Τα Βατράχια
Η εμπνευσμένη παράσταση τελετουργική παράσταση δεν ξέφυγε ποτέ από το μέτρο, το σκοπό και τη στόχευση των βασικών συντελεστών, αλλά ο Διονυσιασμός, κάποιες φορές ο εκτροχιασμός, η ελεγχόμενη αφέλεια και η ανατροπή έλειπαν.
Οι “Βάτραχοι του Αριστοφάνη”, γραμμένοι το 405 π.Χ., είναι ένα σατιρικό έργο που αντανακλά το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της αρχαίας Αθήνας. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την εκπνοή του Πελοποννησιακού Πολέμου, μιας σύγκρουσης που εξάντλησε τους πόρους της Αθήνας και οδήγησε σε πτώση της πολιτικής και πολιτιστικής επιρροής της. Το έργο παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της γιορτής των Διονυσίων, μια εποχή κατά την οποία οι Αθηναίοι συγκεντρώνονταν για να απολαύσουν δραματικές παραστάσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κριτική του έργου για την κατάσταση του αθηναϊκού θεάτρου αποκτά πρόσθετη σημασία. Με τους θανάτους διάσημων τραγικών όπως ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης, και την πολιτιστική σκηνή της πόλης σε εξέλιξη, ο Αριστοφάνης χρησιμοποίησε το κωμικό μέσο για να σχολιάσει το μεταβαλλόμενο καλλιτεχνικό τοπίο. Η αντιπαλότητα μεταξύ του Αισχύλου και του Ευριπίδη στον Κάτω Κόσμο αντανακλά τις συνεχιζόμενες συζητήσεις για τις θεατρικές παραδόσεις και την καινοτομία.
Το έργο παρέχει επίσης μια εικόνα του πολιτικού κλίματος. Το δημοκρατικό πείραμα της Αθήνας είχε κλονιστεί από τον πόλεμο και η πόλη αντιμετώπιζε ζητήματα ηγεσίας και κοινωνικών αξιών. Το χιούμορ του Αριστοφάνη συχνά στόχευε πολιτικά πρόσωπα και θεσμούς, χρησιμοποιώντας τη σάτιρα για να αμφισβητήσει την εξουσία και τους κοινωνικούς κανόνες. Οι “Βάτραχοι” χρησιμοποιούν το χιούμορ, τη φάρσα και την αλληγορία για να ασχοληθούν με σύγχρονα ζητήματα. Το ταξίδι στον Κάτω Κόσμο, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ποιητών και οι παραλογισμοί που συναντώνται στην πορεία, λειτουργούν ως μεταφορικές αντανακλάσεις των αγώνων της Αθήνας. Οι κωμικές επινοήσεις και ο σατιρικός τόνος του έργου αποκαλύπτουν το σχόλιο του Αριστοφάνη για την ανάγκη ανανέωσης και αναζωογόνησης στον πολιτιστικό και πολιτικό τομέα της πόλης, προσφέροντας μια μοναδική προοπτική για την ιστορική και κοινωνική πολυπλοκότητα της εποχής του.
Οι “Βάτραχοι του Αριστοφάνη” άξονα τους έχουν τον Διόνυσο, τον θεό του κρασιού και του θεάτρου, ο οποίος απογοητεύεται από την έλλειψη εξαιρετικών θεατρικών συγγραφέων μετά τον θάνατο των μεγάλων τραγικών. Σε μια προσπάθεια να αναβιώσει την ποιότητα του αθηναϊκού δράματος, ο Διόνυσος, συνοδευόμενος από τον υπηρέτη του Ξανθία, αποφασίζει να ταξιδέψει στον Κάτω Κόσμο για να φέρει πίσω τον καλύτερο τραγικό ποιητή.
Φτάνοντας στον Άδη, ανακαλύπτουν ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαμάχη μεταξύ δύο φημισμένων τραγικών ποιητών, του Αισχύλου και του Ευριπίδη. Ο Ευριπίδης έχει προκαλέσει τον Αισχύλο για τον τίτλο του καλύτερου τραγικού ποιητή. Για την επίλυση της διαμάχης, ο Πλούτωνας, ο κυβερνήτης του Κάτω Κόσμου, καλεί τον Διόνυσο να ενεργήσει ως διαιτητής και να προεδρεύσει σε έναν δραματικό διαγωνισμό μεταξύ του Αισχύλου και του Ευριπίδη.
Ο διαγωνισμός εκτυλίσσεται ως μια σειρά από χιουμοριστικά και φαρσικά επεισόδια. Οι δύο ποιητές επιδίδονται σε μια μάχη του πνεύματος και των λέξεων, αναδεικνύοντας τις διαφορετικές τεχνοτροπίες και προσεγγίσεις τους στο δράμα. Ο Αριστοφάνης, ο θεατρικός συγγραφέας, χρησιμοποιεί αυτά τα επεισόδια για να διακωμωδήσει διάφορες πτυχές του θεάτρου και της κοινωνίας, ενώ παράλληλα κάνει αιχμηρά σχόλια για την τέχνη της θεατρικής γραφής και τη φύση της δημιουργικότητας.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, ο Διόνυσος βρίσκεται στη μέση του χάους, διχασμένος ανάμεσα στην ευθύνη του να επιλέξει τον καλύτερο τραγικό ποιητή και στον κωμικό παραλογισμό της κατάστασης. Το έργο εμβαθύνει επίσης στα θέματα της καλλιτεχνικής ακεραιότητας, της δύναμης της παράδοσης και της πάντα επίκαιρης έντασης, μεταξύ καινοτομίας και παράδοσης, στις τέχνες.
Στο σύνολό του, οι “Βάτραχοι” χρησιμεύουν τόσο ως κωμικό σχόλιο για την κατάσταση του αθηναϊκού θεάτρου όσο και ως προβληματισμός για τους διαρκείς αγώνες που αντιμετωπίζουν οι καλλιτέχνες και οι δημιουργοί. Ο Αριστοφάνης συνδυάζει αριστοτεχνικά τη σάτιρα, το πνεύμα και την κοινωνική κριτική για να αναδείξει την πολυπλοκότητα του καλλιτεχνικού ανταγωνισμού και τη διαχρονική σημασία της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Στα 405 πΧ που ανεβαίνουν οι «Βάτραχοι» τρίζουν τα θεμέλια της Δημοκρατίας και της Ανεξαρτησίας, ενώ ο Πελοποννησιακός Πόλεμος πίσω του αφήνει μόνο καταστροφές και νεκρούς. Στα 406 οι Λακεδαιμόνιοι νικούν τους Αθηναίους στην Έφεσο. Μετά από αυτήν την ήττα, οι Αθηναίοι δεν εκλέγουν τον Αλκιβιάδη στρατηγό, τον οποίο πριν ένα χρόνο είχαν υποδεχτεί ως σωτήρα. Οι Αθηναίοι υπόσχονται την ελευθερία τους στους δούλους αν καταφέρουν να κατατροπώσουν τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους. Η ναυμαχία στις Αργινούσες φέρνει χιλιάδες άταφους νεκρούς Αθηναίους και οι ολιγαρχικοί καταδικάζουν τους επικεφαλής σε θάνατο. Κάθε μέρα που περνά η δημοκρατική παράταξη αδυνατίζει. Η πανωλεθρία στους Αιγούς ποταμούς ρίχνει την πλάστιγγα της νίκης υπέρ των Λακεδαιμονίων. Ο Λύσανδρος επιβάλει στενό αποκλεισμό της Αθήνας. Η Αθήνα μαζί με τη δημοκρατία ψυχορραγεί. Οι τριάκοντα τύραννοι φέρνουν τη νέα τάξη πραγμάτων και τον Λύσανδρο. Η σπουδαία Αθήνα σπαράσσεται από έναν ακήρυχτο εμφύλιο και υποτάσσεται στη βούληση των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, που σκοπεύουν να την ξεθεμελιώσουν.
Οι Βάτραχοι του Αριστοφάνη χωρίζονται σε δυο μέρη. Στο πρώτο μας αφηγείται την κάθοδο του Διονύσου στον Άδη στην αναζήτηση νέου και ικανού ποιητή ο οποίος θα τραγουδήσει όσα συμβαίνουν στη σύγχρονη Αθήνα και το δεύτερο, μας παρουσιάζει τον ποιητικό αγώνα μεταξύ Αισχύλου και Ευριπίδη στον Κάτω Κόσμο.
Ο Διόνυσος ντυμένος σαν Ηρακλής, παρέα με τον δούλο του Ξανθία ξεκινά να συναντήσει τον Ηρακλή, ο οποίος είχε γνωρίσει τα κατατόπια σε άλλη αποστολή του στον Κάτω Κόσμο. Σκοπός του ταξιδιού του ήταν να φέρει, στον ορφανεμένο από ποιητή Πάνω Κόσμο, τον Ευριπίδη. Ο Χάρος δέχεται να τον περάσει με έναν οβολό από την Αχερουσία λίμνη, αλλά αρνείται να πάρει μαζί και τον έρμο τον Ξανθία. Ο Χάρος όχι μόνο έχει πολιτική θέση αλλά την επιβάλει κιόλας πάνω στα ήσυχα νερά της Αχερουσίας κάτω από τα έντονα άσματα των βατράχων. Ο Ξανθίας και ο Διόνυσος συναντιούνται στην εξώθυρα του Πλούτωνα. Βγαίνει ο Αιακός και βλέπει τον Διόνυσο ντυμένο Ηρακλή, ακολουθεί μια κατάσταση παρεξηγήσεων, ανατροπών την οποία ξεδιαλύνει ο γιος του Δία με τους μπράβους του. Στον Κάτω Κόσμο του Αριστοφάνη υπάρχουν όλα τα κακά και τα καλά του Πάνω Κόσμου. Μάλλον για τον Αριστοφάνη ο κάτω κόσμος είναι του ο μεγεθυντικός φακός του απάνω. Ως την εμφάνιση και τον διαγωνισμό των δυο ποιητών η φάρσα, το γκροτέσκο, το αστείο, το χωρατό και η χλεύη σε κάθε τι ανθρώπινο αλλά και θεϊκό γεμίζει τα επεισόδια.
Ο ποιητικός διαγωνισμός μεταξύ του Αισχύλου και του Ευριπίδη, μετά τις πρώτες ατάκες και τους απαραίτητους όρκους εκτραχύνεται και μετατρέπεται σε βρισίδι σκοτεινού καταγωγίου. Μια τέτοιου είδους συζήτηση δεν μπορεί βέβαια να εκβάλει σε όμορφους και κυρίως δίκαιους «τόπους» και ασφαλή συμπεράσματα για το ποιος είναι ο σπουδαιότερος από τους δυο ποιητές. Η ζυγαριά στήνεται για να μετρηθούν οι στίχοι και από την ακριβοδίκαιη ζύγιση των στίχων να προκύψει η απόφαση, το έργο να βρει τη λύση του και ο Πάνω Κόσμος τον ποιητή του. Όλα αυτά συμβαίνουν με γοργότητα και με εξαιρετική εσωτερική αλληλουχία.
Κι ενώ στους Όρνιθες ο Αριστοφάνης αναζητά την ιδανική πολιτεία στον ουρανό, στους Βάτραχους ο μη-τόπος είναι ο Κάτω Κόσμος -ο Άδης, όπως τον ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες. Η ουτοπία βρίσκει έδαφος και στήνει εδώ τη γιορτή της ονειροφαντασίας, σε ένα γλέντι όπου οι νεκροί είναι πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς κι ο Άδης πιο φωτεινός από τον κόσμο της επιφάνειας.
Η παράσταση «Τα Βατράχια»
Ο υπότιτλος “μια κωμωδία με DNA τραγωδίας” που δίνουν οι συντελεστές της παράστασης στα Βατράχια τους, φωτίζει όσο χρειάζεται την παράσταση των αριστοφανικών “Βατράχων” που σκηνοθετεί η Έφη Μπίρμπα. Τα Βατράχια αποτελούν μια ιδιαίτερη πρόταση επαναπροσέγγισης του έργου του Αριστοφάνη, μακριά από την επιθεωρησιακή αναβίωση που κυριάρχησε τα προηγούμενα χρόνια και αποτελούν μαζί με τους «Βατράχους» της Αργυρώς Χιώτη, τη «Λυσιστράτη» του Μιχαήλ Μαρμαρινού και τους «Όρνιθες» του Νίκου Καραθάνου μια νέα οπτική στο έργο του μεγάλου αρχαίου κωμωδιογράφου.
Σε πρόσφατη συνέντευξή τους η σκηνοθέτις και ο πρωταγωνιστής δήλωσαν, Έφη Μπίρμπα. «Έχουμε μπει σε μια χειρουργική διαδικασία όσον αφορά το κείμενο. Είναι μια διασκευή με κέντρο τον Αριστοφάνη, έτσι όπως τον διάβασα και τον αντιλήφθηκα, και πρέπει να χαρακτηριστεί ως διασκευή για να μην υπάρχουν παρανοήσεις. Η νέα μετάφραση έφτιαξε ένα νέο γλυπτό, στο οποίο εγώ κλήθηκα να βρω τις διόδους που αισθανόμουν ότι το κείμενο φέρει και να οδηγηθώ σε αυτή την παραστασιακή εκδοχή. Τα κείμενα είναι εκεί ως πηγές και ως μήτρες, αλλά φέρνουν μαζί τους κατολισθήσεις. Ένιωσα ότι υπάρχει ένας βιότοπος σε αυτές τις μετατοπίσεις, που εκκινούν από τις ίδιες τις γραμμές του Αριστοφάνη».
Άρης Σερβετάλης, «Ο Διόνυσος χτίζεται μέσα σε μια σαλότητα. Είναι μια ιδιόρρυθμη οντότητα που μεταβάλλεται συνεχώς με συνοδοιπόρο τον Ξανθία. Μέσα από τη θεανθρώπινη συνεργασία κάνουν αυτή την κατάβαση, αυτό το ταξίδι, για να αναστήσουν τον Ποιητή. Το εντυπωσιακό και ενδιαφέρον είναι οι εναλλαγές και στις μεταμφιέσεις, γιατί αλλάζουν συνεχώς ταυτότητα και ρούχα, και μέσα από το λεξιλόγιο της φάρσας, της απόλυτης κωμωδίας, του τσαλακώματος αυτής της κωμικοτραγικής κατάστασης, βιώνεται μια πορεία που θα μπορούσε να είναι η απόλυτη τραγωδία».
Τα “Βατράχια” (διασκευή Έφης Μπίρμπα-Άρη Σερβετάλη βασισμένη στη μετάφραση του Κωνσταντίνου Μπλάθρα) είναι μια σκοτεινή παράσταση, η οποία παραβιάζει και ανασυνθέτει τους κανόνες της κωμωδίας, η οποία λούζεται στο φως, την αφέλεια και την άχαρη εκμαίευση του γέλωτος. Οι φωτισμοί του Γιώργου Καρβέλα και η σκηνοθεσία αφήνουν τους πρωταγωνιστές, τη δράση και τον λόγο του ποιητή στο ημίφως. Με οδηγό την κατάβαση στο Κάτω Κόσμο, η Έφη Μπίρμπα πρόσφερε μια παράσταση βυθισμένη σε μια ατμόσφαιρα εφιαλτική, αλλόκοτη, μεταφυσική, παράξενη, μυστηριώδη, η οποία ενδιαφέρεται περισσότερο για τα μεγάλα θέματα που διασχίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη και για τα ζητήματα που τέμνουν αυτά που μας συγκινούν και αυτά που μας βοηθούν να επικοινωνήσουμε και να συνυπάρξουμε.
Ο Άρης Σερβετάλης συναντιέται με τον εξωστρεφή Διόνυσο με τους δικούς του όρους, παρασύροντάς τον ρόλο στην γνωστή εσωτερικότητα που μας έχει εξασκήσει και αξιοποιώντας την εντυπωσιακή πλαστικότητα του σώματος του. Ο Μιχάλης Σαράντης, με ευκολία σήκωσε το βάρος της κωμικότητας, ανασχεδιάζοντας τον ρόλο του Ξανθία. Σκιτσάρισε το ρόλο του άμοιρου δούλου με χάρη, μέτρο και φαντασία. Οι Σερβετάλης – Σαράντης φέρνουν συχνά στο μυαλό πολλών διδύμων της παγκόσμιας δραματουργίας, από τον Θερβάντες ως τον Μπέκετ. Στους ρόλους του Ηρακλή και του Ευριπίδη με εξαιρετική άρθρωση και ευχέρεια κινείται ο Έκτορας Λιάτσος. Ο Αργύρης Ξάφης ζυγισμένος με μέτρο και άνεση κινείται στους ρόλους του Αιακού και του Αισχύλου. Το μέτρο και η εγκράτεια είναι χαρακτηριστικό του όλου εγχειρήματος και διατρέχει όλη την παράσταση και βέβαια τις όμορφα δουλεμένες γεμάτες ρυθμό και ροή Πλαθάνες Ηλέκτρα Νικολούζου, Μαίρη Μηνά, Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη.
Η παράσταση διατρέχεται από την σκέψη της δημιουργίας ενός ανθρώπου που θα σέβεται και θα φροντίζει τη φύση, που θα ωθεί την τέχνη μακριά από την ευκολία και τη χυδαιότητα, που θα φροντίζει να αγαπά και να βοηθά τον συνάνθρωπο και που εν τέλει οι σκέψεις, οι ενέργειες και δράσεις του θα χτίζουν καθημερινά έναν καλύτερο, ευγενέστερο, γεμάτο ενσυναίσθηση κόσμο.
Η εικαστική προσέγγιση της σκηνοθέτιδος είναι βαθιά μελετημένη και έρχεται να υποστηρίξει την πιο πάνω κεντρική σκέψη που διατρέχει την παράσταση, ενώ τα εμπνευσμένα κοστούμια με τη συνεργασία της Έφη Μπίρμπα και της Βασιλείας Ροζάνα, αυτή τη φορά, δημιουργούν τον καλό αγωγό για να τρέξουν όμορφα, αρμονικά και καθαρά οι σκέψεις και το σχέδιο της παράστασης. Τα φώτα του Γιώργου Καρβέλα δεν φωτίζουν πρόσωπα και εκφράσεις αλλά σκέψεις και ιδέες και βοηθούν την συνολική οπτική εμπειρία αλλά και η μουσική του Constantine Skourlis, ενορχηστρωμένη στο όραμα της σκηνοθέτιδος υπογραμμίζει, δίνει έμφαση και τυλίγει γεγονότα, περιστατικά και καταστάσεις, υποστηρίζοντας με έμπνευση και πειθαρχία την όλη προσπάθεια.
Η εμπνευσμένη παράσταση τελετουργική παράσταση δεν ξέφυγε ποτέ από το μέτρο, το σκοπό και τη στόχευση των βασικών συντελεστών, αλλά ο Διονυσιασμός, κάποιες φορές ο εκτροχιασμός, η ελεγχόμενη αφέλεια και η ανατροπή έλειπαν. Ο διδακτισμός κάποιες φορές ξεπερνούσε τον προβληματισμό και την δημιουργική διερεύνηση αν και ποτέ δεν τρύπησε το εξαιρετικό εικαστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο στήθηκαν τα Βατράχια.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News