Η δυστυχία του ευτυχούς

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Κλαίει η μάνα μου στο μνήμα; Κλαίει κι η Παναγιά. Ο μηχανισμός της ταύτισης στις χαρές, τις συγκινήσεις, τις τραγωδίες, είναι σατανικός και αήττητος. Φτάσαμε στο σημείο να βλέπουμε τον Ρονάλντο να κλαίει που έχασε ένα πέναλτι, και να βουρκώνουμε μαζί του και εμείς. Χωρίς να έχουμε τίποτε κοινό μαζί του. Ηλικία, θέση- εκείνος παίζει σέντερ φορ ή εξτρέμ-, εξωτερική εμφάνιση, σωματική διάπλαση και κυρίως τραπεζικό λογαριασμό. Υποθέτουμε ότι όταν μπαίνει ο Ρονάλντο στην τράπεζα, ο διευθυντής και οι υπάλληλοι θα τον προσκυνούν χωρίς να είναι άραβες ούτε αυτός ούτε εκείνοι. Ο άνθρωπος αυτός- όχι χωρίς μεγάλη προσπάθεια, θυσίες και πάθος, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι- έχει ένα σωρό από στοιχεία που θα μπορούσαν να τον κάνουν ευτυχή. Και μπορεί και να είναι ευτυχής.

Αλλά όταν έχασε το πέναλτι έβαλε τα κλάματα. Γιατί θέλει να νικάει. Γιατί θέλει να τον θαυμάζουν. Γιατί δεν του φτάνουν όσα έχει κατακτήσει. Γιατί αγαπάει τη φανέλα και την πατρίδα. Γιατί θα πέσει η μετοχή του. Γιατί θέλει να θαυμάζει ο ίδιος τον εαυτό του. Δεν ξέρουμε ποια από τις θεωρητικές αυτές εξηγήσεις είναι η πλέον εύστοχη. Μπορεί να ισχύουν και όλες. Και κυρίως ισχύει ότι καμία χαρά από αυτές που μπορούν να σου προσφέρουν τα εγκόσμια δεν μπορεί να σου χαρίσει ευτυχία αορίστου διαρκείας.

Η προσαρμοστικότητα που χαρακτηρίζει τα έμβια δεν αφορά μόνο τα δεινά. Αφορά και τα ευχάριστα. Εξοικειώνεσαι τόσο πολύ με δαύτα που τα εκλαμβάνεις σαν δεδομένα, ενίοτε μάλιστα είναι δεδομένα τυραννικά. Πρέπει να πέσεις στην πισίνα σου. Πρέπει να πας και στο εξοχικό σου στις Μπαχάμες. Είσαι και πάλι καλεσμένος σήμερα στου Κλούνεϊ. Απορείς με τους ανθρώπους αυτής της συνομοταξίας που καταλήγουν αλκοολικοί ή τοξικομανείς, ενώ είναι η πλέον λογική κατάληξη, ιδίως εάν λόγω πλούτου δεν έχεις ωράριο, δεν έχεις ανελαστικές υποχρεώσεις, αποκτάς το δικαίωμα να διατάσσεις τον χρόνο των άλλων και την κίνηση του σύμπαντος αλλά και την πολύ επικίνδυνη δυνατότητα να μπορείς να χαίρεσαι όλη την ώρα. Γιατί να πάμε σπίτι μας; Βάλε να πιούμε ένα ακόμα. Ξυπνάμε το πρωί χωρίς πρόγραμμα. Γιατί να μην πιούμε κάτι;

Αλλά ο Ρονάλντο δεν έχει τέτοιους κινδύνους- ως τώρα- διότι το σώμα του είναι ο ιερός ναός του που φέρει την υψίστη, ιστορική ευθύνη να μεταφέρει την ψυχή του, τα όνειρά του, τις δίψες του, την ανάγκη του για οικουμενική αναγνώριση από θέσεως κορυφαίας, τον προορισμό του για θέωση. Και καθώς η σαπουνόφουσκα συντρίβεται από μια στραβοκλωτσιά, η θνητότητα τραβάει τον αυτοκράτορα από το αυτί και εκείνος σπαράζει: Ασε μαμά να παίξω λίγο ακόμα. Δεν έβαλα το γκολ. Μη φύγουμε ακόμα από το πάρτι.

Ολο πρώτοι φεύγουμε, γιατί τα άλλα παιδιά τα αφήνουν οι γονείς τους; Αλλά η μάνα του Ρονάλντο δεν κλαίει στο μνήμα του κουρελιασμένου ονείρου. Κλαίμε εμείς. Κλαίμε και ριγούμε με την απογοήτευση κάθε εκατομμυριούχου κλωτσοσκουφέα, όχι επειδή δεν ξέρουμε ποια είναι η θέση μας, αλλά επειδή ταξιδεύουμε συνεπιβάτες στο όνειρό του, συμπαίκτες στο παιχνίδι του και συγκάτοικοι στην ψυχή του. Δακρύζει και ο Κρόος, αγέρωχα και αξιοπρεπώς εκείνος, διαπαιδαγωγημένος στη βόρεια αρετή του ελέγχου των συναισθημάτων του και την άρνηση της παρηγορητικής συμπαράστασης που προδίδει ρωγμές και αδυναμία : Τελειώνει η καριέρα του με έναν αποκλεισμό. Τι δράμα.

Πώς θα περνάει την ώρα του, ο καημένος, συνταξιούχος στα 35 του και πάμπλουτος; Αυτά είναι τα προβλήματα, όχι τα δικά σου. Δηλαδή, τα δικά σου είναι πιο βασανιστικά, αλλά προτιμάς τα προβλήματα του Κρόος. Διότι τα δικά σου είναι οδυνηρά και αγχωτικά, αλλά μόνο τον Κουτσούμπα συγκινούνε. Μόνο για βασιλείς γράφει ο Αισχύλος. Κι εμείς ούτε τον πατέρα μας δεν έχουμε σκοτώσει, ούτε τη μάνα μας δεν παντρευτήκαμε ακόμα.