Οι κοκκινόμαυροι σωματοφύλακες της Πάτρας

Το κύριο άρθρο της “Π” ασχολείται με τον θάνατο του Πέτρου Λεβεντάκου.

ΣΥΓΚΙΝΗΣΕ τη φίλαθλη Πάτρα η απώλεια του Πέτρου Λεβεντάκου. Αγγιξε κυρίως τις μέσες και παλαιότερες ηλικίες, που είχαν δει τη «μεγάλη Παναχαϊκή» να διαπρέπει στους αγωνιστικούς χώρους. Δεν ήταν απλά ένα ποδοσφαιρικό φαινόμενο. Ηταν ζήτημα κοινωνικό και, υπό μία έννοια πολιτικό: Η ομάδα εκείνη εξέφρασε το αδιαμόρφωτο αίτημα μιας πόλης με ιστορία να ξαναβρεί το εκτόπισμά της στο εθνικό γίγνεσθαι. Να πρωταγωνιστήσει, να προσεχθεί, να καμαρώσει. Ιδανικό όχημα γι’ αυτή τη δουλειά ήταν ασφαλώς το δημοφιλές ποδόσφαιρο.

Η ΠΑΤΡΑ, αρχόντισσα αυτοαποκαλούμενη νοσταλγικά και αυτάρεσκα, είχε διανύσει μια 20ετία μεταπολεμικής περιόδου, αναζητώντας, όπως και όλη η χώρα, τους νέους ήρωές της σε όλα τα επίπεδα. Γυψωμένη πολιτικά, λόγω επταετίας, μετατόπισε την εστία της στα γήπεδα και στην κοινωνία του θεάματος. Εκτός από το αδιαχώρητο στο γήπεδο της Παναχαϊκής, πλημμύριζαν και οι κινηματογραφικές αίθουσες για τις ταινίες του «παλιού, καλού ελληνικού κινηματογράφου».

ΚΑΙ ΑΝ μεν οι ήρωες του γηπέδου τότε μας δικαίωσαν ως φονείς των γιγάντων του ποδοσφαίρου, κάποια στιγμή απέσβετο το λάλον ύδωρ και περιπέσαμε στη μετριότητα. Παίκτες με ταλέντο υπήρξαν και άλλοι, όμως μεταβλήθηκαν άρδην οι συνθήκες: Επαψε να αρκεί το ταλέντο για να προοδεύσεις ποδοσφαιρικά. Το σπορ βιομηχανοποιήθηκε και η Πάτρα είχε χάσει άλλες κι άλλες βιομηχανίες για να μπορέσει να διαθέσει τη βάση που θα της επέτρεπε να αναπτύξει μια βιομηχανία αθλητική πολύ προχωρημένων απαιτήσεων.

ΠΕΝΘΟΥΜΕ σήμερα τον Πέτρο Λεβεντάκο, αλλά έχουμε χρόνια που πενθούμε την αδυναμία της πόλης να πετύχει τις διακρίσεις που ονειρεύτηκε. Σήμερα ίσως και να μην ονειρεύεται καθόλου.

Ο ΛΕΒΕΝΤΑΚΟΣ, ο Δαβουρλής, ο Ρήγας, έδωσαν πρόσωπο, επώνυμο και όνομα στην πόλη, κάτι που κατάφεραν ελάχιστοι άλλοι από τους μορφωμένους και μεγαλόσχημους. Ανθρωποι λαϊκοί, αλλά πρίγκιπες μιας κοινωνίας.