«Γιορτινές μέρες κι εμείς κάνουμε εθνικές επαιτίους»: Ο Φάνης Δίπλας για την «Παρέλαση», τον φόβο απ’ έξω και την «ασφάλεια»
Η «Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη (1965) επιστρέφει σήμερα σαν έργο που δεν δίνει βεβαιότητες, αλλά ανοίγει ερωτήματα για τον κλειστό χώρο, τον έξω κόσμο και την απειλή που μπαίνει σιωπηλά στη ζωή. Ο σκηνοθέτης Φάνης Δίπλας μιλά για τον φεγγίτη-μαγνήτη, για τον πατέρα που «δημιουργεί τη συνθήκη», για τη βία που δεν εμφανίζεται ως «τέρας» και για την απομόνωση που βαφτίζεται ασφάλεια.
Τι σημαίνει να ζεις κλεισμένος σε έναν χώρο, ενώ ο κόσμος απ’ έξω γίνεται όλο και πιο απειλητικός; Πόσο «ασφάλεια» είναι τελικά η απομόνωση και πόσο φόβος μεταμφιεσμένος; Με αφορμή την παράστασή του πάνω στην «Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη στο θέατρο «Λιθογραφείον», ο Φάνης Δίπλας μιλά για τον κλειστό χώρο και τον έξω κόσμο που εισβάλλει, για τον φεγγίτη ως μαγνήτη φόβου και επιθυμίας, για τον πατέρα που δημιουργεί τη συνθήκη και για μια βία που σήμερα δεν εμφανίζεται ως τέρας, αλλά ως «κανονικότητα». Ο ίδιος γράφοντας για την παράσταση έγραψε χαρακτηριστικά «Γιορτινές μέρες και εμείς κάνουμε εθνικές επαιτίους».
Σε μια συζήτηση χωρίς βεβαιότητες, ο σκηνοθέτης ανοίγει τα ερωτήματα του έργου στο σήμερα, αγγίζοντας την έννοια της ασφάλειας, την έννοια του εθνικού αφηγήματος και τη σιωπηλή απειλή που φωλιάζει πίσω από την τάξη και τη ρουτίνα.
Η «Παρέλαση» είναι ένα έργο που εκτυλίσσεται σχεδόν ολόκληρο μέσα σε ένα δωμάτιο. Τι σας ενδιέφερε περισσότερα σκηνοθετικά; Ο περιορισμός του χώρου ή το τι συμβαίνει ψυχικά όταν ο κόσμος έξω γίνεται απειλητικός;
Ο περιορισμός του χώρου -γιατί είδες και το σκηνικό χώρο- είναι βασικό ζητούμενο μιας κατασκευής μέσα στην οποία θα συμβούν τα πράγματα. Και γι’ αυτό αποφάσισα να το κάνω “ρεαλιστικά”, να τον κλείσω το χώρο. Είχα φανταστεί διάφορους τρόπους πώς θα φαντάζει κλειστός. Αποφάσισα να τον κλείσω. Επειδή όμως με ρωτάς ποιο είναι… είναι αυτός ο κλειστός χώρος ή είναι ο εξωτερικός χώρος και πώς απειλεί, πώς μπαίνει μέσα σε αυτόν τον κλειστό χώρο.
Ταυτόχρονα με αυτόν τον κλειστό χώρο, λοιπόν, έφτιαξα όλο τον εξωτερικό χώρο. Είτε αυτός βρίσκεται απ’ έξω από το λιθογραφείο, είτε εμείς εισβάλλουμε κάπως μέσα σε αυτόν με το φωτισμό. Δηλαδή μπαίνουν οι σχέσεις των ανθρώπων που βρίσκονται απ’ έξω και παρατηρούν μέσα στο χώρο. Εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ το τι συμβαίνει έξω και με επηρεάζει. Αυτό.
Και νομίζω ότι και την Αναγνωστάκη αυτό την ενδιαφέρει. Δηλαδή έβαλε επίτηδες τα παιδιά σε ένα ολοκλείστο δωμάτιο, σε ένα δωμάτιο που δεν βγαίνουν ποτέ έξω. Δεν ξέρουμε γιατί αυτά τα παιδιά δεν βγαίνουν. Ο ένας θα πρέπει να πήγαινε σχολείο -το λέει ο ίδιος. Λέει: «τώρα θα πήγαινα στο γυμνάσιο». Και εννοεί ότι δεν πάει. Άρα βρίσκονται μέσα σε αυτό το σπίτι και κινδυνεύουν από τον έξω χώρο. Δεν ξέρω αν απάντησα.

Ο φεγγίτης είναι το μοναδικό άνοιγμα προς την “πραγματικότητα”. Τον αντιμετωπίσατε ως παράθυρο ελπίδας ή ένας έναν μηχανισμό φόβου;
Φαντάζομαι δύο παιδιά, μικρά παιδιά, που ζουν μέσα σε ένα δωμάτιο και έχουν στην πάνω μεριά μια χαραμάδα που τους δείχνει πράγματα που συμβαίνουν έξω, και τα οποία είναι ανεξέλεγκτα.
Φαντάζομαι δύο παιδιά που βλέπουν αυτό το πράγμα. Φαντάζομαι τι μαγνήτης είναι αυτό το πράγμα. Εδώ, μαγνήτης για μας είναι η φωτιά στο τζάκι. Γιατί κινείται η φλόγα με έναν τρόπο που εμείς δεν μπορούμε ποτέ να προβλέψουμε. Δεν ξέρουμε τι θα κάνει. Μπορεί ξαφνικά να μεγαλώσει, ξαφνικά να μικρύνει.
Ο φεγγίτης, για τα παιδιά αυτά, είναι μαγνήτης. Τα τραβάει. Από την άλλη, τους υπόσχεται μια ζωή απ’ έξω, που είναι σημαντικό πράγμα.
Τι θα κάνουν μέσα στο δωμάτιο; Αυτός θα παίξει με τα χαρτινά καράβια του, αυτή θα πλέξει. Μετά πάλι την επόμενη ημέρα, μετά πάλι. Εκεί όμως έξω θα συμβούν πράγματα τρομερά και φοβερά. Αυτό το «τρομερά και φοβερά» το εκμεταλλεύεται -με ιδιωτικό τρόπο κατά τη γνώμη μου- η Αναγνωστάκη και το κάνει πραγματικά τρομερό και φοβερό.
Τώρα, στ’ αλήθεια, συμβαίνουν έξω από την πόρτα μας. Έχουν συμβεί στο παρελθόν και μας επηρεάζουν πάντα. Εγώ το επέκτεινα λίγο και στη δική μου παράσταση: συμβαίνουν και στο σήμερα, γιατί το έχω τραβήξει λίγο το σκοινί.
Και εδώ είναι η επόμενή μου ερώτηση. Η Αναγνωστάκη γράφει υπαινικτικά, σχεδόν αποφεύγοντας τις βεβαιότητες. Ως σκηνοθέτης, πόσο αντέξατε να αφήσετε το έργο ανοικτό και πόσο νιώσατε την ανάγκη να πάρετε θέση;
Το έργο το αφήνω ανοικτό με την έννοια ότι και σήμερα, τώρα που το διαβάζω, δεν μπορώ να απαντήσω σε όλα αυτά που θέτει η Αναγνωστάκη. Άρα σίγουρα δεν απαντώ και με την παράσταση.
«Κλειστό» το κάνω μόνο ως προς το ότι επέλεξα μία δραματουργία μετά το τέλος του έργου, στο οποίο δοκιμάζω τις αντοχές αυτού του υλικού στο σήμερα. Σαν να συμβαίνουν αυτά σήμερα. Εκεί, αναγκαστικά πήρα θέση, όχι για να απαντήσω όμως σε αυτά που θέτει η Αναγνωστάκη.
Έχουν γραφτεί και βιβλία γύρω από αυτό και όλοι αναρωτιούνται -νομίζω και την ίδια τη ρωτούσαν- αν αυτό που τα παιδιά βιώνουν, την απειλή απ’ έξω, είναι πραγματικό ή το φαντάζονται. Και δεν ξέρω, καμία απάντηση. Άνθρωποι γράφουν, αρθρογραφούν και λένε «όχι, είναι φανταστικό» κ.λπ. Η Αναγνωστάκη δεν είπε ποτέ τίποτα. Το έργο της είναι πολύ υπαινικτικό. Δεν αφήνει βεβαιότητες.
Αλλά νομίζω ότι είναι το ίδιο με το αν ανοίξουμε την πόρτα, τώρα, και μπει μέσα η ζωή. Δεν μπορείς να πεις με σιγουριά τι θα συμβεί. Μπορεί να μπει ένας άνθρωπος με τον οποίο δεν μπορείς να κάτσεις στο ίδιο τραπέζι, μπορεί να μπει ένας άνθρωπος και να σε κλέψει, να σου κάνει οτιδήποτε. Έτσι είναι η ζωή. Με αυτήν την αλήθεια δεν το κλείνω.

Ο πατέρας είναι παρών και ταυτόχρονα απόν. Στη δική σας ανάγνωση, είναι προστάτης, θύμα ή φορέας μια ιστορίας που δεν μπορεί πια να ειπωθεί;
Κοίτα, εδώ η Αναγνωστάκη είτε θέλησε είτε δεν μπορούσε να κρύψει τη δική της ιστορία. Η Αναγνωστάκη δεν ξέρει τα παιδιά. Ξέρει τον πατέρα τους. Ξέρει αυτόν που δημιούργησε τη συνθήκη.
Εγώ είπα στα παιδιά, δουλεύοντας, ότι: «κοιτάξτε κάτι -και μάλιστα τώρα που έχω βάλει τους φεγγίτες- σταθείτε εδώ απέναντί μας, κοιτάξτε μας, εμάς που σας βλέπουμε, και πείτε μας ότι εσείς είστε αυτοί που δημιουργήσατε αυτό που βλέπετε τώρα. Εσείς είστε».
Αυτός είναι ο πατέρας τους. Ο πατέρας τους είναι ο δημιουργός αυτού του πράγματος που βλέπουμε εκεί. Και αυτό δεν μπορεί να ξεφύγει.
Η Αναγνωστάκη χτίζει πολύ καλά -παρόλο που δεν το λέει, αλλά όποιος θέλει να το διαβάσει, το διαβάζει- ποιος είναι ο δημιουργός αυτής της κατάστασης. Και αφήνει αυτή την κατάσταση να εξελιχθεί και ό,τι συμβεί.
Ο πατέρας είναι ο αδερφός της, ο οποίος έζησε αυτή τη ζωή που έζησε. Τον χρησιμοποιεί με δύο τρόπους. Βάζει τον μικρό να κάνει περιγραφή μιας φωτογραφίας του πατέρα τους από τα νεανικά του χρόνια. Και καταλαβαίνουμε πολύ καθαρά ότι η δικτατορία του Μεταξά, ο πόλεμος, η κατοχή, η αντίσταση και μετά ο εμφύλιος είναι η διαδρομή που έφερε έναν πατέρα σε αυτό το σπίτι.
Και δεν τον βλέπουμε όχι μόνο επειδή είναι απών, αλλά επειδή, όπως λέει ο γιος του, «δεν μου μιλάει ποτέ». Έναν πατέρα που δεν μιλά στο σπίτι. Και όμως είναι ο απόλυτος δημιουργός αυτού του πράγματος.
Το έργο κουβαλά βαριά ιστορικά φορτία, αλλά ανεβαίνει σήμεραπου έχουμε μια άλλη μορφή βίας. Πιοια σύγχρονα αντανακλαστικά σάς φάνηκαν πιο τρομακτικά κατά τη διάρκεια της δουλειάς πάνω στην παράσταση;
Το πιο τρομακτικό -ή μάλλον αυτό που με τρομάζει εμένα, γιατί το αναγνωρίζω στους ανθρώπους σαν κι εμένα- είναι ότι το έργο μιλά για μια βία. Το έργο γίνεται πολύ βίαιο στο τέλος. Απρόσμενα βίαιο. Δεν ξεκινά έτσι. Κανείς δεν περιμένει ότι θα έχει αυτή την εξέλιξη. Και αυτό που με τρομάζει είναι ότι εγώ και οι άνθρωποι γύρω μου δεν αναμετριόμαστε με τέτοιου είδους βία. Αυτό είναι τρομακτικό.
Αν έχεις απέναντί σου το τέρας, θα το δεις. Εγώ σήμερα δεν βλέπω τέρας γύρω μου. Βλέπω μια τάξη πραγμάτων: «ήσυχα, όλα καλά». Υπάρχει μια φράση στο έργο που την άλλαξα, στον Πιτσιρικά, που λέει «η πλατεία στη μέση είναι άδεια», περιμένοντας την παρέλαση. Και στη δική μου εκδοχή λέω: «η πλατεία στην πάνω μεριά είναι άδεια». Με βάση τα γεγονότα σήμερα: δεν μπορείς να διαδηλώσεις στην πάνω μεριά της πλατείας.
Ήσυχα και ωραία. Δεν θα σε σκοτώσουμε, αλλά δεν μπορείς. Εμένα με τρομάζει αυτός ο έξω κόσμος που δεν έρχεται να μου πει «εγώ είμαι τέρας», αλλά μου επιβάλλει μια καινούργια τάξη πραγμάτων και με κάνει κι εμένα σαν τα μούτρα του.

Η «Παρέλαση» μιλά και για απομόνωση, αλλά όχι με την έννοια της επιλογής. Πιστεύετε ότι σήμερα, η απομόνωση παρουσιάζεται συχνά ως ασφάλεια;
Μ’ αρέσει η λέξη «ασφάλεια»… Γενικά μας παρουσιάζουν ότι πρέπει να έχουμε ασφάλεια. Και είναι πολύ ωραία η λέξη που λες. Μόνο που… τώρα που μου τη θέτεις, τη σκέφτομαι. Ακούω παντού «τι θέλει ο πολίτης; Θέλει ασφάλεια». Κι εγώ, περισσότερο νομίζω ότι θέλει να φάει και μετά να δει για την ασφάλεια. Μπερδεύτηκα με τη λέξη «ασφάλεια», γιατί με δαιμονίζει.
Με ρώτησες για την απομόνωση. Εγώ είμαι άνθρωπος που περνά αρκετές ώρες μόνος του. Και μερικές φορές μπορείς να με πεις και απομονωμένο. Κάθομαι στο σπίτι μου, με ένα ανοιχτό παράθυρο, με ένα φεγγίτη που βλέπει έξω.
Δεν νιώθω καμιά ασφάλεια λόγω αυτής της απομόνωσης. Το αντίθετο: μεγάλη ασφάλεια έχω νιώσει όταν συμπορεύτηκα με άλλους ανθρώπους στον ίδιο δρόμο. Και είναι ωραίο αυτό για το έργο, γιατί, εντός εισαγωγικών, τα παιδιά αυτά -αν ο κόσμος είναι κακός έξω- προστατεύονται με αυτή την απομόνωση. Ή, τουλάχιστον, έτσι το θεωρεί ο πατέρας τους. Ποιος τα απομόνωσε; Υπάρχει αυτό το ερώτημα.
Γενικά υπάρχουν πολλά ερωτήματα που δεν απαντιούνται. Σου βάζει αυτή τη σκηνή και λες: πώς βρέθηκαν αυτά τα παιδιά εκεί; γιατί δεν βγαίνουν; Σιγά σιγά καταλαβαίνεις ότι μάλλον αυτή η απομόνωση είναι για την ασφάλειά τους. Δεν αποδεικνύεται όμως καθόλου σωστή επιλογή.
Η λέξη «παρέλαση» παραπέμπει σε γιορτή, τάξη, σε ένα εθνικό αφήγημα. Τι είναι τελικά η παρέλαση στο έργο σας; Θέαμα, απειλή ή η ψευδαίσθηση της κανονικότητας;
Εγώ όταν ήμουν στο λύκειο είχα καλό βαθμό και παράστημα και έπρεπε να είμαι σημαιοφόρος την 28η Οκτωβρίου. Αρνήθηκα και έφαγα αποβολή. Τότε έτσι προβλεπόταν. Και μετά, την 25η Μαρτίου, δεν μπόρεσα να πω όχι γιατί είχα συμπληρώσει το όριο, και πήγα σημαιοφόρος. Μπορεί να μην το περίμενες από μένα. Νομίζω υπάρχει και φωτογραφία. Αυτή την φωτογραφία δεν την κοιτάω καν. Ούτε ξέρω πού είναι. Η μάνα μου πρέπει να την έχει. Έχω πολλά χρόνια να τη δω. Δεν μου αρέσει να την βλέπω.
Και δεν το λέω αυτό μόνο ως άποψη για τις παρελάσεις. Ναι, δεν είμαι υπέρ των παρελάσεων, και όχι μόνο γιατί ξέρουμε από πού προέρχονται, αλλά ξέρουμε και πώς χρησιμοποιούνται σήμερα.
Είπες πριν «εθνικό αφήγημα». Βλέπεις ανθρώπους με διαφορετικές θέσεις στη ζωή, με διαφορετικά προβλήματα, που συσπειρώνονται γύρω από ένα αφήγημα εθνικής ανάτασης. Εγώ δεν νιώθω καμία ανάταση από αυτό. Δεν μπορώ να το καταλάβω.
Και δεν έχει να κάνει μόνο με το στρατιωτικό, ότι άνθρωποι παρελαύνουν σε σειρές, με βήμα, με μαρς. Δεν είναι μόνο αυτό. Αλλά δεν καταλαβαίνω: αν θέλει κάποιος να μιλήσει για την 28η Οκτωβρίου, για την 25η Μαρτίου, μπορεί να μιλήσει. Δεν θέλω να χαλάσω τη σούπα κανενός, δεν θέλω όμως να γίνω σούπα μαζί τους.
Η παρέλαση είναι σούπα: μια ομαδοποίηση που δεν επιτρέπει να γιορτάσουμε ανθρώπους. Ακούμε τώρα για τον Άγνωστο Στρατιώτη, λένε «είναι ένα κενοτάφιο». Όχι, δεν ήταν ένα κενοτάφιο. Δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα ένα εθνικό αφήγημα και μια φόρμα γιορτής που αλλοιώνει το περιεχόμενο.
Η Αναγνωστάκη θα είχε λόγους που έβαλε αυτόν τον τίτλο. Το έργο γράφεται το 1965. Τα χρόνια από τον εμφύλιο είναι λίγα. Εγώ έφαγα μια τριήμερη. Άνθρωποι όμως τότε, που θα αρνούνταν να πάρουν μέρος στην εξύψωση των εθνικών συμβόλων, θα είχαν πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις.

Σκηνοθετώντας ένα έργο του 1965, νιώσατε κάποια στιγμή ότι μιλά περισσότερο για το παρόν παρά για το παρελθόν;
Ανεξάρτητα από τη δική μου άποψη, δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το έργο, ενώ γράφτηκε κατά παραγγελία, είναι το πιο γνωστό της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ανέβηκε τον Μάιο του 1965, 60 χρόνια πίσω… Τότε, η Αναγνωστάκη δεν είχε μπει ακόμα στο θέατρο. Έγραψε δύο έργα, «Την Πόλη» και «Τη Διανυκτέρευση», δύο μονόπρακτα, τα έδωσε στον Κουν, του άρεσαν, και της παρήγγειλε να γράψει και ένα τρίτο για να γίνει τριλογία. Μέσα σε μια εβδομάδα, λένε, έγραψε την «Παρέλαση».
Έχει παιχτεί σε αρκετές χώρες. Αυτό από μόνο του λέει κάτι: το θέλουν να το ξανανεβάσουν και να το ξανανεβάσουν και να το ξανανεβάσουν, σήμερα. Εγώ, επειδή κάνω μια παρέμβαση στο έργο της, που θα απαντούσε στο ερώτημά σου, αλλά δεν θέλω να την πω. Νομίζω όμως ότι η Αναγνωστάκη είτε δεν θέλησε είτε δεν μπόρεσε να το κλείσει στην εποχή του. Παρόλο που είχε πολλές εμπειρίες, δεν το έκλεισε.
Δεν θα το ανέβαζα αν αφορούσε μόνο το 1965. Ένα καλό έργο δεν έχει χρόνο. Αν θέτει ερωτήματα, τα θέτει και σήμερα, αλλιώς δεν ανεβαίνει. Εγώ το βλέπω σαν να παίζεται πριν από 60 χρόνια και μετά το ξαναδοκιμάζω σαν να παίζεται στο σήμερα: αν συμβεί η ίδια συνθήκη σήμερα, τι θα γίνει;
Υπήρξε κάποιο σημείο στο έργο που, δουλεύοντάς το, σας ενόχλησε ή σας δυσκόλεψε προσωπικά;
Ναι. Έχει γράψει ένα τραγούδι που το λέει συνέχεια η ηρωίδα, ένα δημοτικοφανές, και δεν μπορείς να το βρεις πουθενά. Δεν υπάρχει. Το έψαξα από εδώ, από εκεί, το ξαναέψαξα. Μου κάνει περίεργο να έχει γράψει αυτά τα λόγια η Αναγνωστάκη. Είναι τελείως σαν της δημοτικής μας παράδοσης.
Και στη δεύτερη εκδοχή που φτιάχνω, βάζω τον Άρη να τη ρωτά: «Πού το ξέρεις αυτό το τραγούδι;» και λέει: «Δεν θυμάμαι». Επίτηδες, τη βασανίζω κι εγώ. «Μόνη σου το ’φτιαξες;» «Ο πατέρας στο χει πει;», κάνω 4-5 ερωτήσεις για το τραγούδι. Αν ζούσε, θα τη ρωτούσα: «Από πού είναι αυτό;» Και μην σου πω και τις απαντήσεις του ΑΙ… τι έλεγε ότι είναι αυτό το τραγούδι. Άστο.
Κατά τα άλλα, όσο διάβαζα το κείμενο, με βοηθούσε περισσότερο. Σαν να είναι πολύ επιμελημένο. Κι ας μην το επιμελήθηκε σχεδόν ποτέ, αφού υπάρχουν ελάχιστες διαφορές μεταξύ των εκδόσεων. Κι όμως: όσο το διαβάζεις, τόσο σε διευκολύνει.
Αν είχτε μπροστά σου την Λούλα Αναγνωστάκη, εκτός από τον να την ρωτήσετε για το τραγούδι τι άλλο θα της λέγατε;
Καταρχάς ευχαριστώ. Γιατί μου έχει δώσει ένα έργο με το οποίο μπορώ να δουλέψω σήμερα. Δεν είναι αυτονόητο. Το 1965 εγώ δεν είχα γεννηθεί, κι αυτή η γυναίκα μου χάρισε κάτι που δεν με ξέρει.
Θα ήθελα να πιούμε ένα κρασί και να της πω ευχαριστώ που έγραψες, που κάνεις αυτό. Αν καθόταν παραπάνω στο τραπέζι… μετά ο σκηνοθέτης θέλει να ρωτήσει πράγματα για να επιβεβαιώσει ότι διάβασε σωστά. Γιατί φοβάται. Είναι γραμμένη η φράση στο χαρτί και μετά τη βάζεις σε έναν κόσμο και λες «μήπως μου ξέφυγε κάτι;». Ξέρω ότι θα μου έλεγε «δεν θυμάμαι». Έχουν περάσει χρόνια. Οι συγγραφείς πολλές φορές σου δίνουν απαντήσεις αποστομωτικές: τους λες κάτι και σου λένε «εγώ δεν το είχα σκεφτεί».

ΙΝΦΟ
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία: Φάνης Δίπλας
Βοηθός Σκηνοθεσίας: Μαρία Βάρσου
Δραματουργία: Έλενα Αλεξανδράκη
Κοστούμια: Κατερίνα Δίπλα
Μουσική: Γιώργος Τριανταφύλλου
Φωτισμοί: Ευσταθία Δρακονταειδή
Φωτογραφίες: Βασίλης Λάγιος
Ηθοποιοί: Λένα Νάτση, Χρήστος Τσίγκος, Στέλιος Σοφός, Βιβή Μπακαλάρου
Παραγωγή: SALTIBAGOS – ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
Θέατρο: Λιθογραφείον, Μαίζωνος 172Β, 264 42
Παραστάσεις:
Δευτέρα 29/12: 19.00
Πέμπτη 1/1/2026: 20.00
Παρασκευή 2/1/2026: 23.45
Σάββατο 3/1/2026: 20.00
Κυριακή 4/1/2026: 17.30
Δευτέρα 5/1/2026: 19.00
Τιμές Εισιτηρίων
Κανονικό 17€
Φοιτητικό 13€
Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη
Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News
