Γ. Αντζουλάς: Ο Μοντέλα, ο Πιόλι, οι θυσίες και τα οφέλη

Η πρόκληση και η προοπτική του Αστέρα Τρίπολης ήταν μεγάλη, αλλά σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί τότε, ότι θα ακολουθούσε πορεία στην Ιταλία, την Ουγγαρία, τη Φινλανδία

Μοντέλα

Ο Γιώργος Αντζουλάς είναι ένα πολλά παιδιά που φεύγουν νωρίς από το σπίτι τους για ένα καλύτερο ποδοσφαιρικό μέλλον. Το ίδιο έκανε στα 14 του, καθώς πρόλαβε να αγωνιστεί ελάχιστα στην Αχαΐα.

Η πρόκληση και η προοπτική του Αστέρα Τρίπολης ήταν μεγάλη, αλλά σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί τότε, ότι θα ακολουθούσε πορεία στην Ιταλία, την Ουγγαρία, τη Φινλανδία και ότι θα συνυπήρχε με κορυφαίους προπονητές και ποδοσφαιριστές. Αυτό είναι το καθαρά ποδοσφαιρικό κομμάτι.

Προσέξτε πώς αναφέρεται για την οικογένειά του, τον Θεό, την απομυθοποίηση του ποδοσφαίρου, αλλά και τα οφέλη που προσφέρει σε σχέση με τις θυσίες.

ΜοντέλαΦεύγοντας σε ηλικία 14 ετών από την Πάτρα για τον Αστέρα Τρίπολης, είχε συνειδητοποιήσει ο δρόμος που ανοίγεται μπροστά σου;
«Τότε ζούσα το όνειρο ότι πάω να παίξω ποδόσφαιρο μακριά από το σπίτι μου. Δεν ήταν εύκολο και ευτυχώς είχε έρθει και η μητέρα μου μαζί μέχρι 18 ετών που έδινα Πανελλήνιες».
Είχες αποφασίσει από τότε ότι στόχος σου ήταν να γίνεις επαγγελματίας ποδοσφαιριστής;
«Πέρα από το να το θέλεις πάρα πολύ, χρειάζεται και τύχη, τις σωστές συγκυρίες, να έχεις δίπλα σου τους σωστούς ανθρώπους. Χωρίς την οικογένειά μου, δεν θα κατάφερνα. Η μητέρα μου είχε έρθει μαζί μου, η αδελφή μου ερχόταν κάθε σαββατοκύριακο, μας ακολουθούσε στα παιχνίδια, τον πατέρα μου τον έβλεπα μόνο στις γιορτές γιατί εργαζόταν. Χρειάζεται όλο το πακέτο, μήπως και καταφέρεις να παίξεις».
Και έρχεται η στιγμή που υπογράφεις επαγγελματικό συμβόλαιο με τον Αστέρα Τρίπολης…
«Ναι και πίστεψα ότι το όνειρό μου έχει πραγματοποιηθεί. Στην πραγματικότητα τότε ξεκινούσαν όλα».
Και ακολουθεί ο δανεισμός στη Φιορεντίνα…
«Εκεί κατάλαβα ότι θυσιάζεις πάρα πολλά για το ποδόσφαιρο, όμως αυτά που παίρνεις είναι περισσότερα. Επειδή έκανα προπονήσεις με την πρώτη ομάδα συνυπήρξα με μεγάλους ποδοσφαιριστές, όπως ο Βλάχοβιτς που πήγε στη Γιουβέντους, με τον Κιέζα, με τον Μιλένκοβιτς που πήγε στη Νότιγχαμ, με τον Μπιράγκι που είναι αρχηγός της Φιορεντίνα».
Εκεί άνοιξε το μυαλό σου αν καταλαβαίνω καλά…
«Φυσικά, είδα πολλά πράγματα. Είδα πώς είναι να δουλεύεις στο τοπ επίπεδο. Οι τότε εγκαταστάσεις της Φιορεντίνα ήταν για μένα κάτι το εξωπραγματικό. Τώρα έχουν φτιάξει ένα προπονητικό κέντρο που έχει τα πάντα, είναι ακόμα καλύτερο».
Αισθάνθηκες να βελτιώνεσαι ως ποδοσφαιριστής στην Ιταλία;
«Σίγουρα. Ηταν η πρώτη φορά στο εξωτερικό και πήρα πολλά. Στην πρώτη ομάδα είχα προπονητές τον Πιόλι και τον Μοντέλα, που μόνο τα ονόματά τους λένε πολλά και πέρα από το ποδόσφαιρο έμαθα μια νέα γλώσσα, καθώς μιλάω ιταλικά καλύτερα από αγγλικά».
Ποια ήταν η σχέση σου με τους Πιόλι και Μοντέλα;
«Στον Πιόλι άρεσα πάρα πολύ γιατί το στυλ παιχνιδιού του ίδιου έμοιαζε με το δικό μου. Του θύμιζα τον εαυτό του και με πήγαινε πολύ. Με τον Μοντέλα ήταν διαφορετικά. Η ομάδα δεν πήγαινε τόσο καλά και δεν μπορούσε να ασχοληθεί τόσο πολύ με τους νεαρούς».
ΜοντέλαΤι δεν πήγε τόσο καλά στην Ιταλία;
«Ο,τι feedback έχω από εκεί είναι θετικό. Είναι αυτό που έλεγα πριν για τις συγκυρίες. Εκεί που θα έπαιζα, η ομάδα δεν πήγαινε καλά, μετά άλλαξε η ιδιοκτησία και όλα αυτά με πήγαν πίσω. Μόνο ο Θεός ξέρει τι γίνει. Μου είχε μείνει μια πικρία τότε, αλλά όλα είναι μέσα στο πρόγραμμα».
Και επιστρέφεις στον Αστέρα Τρίπολης…
«Επέστρεψα, έπαιξε κάποια παιχνίδια την πρώτη χρονιά. Μετά τη δεύτερη χρονιά δεν πήγαν πολύ καλά τα πράγματα και έφυγα για τη Κοζέντσα. Τελείως διαφορετικά από τη Φιορεντίνα. Η Νότια Ιταλία είναι ένας διαφορετικός κόσμος. Θα έπαιζα ξανά στο πρωτάθλημα της Serie B».
Αισθάνθηκες ότι δεν πήρες πολλές ευκαιρίες στον Αστέρα Τρίπολης;
«Σίγουρα το αισθάνθηκα, αλλά από την άλλη ήταν η ομάδα που μου έδωσε την ευκαιρία να γίνω επαγγελματίας. Οι καλύτεροι φίλοι μου είναι από την Τρίπολη, η κοπέλα μου είναι από την Τρίπολη. Ενιωσα πικρία, αλλά πάντα κρατάω τα θετικά. Είμαι ευγνώμων για όσα μου έδωσε ο Αστέρας».
Συνυπήρξες και με Γιώργο Κυριακόπουλο…
«Ναι, για λίγο όταν έγινα επαγγελματίας την πρώτη χρονιά. Μετά έφυγα για Φιορεντίνα, γύρισα, παίξαμε δύο παιχνίδια μαζί στην 11άδα και αυτός έφυγε. Ηταν από τα παιδιά που ήταν πρόθυμα να σε βοηθήσουν».
Πώς προέκυψε η πρόκληση της Ουγγαρίας;
«Ηταν τότε μία από τις προοπτικές που είχα. Η Ουίπεστ είναι μια από τις ιστορικότερες ομάδες της χώρας. Δεν ήξερα τίποτα για το πρωτάθλημα όταν πήγα εκεί. Ωστόσο, έμεινα εντυπωσιασμένος από τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν το ποδόσφαιρο, από τις εγκαταστάσεις, από τα γήπεδα. Οι 10 από τις 12 ομάδες στην πρώτη Κατηγορία έχουν καινούργια γήπεδα. Επίσης, η Ούιπεστ έχει καταπληκτικούς φιλάθλους. Είτε χάναμε, είτε κερδίζαμε, είχαμε το λιγότερο 7.000 στο γήπεδο και 500 το λιγότερο στα εκτός έδρας παιχνίδια. Επειδή στον Αστέρα ο κόσμος – κακώς – δεν είναι κοντά στην ομάδα, ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα κάτι τέτοιο. Είχα και πρωταγωνιστικό ρόλο, ήταν πολύ ωραία. Εκεί άρχισα να νιώθω πολύ σημαντικός για μια ομάδα».
Και το αστείο είναι πως οι περισσότεροι μιλούν με υποτιμητικά λόγια για το επίπεδο του ουγγρικού ποδοσφαίρου σε σχέση με το δικό μας…
«Κι όμως, βλέπετε ότι οι Ούγγροι θεώρησαν αποτυχία το ότι η εθνική τους δεν πέρασε από τη φάση των Ομίλων του EURO. Τα τελευταία πέντε χρόνια κάνουν συνέχεια βήματα μπροστά, στο προηγούμενο Nations League είχαν κερδίσει τους Αγγλους, τους Γερμανούς. Παίκτες όπως ο Σομποζλάι είναι σε υψηλό επίπεδο και έχουν πολύ σωστό τρόπο ανάπτυξης του ποδοσφαίρου τους. Μπορεί σε όλα τα άλλα να μοιάζουν πολύ -δυστυχώς- με την Ελλάδα, αλλά στο ποδόσφαιρο και στον αθλητισμό δίνουν μεγάλη βάση».
ΜοντέλαΑρα είναι καλή προοπτική για έναν ποδοσφαιριστή να παίξει στην Ουγγαρία;
«Θεωρώ ότι είναι προνόμιο. Σκέψου ότι έχουν φτιάξει ένα γήπεδο, το Πούσκας Αρενα, χωρητικότητας 70.000 φιλάθλων και εκεί παίζει μόνο η εθνική και διεξάγεται ο τελικός του κυπέλλου. Κάθε παιχνίδι της εθνικής, φιλικό ή επίσημο, με δυνατή ή αδύναμη ομάδα, έχει τουλάχιστον 50.000 κόσμο. Παλεύουν να βρουν εισιτήριο και εμείς με το ζόρι έχουμε 10.000».
Ουγγρικά δεν έμαθες πάντως…
«Οχι, ήταν πολύ δύσκολα. Μόνο τα βασικά. Ημασταν πολλοί ξένοι στην ομάδα και δεν ήταν δύσκολη η επικοινωνία».
Υπάρχει και εκεί το φαινόμενο με τους πολλούς ξένους σε κάθε ομάδα;
«Γενικά, όχι. Εμείς είχαμε τους περισσότερους μαζί με τη Φερεντσβάρος. Εκεί η ομοσπονδία της Ουγγαρίας πριμοδοτεί τις ομάδες που χρησιμοποιούν Ούγγρους ποδοσφαιριστές. Είναι ένα σύστημα με 30.000 πόντους, που συμπληρώνεται ανάλογα τον αριθμό των Ούγγρων που χρησιμοποιούνται, είτε κάτω, είτε πάνω των 21 ετών.

Σε 15 από τα 33 ματς έπρεπε να ξεκινούν βασικοί και να αγωνίζονται τουλάχιστον 60 λεπτά δύο κάτω των 21! Δεν ανάγκαζαν τις ομάδες να το κάνουν. Ομως όποια το έκανε είχε μπόνους περίπου 1 εκ. ευρώ! Για τις περισσότερες ομάδες ήταν η επιβίωσή τους αυτό το ποσό. Σκέψου ότι υπάρχουν δύο ομάδες, η Κετσκεμέτι και η Πάκσι που παίζουν μόνο με Ούγγρους. Η Πάκσι βγαίνει δεύτερη και τρίτη στο πρωτάθλημα και ο πρώτος σκόρερς προέρχεται απ’ αυτή την ομάδα τα τελευταία δύο χρόνια. Την πρώτη ήταν ο Μάρτιν Ανταμ που πήγε στον Αστέρα Τρίπολης και τη δεύτερη ο Μπαρναμπάς Βάργκα που πήγε στη Φερεντβάρος».
Αρα όντως έχουν μια διαφορετική αντίληψη για το ποδόσφαιρο…
«Ακριβώς. Ο,τι κάναμε εμείς τώρα με τον Γιοβάνοβιτς που ήταν σε μια ελληνική ομάδα και ανέλαβε την Εθνική, αυτοί το έκαναν πριν μια δεκαετία. O προπονητής της Ουγγαρίας, Μάρκο Ρόσι πήγε το 2016 στη Χόνβεντ, πήρε πρωτάθλημα και το 2019 πήγε στην εθνική και έχουν ανοδική πορεία».
Το κεφάλαιο Φινλανδία και Ελσίνκι πώς μπήκε στη ζωή σου;
«Αναζητούσα τον επόμενο σταθμό της καριέρας μου. Είχα και από Ελλάδα κάποιες προτάσεις τις οποίες θεώρησα υποτιμητικές, γιατί έφευγα από μια ιστορική ομάδα και στην Ελλάδα δεν θα είχα ρόλο. Είχα προτεραιότητα το εξωτερικό, αλλά δεν έχω πρόβλημα να παίξω και στη χώρα μου. Η Ελσίνκι είναι η πιο γνωστή ομάδα της Φινλανδίας, παίζει στην Ευρώπη, είναι πρωταθλήτρια και έδειξαν οι άνθρωποι ότι με ήθελαν πάρα πολύ. Είναι η πρώτη φορά που θα κάνω πρωταθλητισμό, θα παίξω στην Ευρώπη και ο τρόπος που με προσέγγισαν με κέρδισε».
Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις;
«Πολύ καλές. Και η πόλη είναι φανταστική. Βοηθάει επίσης που υπάρχει ένας ακόμα Ελληνας με τον οποίο ήμασταν μαζί στον Αστέρα, τον Γιώργο Κανελλόπουλο. Η αλήθεια είναι ότι δεν ζουν το ποδόσφαιρο όπως το ζούμε εμείς ή στην Κεντρική Ευρώπη, αλλά είμαι στη μεγαλύτερη ομάδα της χώρας και υπάρχει πίεση. Αν δεν πάρεις το πρωτάθλημα, είναι αποτυχία».
Είναι πιο χαλαροί δηλαδή;
«Το βλέπουν αλλιώς. Αν χάσεις ένα παιχνίδι στην Ελλάδα, την επόμενη μέρα δεν βγαίνεις έξω. Εδώ δεν υπάρχει αυτό, είναι πιο “πολιτισμένα”».
Πώς σκέφτεσαι το μέλλον σου μετά τη Φινλανδία;
«Προσπαθώ να μην θέτω μακρινούς στόχους. Μέχρι τον Οκτώβριο έχουμε να διεκδικήσουμε πρωτάθλημα. Μετά βλέπουμε. Ο,τι καλύτερο προκύψει, είμαι ανοιχτός, σε οποιαδήποτε χώρα. Πάντα ψάχνω ένα καλό πρότζεκτ, που να με ικανοποιεί και οικονομικά, αλλά να νιώθω σημαντικός».
Πού είναι καλύτερα τα πράγματα οικονομικά; Στην Ουγγαρία ή στη Φινλανδία;
«Πολύ καλύτερα στη Φινλανδία, αλλά είναι και πιο ακριβή η ζωή. Η φορολογία είναι πολύ υψηλή, όμως οι παροχές του κράτους είναι απίστευτες. Εχεις τα πάντα».
Από την όλη εμπειρία του εξωτερικού, τι μένει στο τέλος;
«Γενικά, έχω απομυθοποιήσει το ποδόσφαιρο. Δεν είναι όπως το φανταζόμουν στο ξεκίνημα. Οταν κάνεις τον απολογισμό, βλέπεις ότι αυτά που σου προσφέρει το ποδόσφαιρο, από άποψη οικονομική και εμπειριών είναι πολλά. Εχω πάει σε χώρες που δεν το πίστευα ποτέ.

ΜοντέλαΣτο Ελσίνκι δεν θα έμενα ποτέ. Αυτά που κερδίζεις είναι περισσότερα απ΄αυτά που χάνεις. Η μοναξιά είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Για παράδειγμα, εγώ με την κοπέλα μου από τους 12 μήνες του χρόνου, είμαστε μαζί τους έξι. Το ίδιο και με την οικογένειά μου. Αλλά έχει και καλά. Μιλάω με τη μητέρα μου στο τηλέφωνο, τη ρωτάω πότε θέλει να έρθει και έχω τη δυνατότητα να της προσφέρω ανά πάσα στιγμή τα εισιτήρια. Καταλαβαίνετε πώς το λέω. Ας είμαστε και ρεαλιστές. Ξέρω πώς είναι τα περισσότερα άτομα στην ηλικία μου που ζουν στην Ελλάδα, οπότε νιώθω ευλογημένος γι’ αυτά που έχω και με τη βοήθεια του Θεού όλα γίνονται».
Είναι η δεύτερη φορά που αναφέρεσαι στον Θεό…
«Θεωρώ ότι δεν με έχει αφήσει ποτέ σε ό,τι κάνω. Πιστεύω πολύ στον Θεό, θεωρώ ότι όλα για κάποιο λόγο γίνονται».
Τι εννοείς όταν λες πως έχεις απομυθοποιήσει το ποδόσφαιρο;
«Είναι πολλά που δεν μου αρέσουν. Το πώς λειτουργεί απ’ όλες τις απόψεις, χωρίς να θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Σε όλες τις χώρες συμβαίνουν πράγματα εκ των έσω, όχι μόνο στην Ελλάδα».
Οπότε, βλέπω τον Γιώργο Αντζουλά στα 35 του, να έχει ανοίξει ένα ξενοδοχείο στις Καμάρες με όλη την οικογένεια δίπλα του…
«Θα ήταν πολύ ωραίο (γέλια). Από μικρός το όνειρό μου ήταν να δώσω πίσω στην οικογένειά μου όλα αυτά που μου πρόσφεραν. Οσο και να προσπαθήσω, δεν θα καταφέρω. Κάθε φορά που είμαι στεναχωρημένος, σκέφτομαι ότι οι γονείς μου έχουν κάνει τόσα πολλά για μένα, οπότε σίγουρα θα είναι χαρούμενοι μ’ αυτά που έχω πετύχει».
Αρα επιστρέφεις στα μέρη μας σιγά – σιγά…
«Δεν σου κρύβω ότι θα ήθελα να ζήσω μια ήρεμη ζωή στο χωριό μετά το ποδόσφαιρο γιατί έχω φύγει από πολύ μικρός. Αλλά είναι πολύ μακρινό. Πάντως, πιστεύω ότι δεν θα μείνω μακριά από το ποδόσφαιρο. Παίρνω παράλληλα και κάποια πτυχία που αφορούν το άθλημα, διατηρώ κάποιες καλές γνωριμίες και θα δούμε».