Γονείς; Μπλιάχχχχ

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για τους γονείς-αρνητές.

Η πρώτη φορά που μισούμε τους γονείς μας είναι όταν μας φέρνουν στον κόσμο, απλά νιώθουμε το μίσος χωρίς να ξέρουμε ποιοι από όσους μας χαζεύουν είναι  εν τέλει οι γονείς. Αλλά γεννιόμαστε κλαίγοντας, ενώ αντιθέτως πεθαίνουμε πολύ ήσυχοι. Η δεύτερη φορά είναι όταν μας αρνούνται μια ικανοποίηση, η τρίτη όταν μας βάζουν για ύπνο, σε άλλο κρεβάτι ενώ εκείνοι κοιμούνται μαζί και χωρίς εμάς. Η σκληρότερη στιγμή, βέβαια, εκεί που εξωτερικεύουν όλη τους τη βαρβαρότητα και ποταπότητα είναι όταν φέρουν στον κόσμο μικρότερο αδελφάκι (πλεονασμός: δεν είναι δυνατόν να γεννηθεί αδελφάκι μεγαλύτερο). Ακολουθεί η στιγμή που θα σε πάρουν από το πάρτι. Και το αποτελείωμα θα έρθει όταν σε στέλνουν στο σχολείο.

Σε προετοιμάζουν γι’ αυτό κάμποσο καιρό, σαν ένα απαραίτητο, νομοτελειακά αναπόφευκτο στάδιο στην πορεία προς την ενηλικίωση. Βαθειά μέσα σου καταλαβαίνεις ότι πρέπει να προχωρήσεις προς τον κόσμο των μεγάλων, να κοινωνικοποιηθείς (μια έννοια που κατανοείς πριν υποπτευθείς ότι υπάρχει και σχετική λέξη) και τα ρέστα, αλλά δεν παύεις να είσαι γεμάτος δαιμόνια για την αναμέτρηση αυτή και τις επιπτώσεις της. Θα τα βγάλεις πέρα; Θα αποκαλυφθούν οι μειονεξίες σου; Θα συντριβεί σαν παλάτι στην άμμο η ψευδαίσθηση των δεξιοτήτων σου; Θα υποστείς μεταχείριση αμείλικτη, μη προστατευμένος από ένα οικείο περιβάλλον που πάντα έβαζε κάποια όρια στα κακοπαθήματα; Ποιος γονέας είναι τόσο άσπλαχνος που σπρώχνει το παιδί του με αμφιλεγόμενο αλεξίπτωτο προς την φλεγόμενη κόλαση της ζωής; Μήπως εν τέλει όλα αυτά είναι μια σατανική σκηνοθεσία που αποσκοπεί στην εκπαραθύρωσή από το σπίτι; Μήπως τα αγγελικά πρόσωπα της μαμάς και του μπαμπά ήταν ένα προσωπείο που κάλυπτε καλοζωιστές εγωίσταρους προδότες;

Και σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, σε ξεχνάνε δεμένο στο σχολικό λεωφορείο για τέσσερις ώρες. Είσαι το κοριτσάκι της ιστορίας που συγκλόνισε το πανελλήνιο. Ο οδηγός πάρκαρε και δεν μέτρησε – εύκολο είναι;- τα παιδάκια όπως αυτά βγαίνουν ακανόνιστα από το όχημα. Μετριούνται οι μπάλες του υδραργύρου; Δεν τσέκαρε τα καθίσματα, μπιρμπιλωτά καθώς είναι μπορεί να σου διαφύγει ένας μπιρμπιλωτός σπιθαμιαίος ογκάκος, κάτι σαν θρόισμα κουρτίνας. Δεν σε τσεκάρει καν ο σταθμός. Δεν παρατηρούν την απουσία ούτε οι διπλανοί και οι πισινοί, τα συνεταιράκια στα Παίζω και Μαθαίνω; Ξεχνούν τόσο γρήγορα οι άνθρωποι; Αυτοί είναι οι αιώνιοι έρωτες, οι σταθερές φιλίες, οι συνεταιρισμοί της εμπιστοσύνης, τα μεγάλα λόγια; Και πού είναι οι γονείς; Δεν πήραν ένα τηλέφωνο, να δουν τι κάνεις; Τους βόλεψε τόσο πολύ το σερβίρισμά σου στο όχημα, όπως οι γονείς του Χανς και της Γκρέτελ που ούτε καν διανοήθηκαν ότι η μάγισσα είχε βάλει τα παιδιά στο φούρνο, σε σιγανή φωτιά;

Ολοι καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι μια απλή ιστορία ενός κοριτσιού κάπου στην Αττική. Είναι η ιστορία του καθενός μας. Ξυπνάμε κάποια στιγμή, σε ένα άδειο όχημα, χωρίς κόσμο, χωρίς ζωή γύρω, με ένα πικρό αίσθημα ότι δεν μας αναζητά και δεν μας εκτιμά κανείς, ότι η υφήλιος μπορεί να γυρίζει χωρίς εμάς, ότι έγιναν πράγματα που χάσαμε, ότι οι άνθρωποι σε ξεχνούν παραχρήμα και σε αγαπούν όσο κρατά ένα άφτερ σέιβ σε ένα μάγουλο. Ξυπνάμε και κλαίμε και σπαράζουμε αλλά μετά μας προσέχει μια γειτόνισσα και τότε μας έρχεται μια αυταπάτη δικαίωσης. Σαν τον Μακόλεϊ Κόλκιν, στο Μόνος Στο Σπίτι. Οι γονείς του επέστρεψαν αλαφιασμένοι αλλά εκείνος δια βίου θα αναλογίζεται τις στιγμές Που Δεν Είχαν Αλαφιαστεί και θα παραμένει έκτοτε πετρωμένη μια γωνία της ψυχής του.

 

ΥΓ: Αν  γινόταν διαγωνισμός  στη σχολή 007, θα πιάναμε 000 όπως ο πράκτωρ Θου Βου. Χθες γράψαμε ότι ο εφευρέτης της υπηρεσίας του Μποντ ήταν ο Μ. Αλλά η ιντέλιτζεντ σέρβις ενός πολύ ιντέλιτζεντ αναγνώστη μας θυμίζει ότι Μ ήταν ο αρχηγός. Εφευρέτης ήταν ο Κιού. Γνωστός με διάφορες παραλλαγές, ως Σούζι Κιού, Άι Κιου κλπ. Αμα τα χάνεις αυτά, πάει η ελάχιστη βάση εισαγωγής.     Χάνουμε τη σχολή του Μποντ. Μας μένει η σχολή του Μπαγαμπόντ. Εκεί περνάς και για διδάκτωρ, άνετα.