Μάγισσες, φέρτε βότανα

Ο Πλουτοκράτης υποδέχθηκε τους φίλους στο κατώφλι αυτοπροσώπως. Αυτό δεν είχε ξαναγίνει. Το περίλυπο ύφος του οικοδεσπότη προοιωνιζόταν πως κάτι κακό είχε συμβεί. Τους κατατόπισε αμέσως. Οι υπηρέτες του είχαν ενημερωθεί ότι ο άρχοντας Νουδοκράτης θέσπισε αμοιβή μια μνα σε όσους νέους προθυμοποιούνταν να πιουν το βότανο που αποτρέπει τη νόσηση από τον φοβερό λοιμό. Έσπευσαν όλοι για το βότανο και τη μνα. Και θα έπρεπε οι φίλοι του Πλουτοκράτη να εξυπηρετηθούν μόνοι στο συμπόσιο. Αυτό προκάλεσε μια κάποια αμηχανία και δυσφορία. Βλέπεις, οι αθηναίοι είχαν κάνει μεγάλη πρόοδο στη φιλοσοφία, στη γεωμετρία, στην αστρονομία και τις επιστήμες της πολιτικής, καθιερώνοντας το δημοκρατικό πολίτευμα όπου ήσαν όλοι ίσοι μεταξύ τους: Οι ελεύθεροι ίσοι με τους ελεύθερους και οι δούλοι ίσοι με τους δούλους και οι γυναίκες ίσα που φαινόντουσαν και πάντως στο συμπόσιο γυναίκες δεν είχε; Οι άνδρες είχαν σαν αποστολή την επεξεργασία υψηλών ιδεών, ενώ οι γυναίκες μιλούν συνέχεια για τον λοιμό και τα πρότυπα- πειραματικά σχολεία. Ούτως ή άλλως οι γυναίκες δεν χρειάζονταν στο συμπόσιο γιατί είχαν δούλους για το σερβίρισμα. Αλλά τώρα είχαν όλοι πάει για το βότανο. Ο Πλουτοκράτης θα τους έδερνε, αλλά είχε φύγει και ο δούλος που δέρνει.

«Η απόφαση του άρχοντα είναι αισχρή» είπε ο Ξενοκράτης. «Εισάγει στους νέους την ιδέα της υλικής ανταμοιβής για την εκτέλεση του ηθικού καθήκοντος έναντι της πολιτείας και των νόμων. Αντίθετα, η ικανοποίηση του χρέους πρέπει να γίνεται από αίσθηση υποχρεώσεως και μόνο. Χωρίς την προσδοκία αντιπαροχής. Και μόνον μια τέτοια πρόταση, προσβάλλει την αξιοπρέπεια του πολίτη. Και ειδικά τον νέον τον διαφθείρει», ολοκλήρωσε στενοχωρημένος που δεν ήταν στο συμπόσιο ο δούλος με τους ξανθούς βοστρύχους που του άρεσε πολύ.

«Ναι αλλά και στην εκκλησία δίνουν αντίδωρο στους πιστούς που κοινωνούν» είπε ο Σωκράτης.

«Ποια εκκλησία; Του δήμου;» ρώτησε παραξενεμένος ο Παραξενοκράτης.

«Άσε» ένευσε ο Σωκράτης. «Εγώ είμαι προ Χριστού προφήτης».

«Δεν έπρεπε να θεσπιστεί αμοιβή για όλες τις ηλικίες;» ρώτησε συνοφρυωμένος ο Πισωκράτης. «Εμείς που σπεύσαμε για το βότανο, γιατί να μην αμειφθούμε;»

«Μα τώρα μόλις είπατε ότι η αμοιβή σε όποιον εκτελεί το καθήκον είναι αισχρή» είπε ο Σωκράτης, τάχα έκπληκτος με την αντίδραση. «Εάν μια πράξη είναι αισχρή, δεν γίνεται λιγότερο αισχρή εάν αφορά περισσότερους και περισσότερο αισχρή εάν αφορά λιγότερους».

«Αισχρό είναι να ξεχωρίζεις» αντέδρασε ο Στρατοκράτης. «Η πολιτεία δεν μπορεί να διακρίνει τους πολίτες σε κατηγορίες, σε νέους, ώριμους, μεσόκοπους, ηλικιωμένους. Ολοι είναι ένα».

«Μα τώρα τους χώρισες εσύ σε κατηγορίες» στρίμωξε και εκείνον ο Σωκράτης. «Αναγνωρίζεις πως είναι διαφορετικές ενότητες»

«Ποια είναι η δική σου άποψη λοιπόν;» ρώτησε ο Κρατοκράτης.

«Εγώ φρονώ» είπε ο Σωκράτης «ότι το αισχρότερο από όλα είναι να μην κάνει η πολιτεία ό,τι περνάει από το χέρι της για να προστατεύσει όσο γίνεται περισσότερους από τον λοιμό, την ασθένεια, τον πόνο και τον θάνατο. Αυτή είναι η μείζων προτεραιότητα. Όλες οι άλλες έπονται. Μακάρι να μπορούσε να έχει μια μνα και δύο και τρεις σε κάθε πολίτη, εάν αυτό θα ήταν αρκετό να παρακινήσει τους πάντες να πιούν το φάρμακο. Αλλά αφού δεν μπορεί να δώσει σε όλους, προτιμότερο είναι να δώσει στους νέους, που θα αλωνίσουν τις επόμενες εβδομάδες στις παραλίες και στα πέλαγα, ώστε να εμποδίσει τη διάδοση του λοιμού και κυρίως τη μετάδοση στους ηλικιωμένους. Επιπλέον, η ιδέα της ανταμοιβής για μια συνετή πράξη, από πότε κρίθηκε ανήθικη. Σε όλες τις θρησκείες , παλιές και μελλούμενες, οι θεοί, πολλοί ή ένας, επιφυλάσσουν μικρά ή μεγάλα κέρδη στον πιστό που τηρεί τον θείο νόμο. Η πολιτεία οφείλει να διδάξει ότι οι ορθές επιλογές επιβραβεύονται. Και ιδιαίτερα οφείλει να διδάξει τους νέους αυτό, γιατί οι νέοι τα τελευταία χρόνια μεγαλώνουν με την ιδέα ότι η τιμιότητα και η αρετή είναι αφέλεια , ότι επικρατεί ανισότητα και προσπάθεια για το καλύτερο είναι ματαιότητα. Να που η πολιτεία τους λέει πως έχει μέριμνα και έγνοια γι’ αυτούς και πως κατανοεί τη δυσκολία τους να πάνε σε δυο συναυλίες ή ένα νησάκι για ένα τριήμερο. Τους λέει πως θέλει μια νεολαία ενεργητική και χαρούμενη, στην οποία ανήκει το μέλλον. Και έτσι η νεολαία μπορεί να σκεφτεί πως το σύστημα δεν είναι τόσο σάπιο, και να μην παίρνει το μέρος εκείνων που ρίχνουν καιόμενους ασκούς στα αργυραμοιβεία»

Αυτά είπε ο Σωκράτης και επιτέλους ήπιε το κρασί του ενώ γύρω του επικρατούσε περίσκεψη.

Οση ώρα μιλούσαν, οι δούλοι είχαν επιστρέψει. Πλην τους είχε πιάσει κομμάρα από το βότανο και ξάπλωσαν. Οπότε αναγκαστικά  ο Πλουτοκράτης και οι συνδαιτυμόνες τους προσέφεραν τα υπόλοιπα του συμποσίου. «Ωραία δημοκρατία έχουμε» είπαν και κάποιοι βάλθηκαν να σκέφτονται ότι ο Σωκράτης εισάγει καινά εμβόλια και κάτι πρέπει να γίνει με την περίπτωσή του.