Ανθρώπινες στιγμές του 1821 – Άγνωστες ιστορίες της Επανάστασης
Από τον Κυριάκο Σκιαθά και ένα ακόμα βιβλίο του για τη 1821, με τίτλο «Στιγμές του εικοσιένα», επιλέξαμε μερικές από τις ιστορίες που παρουσιάζει, άγνωστες στο ευρύ κοινό.
Ανθρωποι με πάθη και αδυναμίες, με οράματα και αξίες
Υπάρχουν δεκάδες άγνωστες ιστορίες για τους πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1821. Τους ανθρώπους εκείνους, που πήραν τις τύχες μια εξέγερσης, στις τόσες που είχαν γίνει κατά των Τούρκων.
Και η οποία, όμως, με την δύναμη ξένων χωρών, είχε αποτέλεσμα, η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο Κράτος.
Κάποιοι Έλληνες λοιπόν κλήθηκαν να γίνουν ήρωες. Κάποιοι έγιναν, κάποιοι όχι, κάποιοι βαπτίστηκαν ήρωες. Ήταν, από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, οι πρωταγωνιστές επί μια 10ετία στην οποία άλλαξαν τα πάντα.
Όλοι αυτοί λοιπόν πρωταγωνίστησαν σε διάφορες ιστορίες, μην το ξεχνάμε, ήταν άνθρωποι με πάθη και αδυναμίες, με οράματα, ιδανικά και αξίες.
Από τον Κυριάκο Σκιαθά και ένα ακόμα βιβλίο του για τη 1821, με τίτλο «Στιγμές του εικοσιένα», επιλέξαμε μερικές από τις ιστορίες που παρουσιάζει, άγνωστες στο ευρύ κοινό.
O συγγραφέας και η έρευνα
O Κυριάκος Δ. Σκιαθάς γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Περιστέρι. Σπούδασε Χημικός Μηχανικός στη Σόφια και είναι κάτοχος Msc στην Οργανική Χημεία.
Ζει στην Πάτρα από το 1986 ασκώντας το επάγγελμα του ιδιωτικού εκπαιδευτικού – φροντιστή και από την αρχή της παρουσίας του στην πόλη είναι ιδιοκτήτης φροντιστηριακών μονάδων.
Για πολλά χρόνια διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Φροντιστών Μέσης και Ανώτερης Εκπαίδευσης Νοτιοδυτικής Ελλάδας. Τα οικογενειακά ιστορικά ακούσματα από μικρή ηλικία μπόλιασαν το συγγραφέα με την αγάπη για την ιστορία της πατρίδας μας και τη δημιουργία οικογενειακής συλλογής πολυάριθμων ιστορικών τεκμηρίων. Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Πατρών. Η συμμετοχή του στη διοίκηση αθλητικών σωματείων της πόλης των Πατρών συμπλήρωσε την αγάπη του για την πόλη που τον ανέδειξε.
Το 2013 εκδόθηκε το βιβλίο του Στα προπύλαια της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ακολούθησε, 2014 και 2017, το δίτομο έργο του «Τα ερωτικά του 1821» από τις εκδόσεις «Διαπολιτισμός».
Άγνωστα στους περισσότερους αντίδωρα ιστορίας
Με αυτό το κείμενο προλογίζει ο Κυριάκος Σκιαθάς το τρίτο μέρος της έρευνάς του για τους πρωταγωνιστές του 1821:
«Αδιαμφισβήτητα ο Μεγάλος Αγώνας του Εικοσιένα είναι ο πιο συγκλονιστικός σταθμός του νεότερου ελληνισμού και η απαρχή της νέας κηδεμονίας του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ανάμεσα στις δαφνοστεφανωμένες σελίδες του υπάρχουν και σκοτεινές που νωτίστηκαν από πολλά δάκρυα και γράφτηκαν με άλικο αδερφικό αίμα. Εναν αγώνα που δεν τον κράτησαν ζωντανό οι άρχοντες και οι σημαντικοί πολεμιστάδες. «Οτι κρικέλα δεν έχει η γης να την πάρει κανείς εις την πλάτη του ούτε ο δυνατός, ούτε ο αδύνατος… Ότι βάναμε όλοι τις πλάτες, όχι ένας» σημειώνει ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματα» του. Τον ζωντάνεψαν οι αιμάτινες θυσίες και τα παθήματα του λαού, των ανωνύμων παλικαριών, των αγράμματων ραγιάδων που τρεφόντουσαν με ξινολάχανα και μαύρο ψωμί. Των απλών ανθρώπων που κουβαλούσαν μέσα τους τα βιώματα κοντά τεσσάρων αιώνων εθνικής και κοινωνικής σκλαβιάς. Όλοι αυτοί που δεν φέρουν καμιά ιστορική ευθύνη για τις μελανές σελίδες του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Για όλες αυτές υπάρχουν πατεράδες που δεν είναι άλλοι από τους κοτσαμπάσηδες, το ιερατείο, τους Φαναριώτες, τους νεοφερμένους από την Ευρώπη, τους κατοπινούς ευεργέτες, τους επώνυμους πολεμικούς, τους καπεταναίους, τα ξενόφερτα κόμματα.
Στο βιβλίο που δεν αποτελεί ολοκληρωμένη προσέγγιση του Εικοσιένα, περιέχονται αυτοτελή ιστορικά γεγονότα των οποίων ο πυρήνας ανήκει στον αγώνα της Ανεξαρτησίας. Σπουδαία περιστατικά που θα μπορούσαν να πιάσουν τόπο στα «επίσημα» βιβλία της Ιστορίας του Μεγάλου Αγώνα. Αντίδωρα ιστορίας, άγνωστα στους περισσότερους, τους μη ειδικούς. Περιστατικά μερικές φορές ασήμαντα, άλλες φορές ευτράπελα, περίεργα και παράξενα, γεμάτα με λόγια πατριωτικά, λόγια σπουδαγμένων, λόγια παλιών ανθρώπων, συμπληρωμένα όπου απαιτείται με αυτούσια αποσπάσματα από τις πηγές. Μικρές πολεμικές εικόνες, σύντομες, από την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου, από τα ήθη της εποχής. Ιστορικά περιστατικά που αφορούν προσωπικότητες της Επανάστασης οι οποίες με τη δράση τους καθόρισαν την τύχη της».
Η επαναστατημένη Ελλάδα γέμισε «στρατηγούς»
Είχε ανάψει για τα καλά ο εμφύλιος στα χρόνια του Μεγάλου αγώνα. Τα χρήματα των δανείων η κυβέρνηση και ειδικότερα ο υπουργός της Κωλέττης, τα χρησιμοποιούσε για να εξαγοράζει τις συνειδήσεις των αγωνιστών. Πολύ γρήγορα αυτά τέλειωσαν και η Διοίκηση χρειαζόταν στρατεύματα για να χτυπήσει τους εχθρούς της. Για να έχει ικανοποιημένους τους δικούς της, τους φόρτωνε με βαθμούς. Μοίραζε με τη χούφτα τα στρατιωτικά διπλώματα. Γέμισε η επανάσταση με στρατηγούς, αντιστράτηγους χιλίαρχους πεντακοσίαρχους, εκατόνταρχους μέχρι και εικοσιπένταρχους.
«Κατήντησε το έθνος να έχει υπέρ τας δώδεκα χιλιάδας αξιωματικούς…» γράφει ο ιστορικός Αμβρόσιος Φραντζής. Απόλεμοι ψαλιδόκωλοι, υπηρέτες, ιπποκόμοι, βαστάζοι του τσιμπουκιού, τυχοδιώκτες, απλοί ναύτες, μικροκαπεταναίοι πήραν διπλώματα αξιωματικού. Μ’ αυτούς τους άκαπνους η Κυβέρνηση θ’ αντιμετώπιζε τα φουσάτα του Ιμπραήμ πασά που έσφαζαν κι έκαιγαν στο Μοριά, ενώ τους λαοπρόβλητους πολεμιστάδες, τον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά, τον Ανδρούτσο κι άλλους εμπειροπόλεμους καπεταναίους τους κυνηγούσε. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης γράφει για τον Κωλέττη: «Επήρεν μεθ’ εαυτού υπέρ τας δύο χιλιάδας διπλώματα στρατιωτικών ανοικτά, χωρίς όνομα, όπως με αυτά και τας λίρας εξαπατήση τους Πελοπονησίους να κινηθώσιν εναντίον ημών…».
Ο φιλέλληνας που έκανε τον Κουντουριώτη να κοκκινίσει!
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Εικοσιένα από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες με την παρότρυνση των φιλελληνικών κομιτάτων έφταναν στην Ελλάδα άνδρες για να πολεμήσουν για την ελευθερία της. Υπήρχαν βέβαια μεταξύ των φιλελλήνων και πολλοί τυχοδιώκτες πολέμου, τους οποίους η Κυβέρνηση δεχόταν με επιφύλαξη ή έδιωχνε επειδή ζητούσαν στρατιωτικούς βαθμούς και χρήματα.
Ενα πρωινό του Δεκέμβρη του 1824, στα γραφεία της Ελληνικής Διοίκησης στο Ναύπλιο, ο πρόεδρος του Εκτελεστικού Γεώργιος Κουντουριώτης και ο Παπαφλέσσας προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν τα ονόματα των πραγματικών φιλελλήνων που είχαν έρθει στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ανήγγειλαν στον πρόεδρο την επίσκεψη ενός Ιταλού αξιωματικού που βαστούσε συστατική επιστολή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Ο Κουντουριώτης έδωσε εντολή να εισέλθει ο ξένος και ταυτόχρονα είπε στον Παπαφλέσσα.
– Δίχως άλλο, θα είναι κανείς λιποτάκτης στρατιώτης, που έρχεται στην Ελλάδα να γίνει στρατηγός.
Εν τω μεταξύ μπήκε μέσα στο γραφείο του προέδρου ο Ιταλός αξιωματικός. Ηταν ένα ψηλός άντρας, σαράντα περίπου χρόνων, με άμεμπτο και σοβαρό παρουσιαστικό.
Ο Κουντουριώτης τον δέχτηκε με επιφυλακτικότητα. Ο ξένος του είπε ότι τον στέλνει ο Μαυροκορδάτος και θέλει να πολεμήσει κάτω από τις σημαίες των Ελλήνων επαναστατών.
Ο πρόεδρος τον άκουσε με προσοχή και χωρίς να μετριάσει καθόλου την επιφυλακτικότητά του είπε στον ξένο ότι αυτή τη χρονική στιγμή δεν θα μπορούσε να περιμένει τίποτε από την Ελλάδα «παρά μόνον στεναχώριες». Ο άγνωστος Ιταλός απάντησε ότι γνωρίζει τη στενάχωρη θέση της χώρας και την ανάγκη που έχει από τις υπηρεσίες και του τελευταίου στρατιώτη.
Από τα χρόνια του Μεγάλου Αγώνα οι Η.Π.Α. στο Αιγαίο.
Οι Αμερικάνοι από τα χρόνια του 1821 ήθελαν να βάλουν «πόδι» στο Αιγαίο. Η εξωτερική τους πολιτική υπαγόρευε την παρουσία τους στα ευρωπαϊκά δρώμενα και ιδιαίτερα στα ελληνικά νερά. Για το σκοπό αυτό μια μοίρα από τρία πολεμικά καράβια με «κομοδόρο» το ναύαρχο Τζόουνς, «εξουσιαστή των ναυτικών δυνάμεων της Μεσογείου», έφτασε στις 19 Ιουνίου 1822 στην Υδρα. Ο Τζόουνς ζήτησε από τους προκρίτους του νησιού την παραχώρηση γης ή κάποιου νησιού, για παράδειγμα της Μήλου, με αντίκρισμα τη χρηματική ενίσχυση της Επανάστασης από τους Αμερικάνους.
Το καλοκαίρι του 1824 για δεύτερη φορά η Αμερικανική κυβέρνηση ανάθεσε στον πρεσβευτή της στο Λονδίνο Ρας να κάνει διαπραγματεύσεις για το θέμα με τα μέλη της Ελληνικής Επιτροπής που βρίσκονταν εκεί για τα Αγγλικά δάνεια. Τρίτη φορά επανήλθαν στο θέμα οι υπερπόντιοι «καλοθελητές» του Αγώνα τον Αύγουστο του 1825. Τώρα οι Αμερικάνοι ζητούσαν από την Ελληνική Διοίκηση το νησί της Πάρου. Είχαν σχέδιο να κατασκευάσουν στο σπουδαιότερο λιμάνι του νησιού, τη Νάουσα, ναυτική βάση με την οποία θα έλεγχαν το εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου. Το Σεπτέμβριο του 1825 νέα αμερικάνικη μοίρα με το ναύαρχο Ρότζερς έφτασε στο Ναύπλιο για διαπραγματεύσεις. Ιστορείται ότι την ίδια εποχή οι Αμερικάνοι με τον Ρότζερς προσπαθούσαν να κλείσουν συμφωνία με τον Καπουδάν πασά, συνθήκη «φιλίας και εμπορίου» με τους Τούρκους. Στη ναυαρχίδα «Βόρεια Καρολίνα» ανεβοκατέβαιναν εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο γαμπρός του Σπυρίδωνας Τρικούπης για να γίνει η Πάρος η πρώτη Αμερικάνικη βάση.
Ο Μαυροκορδάτος δεμένος στο άρμα της αγγλικής πολιτικής
Ο Άγγλος ιστορικός C. W. Crawley σημειώνει για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο «ότι το βλέμμα του ήταν περισσότερο στραμμένο προς την ευρωπαϊκή διπλωματία παρά προς τις συνθήκες στο εσωτερικό της χώρας του». Ο ευρωπαϊστής και εκσυγχρονιστής Μαυροκορδάτος εργάστηκε μ’ όλες του τις δυνάμεις για τη συγκρότηση εθνικού κράτους δυτικού τύπου. Από πολύ νωρίς έγινε αντιληπτό από το διορατικό Μαυροκορδάτο ότι χωρίς την επίσημη ευρωπαϊκή αναγνώριση δεν θα μπορούσαν να διασφαλιστούν οι πολεμικές επιτυχίες των Ελλήνων.
Η μεταστροφή της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής τον Αύγουστο του 1822, όταν ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας ο Τζόρτζ Κάνιγκ, ενίσχυσε αυτό το προσανατολισμό. Ο φιλελεύθερος Άγγλος πολιτικός, για ν’ αυξήσει ακόμα περισσότερο παγκοσμίως τα βρετανικά συμφέροντα, προσπάθησε να προσεταιριστεί τους επαναστάτες ηγέτες των κινημάτων που είχαν ξεσπάσει στο νότο της Ευρώπης και της Αμερικής. Ο Μαυροκορδάτος αξιοποίησε τις νέες τάσεις της αγγλικής πολιτικής και το ενδιαφέρον σημαντικών κύκλων της Μεγάλης Βρετανίας για την Ελλάδα προκαλώντας την αντίδραση της Ρωσίας που έχανε την επιρροή της σε μια χώρα που την είχε παραδοσιακά. Η εισβολή του Ιμπραήμ πασά τον Φεβρουάριο του 1825 στο Μοριά ανάγκασε τους Έλληνες επαναστάτες, μπροστά στον κίνδυνο να χαθεί ο αγώνας, ν’ αναζητήσουν βοήθεια από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Ο Γέρος του Μοριά
Όταν τον πρωτοαντίκρισε ένα παλικάρι στο στρατόπεδο των Τρικόρφων, αναφώνησε: «Μα αυτός είναι σαν τους άλλους ανθρώπους». Οι ραγιάδες τον είχαν μυθοποιήσει και οι τρομαγμένοι Τούρκοι πίστευαν ότι είναι υπερφυσικός άνθρωπος. Τον περιέγραφαν σαν ένα τεράστιο άνθρωπο μ’ ένα μάτι.
Στην πραγματικότητα ο Κολοκοτρώνης είχε ύψος μεταξύ 1.60-1.70 μ. Τα μαλλιά του ήταν σχεδόν άσπρα, λιγοστά στο πάνω μέρος του κεφαλιού και μακριά πίσω.«Σκοπελοπρόσωπο» τον ονομάζει ο Παναγιώτης Σούτσος. Η όψη του ήταν χαλασμένη από τη φοβέρα του πολέμου, σκαμμένη από τα χρόνια. Όταν άρχισε η επανάσταση ήταν 51 χρονών. Ήταν λιτοδίαιτος. Δεν έτρωγε μεγάλες ποσότητες φαγητού και προτιμούσε το κρέας και τα γαλακτοκομικά. Αγαπούσε το λειψό, χωρίς προζύμι ψωμί και δεν έτρωγε γλυκά. Του άρεσε πολύ το κρασί, το οποίο δεν έλειπε ποτέ από το τραπέζι του. Κάθε μέρα έπινε μιάμιση οκά κρασί, ακόμα κι όταν βρισκόταν στα στρατόπεδα, αλλά ποτέ δεν μέθυσε. Κάπνιζε υπερβολικά.
Ο πολέμαρχος αγαπούσε τα πράγματά του. Όταν κάποιος του ζητούσε κάτι δικό του, προσποιούταν πως δεν άκουγε, για να μην αναγκαστεί να του το δώσει. Δεν ήξερε να διαβάζει, δεν ήξερε να γράφει και σύμφωνα με τον Γεώργιο Τερτσέτη «μόλις ήξευρε να διαβάζη και το κονδύλι δεν πήγαινε μακρύτερα από όσα ψηφία ζωγραφίζουν το όνομα του». Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν θύμωνε υπέγραφε με το Θ κεφαλαίο ενώ όταν ήταν ήρεμος το θ γινόταν μικρό. Εκτιμούσε τη γνώση αλλά δεν την έβαζε πάνω από τα όπλα.
Τραγουδούσε συμπαθητικά και του άρεσε να παίζει κολτσίνα και αμάδες. Όταν τον Ιανουάριο του 1821 πέρασε κρυφά από τη Ζάκυνθο στο Μοριά, κυκλοφόρησε η φήμη ότι έφερνε στρατό μαζί του. Οι Τούρκοι έστειλαν δικούς τους ανθρώπους να μάθουν τις κινήσεις του. Αυτοί στην αναφορά τους έγραφαν ότι το μόνο που είδαν ήταν ένα γέρος που έπαιζε αμάδες. Μιλούσε παραβολικά κι ο λαός από αγάπη και σεβασμό για τη φρονιμάδα του, τον αποκαλούσε ο Γέρος ή ο Γέρος του Μοριά.
Οταν πρέπει ο λόρδος γίνεται χαμάλης
Στις 5 Ιανουαρίου 1824 έφτασε στο Μεσολόγγι από την Κεφαλλονιά ο Μπάιρον. «Η άφιξις του λόρδου Μπάιρον εχαιρετίσθη πανηγυρικώς διά κανονιοβολισμών και τουφεκοβολισμών και διά παιάνων πολεμικής μουσικής …Πλήθος στρατιωτών και πολιτών πάσης τάξεως, φύλου και ηλικίας ήταν συνηθροισμένον εις την παραλίαν…» εικονίζει τη στιγμή ο φίλος του, κόμης Γκάμπα. Ο Μπάιρον επιχείρησε αμέσως να οχυρώσει το Μεσολόγγι με δικά του έξοδα και μάλιστα προσέλαβε ως ειδικό σκοποβολής τον Αγγλο λοχαγό Γουίλιαμ Πάρι για να ενισχύσει το ελληνικό πυροβολικό. Ο Πάρρυ έφτασε στο Μεσολόγγι το Φεβρουάριο του 1824 σταλμένος από το Αγγλικό Φιλελληνικό Κομπάτο με ειδικότητα την κατασκευή εκρηκτικών πυρομαχικών. Έφερε μαζί του οχτώ τεχνίτες και όλα τα αναγκαία για να στήσει μηχανουργείο όπλων και πυρομαχικών.
Τις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου έφτασαν στο Μεσολόγγι ξύλινα κιβώτια γεμάτα με όπλα και εφόδια αναγκαία για το οπλοστάσιο του λόρδου. Όλα τούτα θα αποθηκεύονταν στο σπίτι που προηγουμένως κατοικούσαν οι Σουλιώτες της φρουράς του Μπάιρον. Στις 4 Φεβρουαρίου, ημέρα γιορτινή, έβρεχε καταρρακτωδώς. Πολλά από τα κιβώτια με τα πολεμοφόδια από το πρωί ήταν εκτεθειμένα στη ραγδαία βροχή. Λόγω της άργίας, συμπεραίνει ο Γκάμπα, δεν μπορούσαν να βρουν αχθοφόρους για να τα μεταφέρουν στο χώρο φύλαξης τους. «Υπάρχουν δε εις την Ελλάδα περισσότεροι κατ’ έτος ημέραι εορτής, παρά εργάσιμοι». Ο Μπάιρον έχασε τότε την υπομονή του και κατέβηκε στην παραλία. Μέσα στη βροχή άρχισε αυτοπροσώπως να εργάζεται για τη μεταφορά των κιβωτίων στον ασφαλή χώρο. Πρωτόγνωρο θέαμα αντίκριζαν οι Μεσολογγίτες, ένα λόρδο να κάνει το χαμάλη και μάλιστα γνωρίζοντας την αναπηρία που είχε στα πόδια. Ο Γκάμπα αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού γράφει: «Αι επιπλήξεις του και το παράδειγμα του ίσχυσαν επιτέλους να κατανικήσουν την οκνηρίαν και την δεισιδαιμονίαν του λαού, και τα κιβώτια μας μεταφέρθησαν και εστεγάσθησαν».
Το σκυλάκι του Παπαδιαμαντόπουλου
Το Φεβρουάριο του 1826 η πείνα βασάνιζε αφόρητα τους κατοίκους της πόλης του Μεσολογγίου. Ποντίκια και άλλα βρωμερά ζώα γέμιζαν τα τσουκάλια της φρουράς. Ύστερα από τα ακάθαρτα ήρθε η σειρά των οικόσιτων, των φίλων του ανθρώπου. Οι Μεσολογγίτες άρχισαν να σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, γάτες και σκύλους. Στο τέλος, έφτασαν να ξεγελούν την πείνα τους μασώντας τα πετσιά από τα παλιοτσάρουχά τους. Καταγγέλθηκαν ακόμα και κανιβαλισμοί. Πάνω στην πείνα τους έφαγαν ακόμα και ανθρώπινες σάρκες… Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο πρόεδρος της Διευθυντικής Επιτροπής Στερεάς Ελλάδος βρέθηκε στην ίδια μοίρα. Ο πρόκριτος, ο μεγαλέμπορος, ο τραπεζίτης της Πάτρας κλεισμένος στο Μεσολόγγι δεν είχε να φάει. Για συντροφιά είχε ένα μικρό σκυλάκι. Το άλογό του, μοναδική του ελπίδα να σωθεί κατά την έξοδο, γιατί έπασχε από ρευματισμούς και δεν μπορούσε να κάνει βήμα, το προσέφερε λίγες μέρες πριν για συσσίτιο των αρρώστων και των λαβωμένων.
Την παραμονή της Εξόδου, την Παρασκευή του Λαζάρου, ο υπηρέτης του έπιασε κρυφά κ’ έσφαξε το σκυλάκι, το μαγείρεψε με λάδι και το ’βαλε στο τραπέζι να φάνε αυτός και ο αφέντης του. Ο Παπαδιαμαντόπουλος ξαφνιάστηκε από το εκλεκτό έδεσμα και ρώτησε τον υπηρέτη του τι ήταν.
*Από τις “Επιλογές” της “Πελοποννήσου” στις 24 Μαρτίου 2019
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News