ’ επέκταση- πολιτικά ταμπού στη χώρα. Με τα ταμπού δεν τα βάζεις εύκολα, αλλά όταν δηλώνεις μεταρρυθμιστής των μεγάλων φιλελεύθερων ή αριστερών τομών, θα χρειαστεί να το κάνεις. Και πάντως να μη φοβάσαι την κουβέντα, και όποιος φοβάται την κουβέντα, ξίδι. Αυτά μας έφαγαν, όπως ξέρουμε, άλλο αν δεν λέμε να διδαχθούμε, και είμαστε με ένα , ιιιιιιι, τι είπεεεεε, σαν μαθητές σε δημοτικό σχολείο.