Η κατσίκα της διπλανής πόρτας

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Mari Lepen

Οι Γάλλοι πολίτες αποφάσισαν αυτό που ήθελαν και όχι αυτό που θέλαμε εμείς. Κάτι πρέπει να κάνουμε με τις αδυναμίες της δημοκρατίας. Αλλά ποιοι είμαστε οι «εμείς»; Οι οπαδοί της σύνεσης, της κοινής λογικής, της μετριοπάθειας. Εκεί είναι το πρόβλημα: Οι Γάλλοι πολίτες θεωρούν ότι αυτά ακριβώς τα στοιχεία τους μετέτρεψαν σε θύματα μιας άρχουσας τάξης, η οποία οδηγεί το ποίμνιο μέσω της σύνεσης, της κοινής λογικής, της μετριοπάθειας, στο τσιγκέλι του χασάπη με το αίμα να στάζει.

Όταν λέμε «Γάλλοι πολίτες» βέβαια δεν εννοούμε όλους τους ψηφοφόρους, αλλά το 33% που ψήφισε Λεπέν, το αδιάφορο κομμάτι όσων απείχαν από την κάλπη αλλά και ένα κομμάτι που βλέπει με ευμένεια τις παλαιολιθικές απόψεις μιας ακραίας αριστεράς. Και να μένει ένα 30% που ψήφισε Μακρόν, όχι επειδή τον εκτιμά απαραιτήτως, αλλά για να αποτρέψει την παράδοση της εξουσίας στους ακροδεξιούς. Πάει καιρός ωστόσο που ο όρος αυτός, η συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση δεν προκαλεί αποστροφή στις κοινωνίες, και όχι μόνο στη γαλλική.

Καλό μήνα είπαμε; Δεν είπαμε; Είναι ο Ιούλιος που μας παραπέμπει στην αποκατάσταση της ελληνικής δημοκρατίας πριν μισό αιώνα, αφού είχε προηγηθεί ο τρόμος, η φρίκη και η ντροπή για το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή. Για πολλά χρόνια άκουγε ο Ελληνας «άκρα δεξιά» και το μυαλό του πήγαινε στον Παπαδόπουλο, τον Ιωαννίδη, τον Θεοφιλογιαννάκο που τσάκιζε τους κρατούμενους αντιστασιακούς στο ξύλο. Υποτίθεται ότι η άκρα δεξιά έπρεπε να δημιουργεί ανάλογα συναισθήματα και στους Γάλλους, που έζησαν την προδοτική της στάση κατά τη Γερμανική κατοχή και αποστρέφονταν, ως δημοκρατική, ανοιχτή κοινωνία, την ξενοφοβία και τον κούφιο εθνικισμό της. Αλλά πέρασαν τα χρόνια. Οι φοβίες και το κούφιο έγιναν τρόπος μαζικής πολιτικής σκέψης, ή τέλος πάντων τρόπος αντίδρασης στην πραγματικότητα. Το ζήσαμε και στη χώρα μας, σε διάφορες εκδοχές.

Αυξήθηκε μετά την κρίση η κοινωνική μερίδα που ψηφίζει αυτό ακριβώς που δεν θέλουμε «εμείς», επειδή ακριβώς δεν το θέλουμε. Τόσο στην Ελλάδα η λεγόμενη αντισυστημική ψήφος είναι πλέον πολύ συγκεκριμένα εξηγήσιμη. Και επειδή το βασικό μειονέκτημα της δημοκρατίας είναι ότι ψηφίζει όλος ο κόσμος και όχι μόνο το σίγουρο μέρος του κοινωνικού σώματος, το ερώτημα είναι γιατί το σύστημα αδυνατεί να δώσει ικανοποιητικές ή ανακουφιστικές απαντήσεις στα ζητήματα που τριβελίζουν τους πολίτες.

Οι αναλυτές λένε ότι οι Γάλλοι πλήττονται από την ανισότητα και τείνουν να ενοχοποιούν τις πολιτισμικά μη αφομοιωμένες αλλοεθνείς ομάδες, μέσα από το κλασικό ανακλαστικό της μετάθεσης. Η ανισότητα είναι μια πραγματικότητα που προσκρούει στη δημοσιονομική δυσκολία, αλλά ο κόσμος δεν το χάβει αυτό. Βλέπει στα σόσιαλ μίντια τον εύπορο, τον άνετο, τη γη της Επαγγελίας με τα πολυτελή κοσμικά αγαθά και θεωρεί τον εαυτό του θύμα κλοπής και μεροληψίας.

Υπάρχει καλύτερη Ελλάδα, και τη θέλουμε, έλεγε ένα σλόγκαν της περιόδου πατρός Μητσοτάκη. Εννοούσε ότι μπορούμε να κάνουμε την Ελλάδα καλύτερη, ποντάροντας στην πάγια άποψη των ψηφοφόρων ότι η χώρα τους μειονεκτεί. Ο κόσμος σήμερα πιστεύει ότι η «καλύτερη χώρα» είναι ένα παράλληλο σύμπαν των ολίγων και ευνοημένων που αναπαράγουν την εύνοια μονοπωλώντας την εξουσία. Η ψήφος στη Λεπέν έχει αντιστοιχίες- υπό την έννοια αυτή- με το ΟΧΙ του ελληνικού δημοψηφίσματος, το οποίο είχε και υπερπατριωτικά χαρακτηριστικά. Το ερώτημα της γαλλικής ψήφου είναι: Αυτό το 33% αναγνωρίζει ότι έχει προσχωρήσει στην ακροδεξιά που μισούσαν οι πρόγονοί του και δεν τύπτεται ή απλά δεν του λένε τίποτα αυτοί οι χαρακτηρισμοί, όπως άλλωστε και σε πολλούς συμπατριώτες μας; Σε κάθε περίπτωση, το μήνυμα είναι ένα. Οι πολίτες δεν έχουν άλλη υπομονή. Θέλουν να ζουν καλύτερα, να αγχώνονται λιγότερο, να μην αισθάνονται απειλή εθνικού και πολιτισμικού αφανισμού. Αλλά και να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα, δεν είναι κακή ιδέα. Ας πετύχουμε έστω αυτό, μια κατσίκα λιγότερη είναι ένας μικρός, υπέροχος θρίαμβος.