Δουλειές με χούντες
Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».
Η χώρα περνούσε περίοδο μεγάλης έντασης. Οι πολίτες πλακώνονταν στους δρόμους και επέστρεφαν στο σπίτι τους ματωμένοι και ξεσκισμένοι. Στις οικογένειες επικρατούσε κατήφεια και ανασφάλεια. Ωσπου ακούστηκαν καμπάνες.
Η γαλανόλευκη υψώνεται στο βάθος. Ασθμαίμων ένας άνδρας εισβάλλει στην αυλή που ενώνει τα σπιτάκια για να ανακοινώσει τα χαρμόσυνα νέα. Εγινε επανάσταση και αποκαθίσταται η τάξη. Τέρμα οι ταραχές και τα μαλλιοτραβήγματα. Παλιοί εχθροί μονιάζουν και στήνουν όλοι μαζί έναν χαρούμενο χορό. Το έργο είχε τελειώσει και μπορούσαμε τώρα να φύγουμε από το «Πάνθεον» για να επιστρέψουμε στο σχολείο μας, με τα πόδια.
Πρέπει να ήταν γύρω στο 1970 όταν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου περιλάμβανε θεατρική κατήχηση στην πολιτική αγωγή, με μια υποχρεωτική παράσταση εθνοσωτηρίου ενδιαφέροντος. Ηταν μια θεατροποιημένη απόδοση του αφηγήματος της χούντας, μέσω του οποίου το καθεστώς αιτιολογούσε το κίνημα της 21ης Απριλίου. Αφήγημα παιδαριώδες και επαίσχυντα απατηλό.
Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, οι πραξικοπηματίες είχαν αρχίσει τη ζύμωση ήδη από τη δεκαετία του ’50 και πάντως πολύ πριν ξεσπάσουν τα γεγονότα τα οποία προκάλεσαν τους δύο Ανένδοτους του Γεωργίου Παπανδρέου. Η κρίση της περιόδου ήταν καταλύτης για την επιβολή δικτατορίας, αλλά η γενεσιουργός αιτία της ήταν ένας διπλός παράγοντας: Η αντικομμουνιστική υστερία της μεταπολεμικής περιόδου, και ο «εθνικός ρόλος» που θεωρούσε το Στράτευμα ότι του αναλογούσε ως προς την εγχώρια δημόσια ζωή, κατά τις παραδόσεις που είχαν κάνει μεγάλες πιέννες στον πολιτικό στίβο της χώρας ήδη από την «επανάσταση» του 1909 και τη μεταγενέστερη ταραχώδη περίοδο των βραχύβιων κινημάτων. Οι αξιωματούχοι ζήλωναν δόξα Κωνσταντίνου στρατηλάτη ή έστω Παπάγου κομμουνιστοφάγου.
«Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο; Αυτοί ή εγώ;». Η φράση ανήκει στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και είχε διαρρεύσει δίκην μηνύματος προς τους «μαθητευόμενους μάγους» των απαρχών του ’60. Αποδέκτης ήταν ο παρακρατικός μηχανισμός που λειτουργούσε ως τοποτηρητής του σκληροπυρηνικού δεξιού, εθνικιστικού και πουριτανού χαρακτήρα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, και είχε αναπτυχθεί ως εργαλείο της εξουσίας μετά την απελευθέρωση, ως ασπίδα στον λεγόμενο κομμουνιστικό κίνδυνο. Ο,τι δήποτε ήταν χαλαρωτικό των ηθών, θεωρείτο φερετζές του κομμουνισμού. Ο τελευταίος είχε συντριβεί στρατιωτικά, αλλά όχι ηθικά και ιδεολογικά. Οσο περισσότερο άντεχαν τα κοινωνικά ερείσματά του σε ένα εθνικό τοπίο φτώχιας, αδικίας και ανισότητας, τόσο ο μηχανισμός σκλήραινε και τόσο επαύξανε τα ερείσματα αυτά. Τα οποία υποτίθεται ότι αναχαίτιζε η παιδαριώδης προπαγάνδα και η καταπιεστική παιδαγωγική.
Ο Καραμανλής, βέβαια, είχε επιλεκτική αλλεργία απέναντι στο παρακράτος. Τον χάλαγε η αυτονόμησή του- δολοφονία Λαμπράκη- αλλά όχι και τόσο η ασφυκτική πίεση στην ύπαιθρο μέσω της οποίας, μεταξύ 1958 και 1961, διασφαλίστηκε ότι η ΕΔΑ- το κόμμα της αριστεράς- δεν θα ξαναπλησίαζε ποσοστά σαν το εκκωφαντικό 25%. Η επίδοση εκείνη ήταν ασφαλώς το ορόσημο που προσέδωσε κοινωνική νομιμοποίηση στον κρατικό αυταρχισμό στα μάτια του συντηρητικού τμήματος του λαού, το οποίο διεπόταν από συνάφεια με την ιδεολογία της χούντας. Η οποία είχε και οπαδούς. Και καθόλου λίγους. Η δικτατορία επιβλήθηκε μεν με τα τανκ, αλλά για σημαντική μερίδα του λαού ήταν περίπου αναπόφευκτη αν όχι και αναγκαία, διότι ο δημόσιος βίος «είχε ξεφύγει». Το σχήμα του «λοχία» που βαστάει τα γκέμια στην κοινωνία ήταν ένα αρκετά δημοφιλές πολιτικό και κοινωνικό μοντέλο για πολύ κόσμο. Και μετά το 1974, φυσικά. Κάτω από την αφελή πλάνη ότι ο αυταρχισμός αφορά τη διπλανή πόρτα. Αλλά και υπό την πεποίθηση ότι δεν μας χρειάζονται και πολλές ελευθερίες. Παραγίναμε αμέρικαν μπαρ. Η δικτατορία ήταν το παιδί μιας Ελλάδας που πίστευε στην αυταρχική διακυβέρνηση και τον έλεγχο των ηθών. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ανδρώθηκαν οι ίδιοι οι δικτάτορες, με ένα σύνδρομο «αποστολής», το οποίο χαρακτήριζε τον Παπαδόπουλο και τον Ιωαννίδη, αν και ο τελευταίος παραείχε πάρει δόση: Ηταν ένα είδος Οβελίξ της ακραίας και εθνοσωτηρίου δεξιάς.
Η χούντα δεν ήρθε από του πουθενά. Τα σημεία υπήρχαν όπως και οι διαρροές. Εντούτοις ο πολιτικός κόσμος δεν την απέτρεψε, εν μέρει λόγω του σχισματικού διχασμού κατά τις παραμονές του 1967, μια περίοδο με κυβερνήσεις αδύναμες και κοινωνικά απονομιμοποιημένες που δεν θα άπλωναν χέρι στον στρατό, εν μέρει επειδή η προδικτατορική πολιτική ζωή ήταν ένας σχετικός κοινοβουλευτισμός και μια ατελής δημοκρατία περιορισμένου ελέγχου. Υπό την έννοια αυτή, η χούντα αποτέλεσε σταθμό στη νεότερη ιστορία της χώρας, γιατί εξελίχθηκε σε μια τραγωδία με γελοία χαρακτηριστικά, καθιστώντας το αίτημα για κανονική δημοκρατία πανίσχυρο και σαρωτικά παραγωγικό. Γίναμε δημοκράτες, με δύο λέξεις. Γίναμε τραγούδι του Θεοδωράκη. Όταν παιάνιζαν οι νότες του από τα ηχεία, γινόταν πλέον αδιανόητο να εξαιρέσεις τον εαυτό σου από τη Μεγάλη Διαδήλωση η οποία οδήγησε τη χώρα σε μια επανεκκίνηση εκ βάθρων και σε δημοκρατικές κατακτήσεις πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η κοινή ζωή μας. Γιατί συζητάμε ακόμα για την 21η Απριλίου; Διότι αν ξεχνάς, αν δεν γνωρίζεις, αν δεν μαθαίνεις, δεν ξέρεις από πού έρχεσαι. Και ακόμα αν ξέρεις πού πηγαίνεις, δεν ξέρεις ποιος είσαι.
Η αμνησία δεν σε κάνει ευτυχή. Αφασικό σε κάνει. Αλλά βέβαια σε πολλούς αρέσει πολύ αυτό.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News