Οι φυλές των αθλουμένων

Ο διευθυντής σύνταξης της “Π” Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει…

Κάθεται σταυροπόδι στον ξύλινο πάγκο. Εχει περάσει τις φτέρνες της στα γόνατα και έχει απλώσει τα χέρια της σε γωνία με τις παλάμες προς τον ουρανό. Υπό άλλες συνθήκες θα λέγαμε ότι κάνει την ανθοστήλη, αλλά πλέον είμαστε ενήμεροι των νέων τάσεων της γυμναστικής: Η κυρία κάνει γιόγκα και διαλογίζεται σε πλήρη ακινησία. Δεν ξέρουμε τι διαλογίζεται, ελπίζουμε να διαλογίζεται κάτι ευχάριστο. Από όσο γνωρίζουμε πάντως, σκοπός του διαλογισμού είναι να μη σκέφτεσαι τίποτα, αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι εφικτό. Συνήθως ένας εγκέφαλος σκέφτεται τα πάντα, όσα πάντα τέλος πάντων έχουν περάσει στο μυαλό του διαχρονικά. Περνάμε από μπροστά μας, η γυναίκα δεν μας βλέπει, δεν μας ακούει. Διερωτώμαστε γιατί πρέπει να βάλεις τις φτέρνες σου στα γόνατα για να διαλογιστείς και δεν μπορείς να το κάνεις απλά ψαρεύοντας, όταν δεν τσιμπάει. Σε μια άλλη γωνία κάθεται ένας μεσόκοπος κύριος που τελειώνει η μεσοκοπία του και πάει προς ηλικιωμένος. Είναι και εκείνος ακίνητος, αλλά κοιτάει προς τον Πύργο. Θα ξαναπεράσουμε μετά από δέκα λεπτά από το ίδιο σημείο. Η γυναίκα παραμένει στην ίδια θέση (δεν μας βλέπει, δεν μας ακούει, δεν μας μυρίζει κλπ) ενώ ο κύριος κοιτάζει αταλάντευτα προς Πύργο, σαν να περιμένει να έρθει ένας Γκοντό, ένας Τίποτας, ένας Ανυπαρξίδης. Κάνει και εκείνος γιόγκα και δεν το ξέρει. Αλλά δεν έχει τις φτέρνες του στα γόνατα. Καλύτερα, γιατί θα πέσει. Είναι γαλήνιος. Ελπίζουμε η γαλήνη του αυτή να του χρησιμεύσει σε κάτι.
Είναι ωραίο να ξυπνάς το πρωί. Αφενός επειδή αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις πεθάνει μέσα στη νύχτα, αφετέρου γιατί, αν είναι αρκετά πρωί, ξεκλέβεις χρόνο για ένα περπάτημα στο πάρκο όπου και χαζεύεις τον κόσμο που ασκείται, χαλαρώνει ή απολαμβάνει μια αμεριμνησία πλούσια ή φτωχή- αυτό εξαρτάται από το διανοητικό και ψυχικό φορτίο καθενός- μη δίνοντας συνήθως ούτε πεντάρα τσακιστή για τον γύρω κόσμο. Είμαι κοντός, ψηλός, παχύς, άσχημος, φαλακρός, κακοντυμένος, καλοφτιαγμένος, προσεγμένος, παρατημένος, μην ασχολείσαι μαζί μου, κάνε τη γιόγκα σου, το ψάρεμά σου, τη σπαρίλα σου, το τρέξιμό σου, την ποδηλατάδα σου. Χαζεύεις τη φυλή των αθλουμένων. Ανθρωποι χαριτωμένοι, άλλοι κάθιδροι, άλλοι περήφανοι για την κορμοστασιά τους, άλλοι αδιάφοροι. Αλλοι τρέχουν με στιλ, λες και έχουν λάστιχα αντί για τένοντες, άλλοι κακοσούμπαλα, ο σκελετός τους έχει ξεχάσει το τρέξιμο όπως ξεχνάμε τα αγγλικά, ποιος είπε ότι δεν ξεχνιέται το ποδήλατο, για ανέβα να δεις σε ποιον τοίχο θα σταματήσεις, άλλοι δεν μπορούν να σηκώσουν το πόδι από το έδαφος, άλλοι τρέχουν αργά γιατί έτσι μπορούν, άλλοι γιατί έτσι γουστάρουν, και οι καλύτεροι από όλους είναι αυτοί που νομίζουν ότι τρέχουν ή παριστάνουν ότι τρέχουν, για να έχουν να λένε ότι κάνουν άσκηση. Αλλοι τρέχουν ή βαδίζουν επειδή θέλουν να κρατιούνται σε φόρμα, το κάνουν πειθαρχημένα, αποφασιστικά, άλλοι/άλλες επειδή αυτοτιμωρούνται για μια πίτσα ή ένα παγωτό, όπως κάποιοι φανατικοί ισλαμιστές που μαστιγώνουν τον εαυτό τους (σκέψου να αποκαλυφθεί ότι δεν υπάρχει θεός, χι χι χι), άλλοι επειδή τους έχει συστήσει γιατρός: Αυτοί περπατάνε και τρέχουν στενοχωρημένα, σαν να λένε κοίτα πού πήγα και έμπλεξα, κάθομαι και περπατάω αντί να είμαι στο καφενείο, να φουμέρνω και να βρίζω τον Χαρδαλιά. Αλλοι, γυναίκες συνήθως, ασκούνται γιατί επιτέλους αποφάσισαν να ασχοληθούν με τα (πολλά, πάρα πολλά) παραπανίσια κιλά τους, τα οποία κιλά τους όμως τους ακολουθούν όπως ο ίσκιος τους, μήνας βγαίνει- μήνας μπαίνει, τα ρημάδια τα κιλά είναι εκεί, και ο ασκούμενος φοράει φόρμα εφαρμοστή, ευελπιστώντας ότι το πάχος σεσταρίζεται και δείχνουν φυσιολογικοί. Και βέβαια υπάρχει η περίφημη σχολή των λοκατζήδων που ξεπατώνονται στα μονόζυγα και τα όργανα. Ελξη, βαθύ κάθισμα, κάμψη, πέταγμα ψηλά, έλξη, βαθύ κάθισμα, κάμψη, πέταγμα ψηλά, κοιλιακοί, κοιλιακοί, κοιλιακοί, έλξη, βαθύ κάθισμα, κάμψη, πέταγμα ψηλά, διατάσεις, διατάσεις, διατάσεις, να ένας βιετκόγκ, πάρ’ τον κάτω με την ξιφολόγχη. Κι άλλοι/άλλες περπατάνε με μια ζωηράδα για ασκησούλα, για να δουν κύμα, να τους δει κι εκείνο και να πιάσουν κουβέντα με τον μαϊστρο.
Η βόλτα τελειώνει. Ο ήλιος έχει ξυπνήσει την παρέα των σκηνιτών που δεν έχουν σκηνή. Είναι μια οικογένεια αορίστων σχέσεων αίματος, ποιος είναι ζευγάρι με ποιόν, ποιος είναι παιδί τίνος και αν παίζει κάποιο ρόλο αυτό, που κοιμούνται ακριβώς στη συμβολή των ορίων της τσιμεντένιας παραλληλόγραμμης έκτασης που περιβάλλεται από χώμα. Κοιμούνται στο άνοιγμα της ορθής γωνίας, μια εκδοχή τάξης στην αταξία τους, σαν να πιστεύουν ότι οι θεωρητικές κάθετες πλευρές είναι οι βάσεις ενός τοίχου που δεν υπάρχει αλλά αρκεί η υπόθεση του τοίχου για να τους δώσει ασφάλεια. Όχι, αυτοί δεν θα ασκηθούν, δεν έχουμε δει σκηνίτη να κάνει γυμναστική, αλλά οι περισσότεροι είναι ιν γκουντ σέιπ.
Μάγκα, λοιπόν. Η μια φτέρνα φτάνει στο γόνατο, η άλλη όχι. Η ημιγιόγκα σε οδηγεί σε νιρβάνα; Αλλά δεν κάνει να διακόψεις τους διαλογιζόμενους, σου φαίνεται αναιδέστατο και φρικτό κάτι τέτοιο, είναι σαν να δώσεις φαπίτσα σε σκακιστή ενώ σκέφτεται και να τον ρωτήσεις αν πήγε πουθενά αυτό το καλοκαίρι. Θα βάλει τον αξιωματικό να σε μαχαιρώσει και το άλογο να σε λιώσει σε δύο κινήσεις. Α2 σε Δ3. Ματ.