Κατώτερα στρώματα

Τα παιδιά ονειρεύονται μια πρόχειρη διανυκτέρευση στην ύπαιθρο, σε καμιά σκηνή ή και κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, ει δυνατόν μαζί με μια δυο άλλες οικογένειες, για να είναι μαζί και τα φιλαράκια. Μετά την εφηβεία, που θα το κάνεις αυτό κάποιες φορές, το παιδικό αυτό όνειρο απομυθοποιείται, όταν ξυπνάς παγωμένος ή λερός ή πιασμένος ή σε ανάβει ο ήλιος ή όλα αυτά μαζί και διαπιστώνεις ότι η έκθεση στον ανοιχτό χώρο είναι ένα
βασανιστήριο.

Για τα παιδιά των σκηνιτών της παραλιακής, η συνθήκη αυτή είναι η ζωή τους όλη, όση ζωή δηλαδή έχουν προλάβει ως τώρα. Οι νύχτες τους είναι μια στρωματσάδα στη χλόη του νότιου πάρκου, μικροί και μεγάλοι δίπλα –δίπλα, ανά οικογένειες ή κάτι τέτοιο.

Στρωματσάδα χωρίς στρώμα, φυσικά. Αει στο διάολο που θέλεις και στρώμα. Οι δικές μας αθλητικές αναμνήσεις εκκινούν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού, 1970. Τα παιδάκια αυτά δεν πήραν χαμπάρι από μεταδόσεις Γιούρο. Μεγάλο μέρος του 24ώρου
τους, πάντως, κυλάει με παιχνίδι. Δεν έχουν κανένα παιχνίδι να παίξουν, παίζουν με αυτοσχεδιασμούς, ώσπου κάποιος θα βαρέσει κάποιον, αυτός που τις έχει φάει θα κλαίει και αυτός που τις έχει ρίξει θα γελάει, και το παιχνίδι αυτό θα λήξει κάπου εκεί, ανάμεσα
στα αδιάφορα βλέμματα γονιών και θείων ή παππούδων, δεν ξέρεις ποιος είναι τι, η σημασία της διαφοράς στις ιδιότητες αίρεται μερικώς όταν οι άνθρωποι ζουν ομαδικά, συνεργαζόμενοι πάνω στο υποτυπώδες.

Τα παιδιά των σκηνιτών δεν έχουν εμπειρία σπιτιού, θαλπωρής και ασφάλειας όμοια με τα συνομήλικά τους. Η οικογένειά τους δεν έχει κατοικία, έχει όμως αυτοκίνητο, το οποίο είναι η ντουλάπα τους. Στο πορτ μπαγκάζ ή στο πίσω κάθισμα βρίσκεται ο οικογενειακός
εξοπλισμός, λιγοστά ρούχα και κουβέρτες. Τους λείπουν τα πάντα, αλλά δεν έχουν επίγνωση: Πιστεύουν πως έχουν αυτά που χρειάζονται.

Έχουν μάθει να μη χρειάζονται. Δεν βλέπουν κάτι, που να νοιώσουν ότι το χρειάζονται. Δεν θα πάνε ποτέ τους αγγλικά, το
πιθανότερο είναι ότι θα κάνουν αραιά περάσματα από το σχολείο. Γιατρός θα ασχοληθεί μαζί τους σε πραγματικά προχωρημένες περιπτώσεις. Αν μάθουν κάποια μουσική, αυτοδίδακτοι, αυτό θα γίνει για πρακτικούς σκοπούς. Δεν έχουν κανένα ηλεκτρονικό
παιχνίδι, ίσως και να τα αγνοούν και να μην ξέρουν τι είναι και πώς λειτουργούν. Και βέβαια κανείς τους δεν θα γίνει δικηγόρος ή προγραμματιστής υπολογιστή. Τα επαγγέλματα με τα οποία θα ασχοληθούν θα είναι κόπιες των ασχολιών του κοινωνικού
περίγυρου, για άγρα μεροκάματου με ευτελές μικρεμπόριο ή πώληση λουλουδιών την πρωτομαγιά, πάντα ειδών χειρότερων από αυτά που πουλάει ο νόμιμος πλανόδιος. Συνήθως δεν διαλέγεις τη δουλειά: Σε κατευθύνει ο μεγαλύτερος. Πάλι καλά να γίνει αυτό,
γιατί μπορεί να σου επιβάλει την επαιτεία.

Τα παιδιά των σκηνιτών είναι περίπτωση- επιτομή της ανισότητας. Αλλά ποιος την καταγγέλλει την ανισότητα αυτή; Για τέτοια φαινόμενα δεν θα γίνουν διαδηλώσεις ούτε θα συσταθούν σύλλογοι, φορείς, οργανώσεις, δεν θα τυπωθούν μπλουζάκια διαμαρτυρίας. Οι
κοινωνικοί επιστήμονες, άλλωστε, και οι ψυχολόγοι, έχουν αποφανθεί ότι είναι βλαπτικό για τα παιδιά η αποκοπή από το περιβάλλον τους. Δεκτό. Αλλά δεν φαίνεται και πολύ ωφέλιμη η παραμονή.

Οι εφημερίδες γκρινιάζουν για την ασύδοτη εγκατάσταση σκηνιτών στον κοινόχρηστο χώρο. Εγείρεται συνεχώς θέμα υγιεινής, αλλά οι ιοί και οι κορονοϊοί δεν έχουν φύγει από τέτοια περιβάλλοντα. Θίγεται ζήτημα αυθαιρεσίας, αταξίας και αισθητικής. Αλλά δεν
γίνεται λόγος για αυτή τη βάρβαρη καθήλωση παιδιών σε ένα ρηχό, παρασιτικό, αν όχι και παραβατικό μέλλον. Η εξήγηση που δίνεται, ότι είναι πολιτισμική ιδιαιτερότητα, δεν είναι πειστική.

Όλοι μας γεννιόμαστε με τάση να μη φοράμε παπούτσια ή να κοιμόμαστε σε παγκάκια. Αλλά η κοινωνία και η κοινότητα οφείλει να μας σπρώχνει προς την οργάνωση και την ανέλιξη.Τα παιδιά αυτά πάσχουν από αφόρητη στέρηση δικαιωμάτων. Αλλά δεν το
ξέρουν. Κάποια στιγμή το υποψιάζονται, βλέποντας συνομηλίκους τους σε ανώτερη κατάσταση. Έχουν υπάρξει τσιγγανάκια που έχουν βουτήξει κινητά άλλων νέων. Δεν ξέρουμε εάν το έκαναν για να έχουν κι αυτά ένα τηλέφωνο ή για να το πουλήσουν ή,
ασυναίσθητα, για να τιμωρήσουν το θύμα που γεννήθηκε σε σπίτι και δεν το έχει ξυπνήσει ο ήλιος του Ιουλίου, επτά το πρωί, με κάψα και ιδρώτα.