Διαγραφή των «αιώνιων» φοιτητών/τριών: Αναγκαία μεταρρύθμιση και εξορθολογισμός ή κοινωνική αδικία και αποκλεισμός;

Ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος είναι Καθηγητής, Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

διαγραφή

Ο νόμος 4957/2022 και οι, κατά περιόδους, εξαγγελίες του Υπουργείου Παιδείας σχετικά με τη διαγραφή των αποκαλούμενων «αιώνιων φοιτητών» από τα πανεπιστήμια, επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση ένα ζήτημα που απασχολεί χρόνια την ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά και την ελληνική κοινωνία.

Πρόκειται για μία πολιτική που στοχεύει, σύμφωνα με την κυβέρνηση, στον εξορθολογισμό της λειτουργίας των δημοσίων ΑΕΙ, τη βελτίωση της αποδοτικότητας και τη διαχείριση των πόρων των ιδρυμάτων.

Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα: είναι αυτή η απόφαση όντως προς τη σωστή κατεύθυνση ή μήπως αγνοεί τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος, οδηγώντας έτσι σε κοινωνικά ζημιογόνες καταστάσεις;

Για να αξιολογήσουμε σωστά τη συγκεκριμένη πολιτική, είναι απαραίτητο πρώτα να αναρωτηθούμε: ποιοι ακριβώς χαρακτηρίζονται ως «αιώνιοι» φοιτητές/τριες;

Συνήθως, ως «αιώνιοι» χαρακτηρίζονται εκείνοι οι φοιτητές/τριες που έχουν υπερβεί τον κανονικό χρόνο φοίτησης συν κάποια έτη παράτασης, χωρίς να έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους.

Έχει όμως εξεταστεί επαρκώς το ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι άνθρωποι;

Υπάρχει επαρκής γνώση για τα αίτια που οδήγησαν έναν σημαντικό αριθμό φοιτητών/τριών  στην καθυστέρηση ή την αδυναμία ολοκλήρωσης των σπουδών τους;

Πριν από οποιαδήποτε απόφαση, πρέπει να τεθούν και να απαντηθούν ορισμένα ουσιώδη ερωτήματα, όπως:

Ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι που οδηγούν έναν φοιτητή/τρια στην υπέρβαση του προβλεπόμενου χρόνου σπουδών;

Μπορεί μια οριζόντια διαγραφή φοιτητών να θεωρηθεί κοινωνικά δίκαιη και ηθικά σωστή;

Θα επιτευχθεί όντως εξορθολογισμός των δημόσιων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων με τη διαγραφή αυτών των φοιτητών/τριων;

Υπάρχουν δεδομένα που δείχνουν ότι η διαγραφή θα βελτιώσει τη λειτουργία και τους δείκτες απόδοσης των ΑΕΙ;

Υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι αντιμετώπισης που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα χωρίς τις αρνητικές επιπτώσεις;

Δηλαδή, κρίσιμα ερωτήματα προς εξέταση διότι αφορούν πάνω από 300 χιλιάδες ανθρώπους που συλλήβδην αντιμετωπίζονται ως αδιάφοροι.

Αξίζει εδώ να αναφέρω ότι το Πανεπιστήμιο Πατρών, με προτροπή του Πρύτανη Χρήστου Μπούρα, εκπόνησε έρευνα – μελέτη, ίσως η μοναδική στην Ελλάδα, που φωτίζει τις πτυχές του πολυπαραγοντικού αυτού ζητήματος. Οι συνάδελφοι Kαθηγητές, Καραλής Θανάσης, Βεργίδης Δημήτρης και Σακούλης Δημήτρης, που υλοποίησαν την έρευνα, έχουν πολλά να προσθέσουν σε αυτούς τους προβληματισμούς βάσει των ευρημάτων τους.

Αν θέλαμε όμως να αναζητήσουμε την όποια «θετική» πλευρά, βέβαια μέσα από αντίληψη ότι η εκπαίδευση είναι ένα ιδιωτικό αγαθό και όχι ένα κοινωνικό δικαίωμα, η πολιτική διαγραφής των «αιώνιων» φοιτητών/τριών μπορεί ίσως να οδηγήσει στην αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων των ιδρυμάτων, ενισχύοντας τη δυναμική αλλά και το κύρος τους διεθνώς. Παράλληλα, μπορεί να λειτουργήσει θετικά στο κίνητρο των φοιτητών/τριών να ολοκληρώσουν έγκαιρα τις σπουδές τους, ενισχύοντας την προσωπική υπευθυνότητα.

Στον αντίποδα, όμως, υπάρχει ο σημαντικός κίνδυνος της κοινωνικής αδικίας.

Είναι δεδομένο πως ένα μεγάλο μέρος αυτών των φοιτητών/τριών προέρχεται από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, όπως οικονομικές δυσκολίες, ανάγκη απασχόλησης ή οικογενειακές και προσωπικές δυσκολίες.

Συνεπώς, μια οριζόντια διαγραφή δε λαμβάνει υπόψη αυτές τις ιδιαιτερότητες ούτε επιλύει την ουσία του προβλήματος, αλλά απλώς το μεταφέρει εκτός  πανεπιστημίου.

Αξιολογώντας τη συγκεκριμένη πολιτική συνολικά, καθίσταται σαφές πως είναι ανεπαρκής, μονοδιάστατη και άδικη. Ο δε νόμος, αποτελεί μια ρύθμιση ισοπεδωτική.

Εστιάζει στην επιφανειακή αντιμετώπιση ενός σύνθετου προβλήματος, αγνοώντας τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν φοιτητές/τριες σε αδυναμία ολοκλήρωσης των σπουδών τους.

Μια τέτοια πολιτική, χωρίς συνοδευτικά μέτρα στήριξης, ευελιξίας και κοινωνικής ευαισθησίας, θα οδηγήσει σε αποκλεισμούς και μεγαλύτερη ανισότητα.

Κατά την ταπεινή μου άποψη και για την ορθολογική αντιμετώπιση του ζητήματος, προτείνεται μία εναλλακτική πολιτική που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:

  • Διερεύνηση των αιτιών της «καθυστέρησης» φοίτησης μέσα από έρευνα και καταγραφή των δεδομένων, ώστε η πολιτεία και τα πανεπιστήμια να έχουν πλήρη εικόνα για τους λόγους που οδηγούν στην υπέρβαση των χρόνων σπουδών.
  • Ενίσχυση των ευέλικτων μορφών φοίτησης για να διευκολυνθούν οι εργαζόμενοι ή όσοι αντιμετωπίζουν προσωπικές και οικογενειακές δυσκολίες.
  • Συμβουλευτική και ακαδημαϊκή υποστήριξη, με ενίσχυση των δομών συμβουλευτικής και ψυχολογικής στήριξης εντός των ΑΕΙ.
  • Σταδιακή εφαρμογή και εξατομίκευση μέτρων, με αξιολόγηση κάθε περίπτωσης ξεχωριστά, με ανθρωποκεντρική προσέγγιση, ώστε να διασφαλιστεί η δικαιοσύνη και η αποφυγή κοινωνικού αποκλεισμού.

Αυτή η πολιτική όμως προϋποθέτει ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο αποτελεί ύψιστη εθνική προτεραιότητα.

Ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος είναι Καθηγητής, Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών