Οι πυρκαγιές σκοτώνουν χιλιάδες από μακριά – Τι αποκάλυψαν ερευνητές από την Πάτρα

Ερευνητικές ομάδες από την Πάτρα, με άρθρο τους στο διεθνές περιοδικό Nature, έδειξαν ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση από τις δασικές πυρκαγιές οδηγεί σε 10.000-16.000 θανάτους στην Ευρώπη κάθε καλοκαίρι.

πυρκαγιές

Καθώς βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και με πρωτοφανή κύματα καύσωνα σε όλον τον κόσμο που προκαλούν ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, οι έρευνες της επιστημονικής κοινότητας προσπαθούν να εντοπίσουν τις επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων είτε βρίσκονται κοντά σε κάποια πυρκαγιά, είτε όχι.

Εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις των πυρκαγιών που περιλαμβάνουν καταστροφές στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, τραυματισμούς και απώλειες ανθρώπινων ζωών, υπάρχουν και οι επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που μέχρι σήμερα είχαν υποεκτιμηθεί.
Κάθε χρόνο χιλιάδες δασικές πυρκαγιές συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, καίγοντας εκατομμύρια στρέμματα δασών. Τα σωματίδια και οι αέριοι ρύποι που εκπέμπονται από αυτές τις φωτιές μπορούν να επηρεάσουν τόσο την ποιότητα του αέρα, αλλά και το κλίμα.

Ωστόσο, οι μέχρι τώρα επιστημονικές μελέτες στην Ευρώπη έχουν δείξει μια σχετικά μικρή (λιγότερο από 10%) συνεισφορά αυτών των πυρκαγιών στα μέσα επίπεδα σωματιδιακής ρύπανσης, η οποία περιορίζεται σε μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από τη φωτιά.

Σε μια καινούργια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο διεθνές περιοδικό Nature PJ: Climate and Atmospheric Sciences, ερευνητικές ομάδες του Ινστιτούτου Επιστημών Χημικής Μηχανικής του ΙΤΕ και του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών έδειξαν ότι η συνεισφορά των δασικών πυρκαγιών στην ατμοσφαιρική ρύπανση της Ευρώπης το καλοκαίρι υποεκτιμάται δραματικά (4-7 φορές), καθώς εκτείνεται εκατοντάδες ή και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις αντίστοιχες εστίες φωτιάς.

Η Δρ. Χριστίνα Βασιλακοπούλου με τους συνεργάτες της, έδειξαν συνδυάζοντας μετρήσεις στην κεντρική Ελλάδα και υπολογιστικά μοντέλα χημικής μεταφοράς ότι τα σωματίδια που εκπέμπονται από τις φωτιές αντιδρούν γρήγορα στην ατμόσφαιρα, μεταλλάσσονται και χάνουν τα χημικά τους οργανικά δακτυλικά αποτυπώματα.

Αυτές οι χημικές αντιδράσεις λαμβάνουν χώρα ακόμα και μέσα σε λίγες ώρες έκθεσης στον καλοκαιρινό ήλιο και οδηγούν σε αύξηση τόσο της μάζας τους όσο και της τοξικότητάς τους. Ταυτόχρονα γίνεται δύσκολη η ανίχνευσή τους με τις υπάρχουσες επιστημονικές τεχνικές.

Η πρωτοποριακή αυτή έρευνα έδειξε ότι ο αέρας που αναπνέουμε σε σχετικά καθαρές καλοκαιρινές ημέρες, χωρίς κάποια πυρκαγιά στην Ελλάδα, περιέχει σημαντικές συγκεντρώσεις νανοσωματιδίων που ξεκίνησαν από φωτιές που υπήρχαν τις προηγούμενες ημέρες ακόμα και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και άλλαξαν δραματικά (προς το χειρότερο) στο ταξίδι τους προς την πατρίδα μας.

Σαν παράδειγμα μελετήθηκε μια μεγάλη πυρκαγιά στην Πορτογαλία, οι εκπομπές της οποίας ταξίδεψαν μέσω του Ηνωμένου Βασιλείου, της Νορβηγίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και πολλών ακόμη ευρωπαϊκών χωρών και τελικά έφτασαν στην Ελλάδα σχεδόν δύο εβδομάδες μετά την έναρξη της φωτιάς.

Τα επίπεδα συγκέντρωσης αυτών των σωματιδίων είναι σχετικά χαμηλά, αλλά η έκθεσή μας σε αυτά είναι συνεχής κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Υπολογίσθηκε ότι αυτή η έκθεση οδηγεί σε 10.000-16.000 θανάτους στην Ευρώπη κάθε καλοκαίρι.

Η Δρ. Χριστίνα Βασιλακοπούλου ανέφερε ότι «τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μία αύξηση της έντασης και της συχνότητας των δασικών πυρκαγιών, με αρνητικές συνέπειες για την ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε. Δυστυχώς, οι πυρκαγιές αυτές, όπως δείξαμε σε αυτή τη μελέτη, λόγω των ατμοσφαιρικών αντιδράσεων των εκπεμπόμενων ρύπων αυξάνουν την τοξικότητα του αέρα που αναπνέουν όλοι οι Ευρωπαίοι ακόμα και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πυρκαγιά.»

O καθηγητής Σπύρος Πανδής συμπλήρωσε ότι «η εργασία μας, δείχνει ότι οι σημαντικές επιπτώσεις των πυρκαγιών στην υγεία των Ευρωπαίων έχουν υποεκτιμηθεί ιδιαίτερα. Αυτό κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για τον περιορισμό τους».

Η ερευνητική ομάδα αποτελείται από τις: Χριστίνα Βασιλακοπούλου, Αγγελική Ματραλή, Ξακουστή Σκυλλάκου, Μαρία Γεωργοπούλου, Ανδρέα Ακτύπη, Καλλιόπη Φλώρου, Χρήστο Καλτσονούδη, Ευαγγελία Σιούτη, Δαυίδ Πατουλιά και Ιωάννη Κιουτσιούκη (ΙΤΕ/ΙΕΧΜΗ και Πανεπιστήμιο Πατρών), Ευαγγελία Κωστενίδου (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο), Agata Błaziak (Ακαδημία Επιστημών της Πολωνίας), Αθανάσιο Νένε (EPFL Ελβετίας και ΙΤΕ/ΙΕΧΜΗ), Στέφανο Παπαγιάννη και Κώστα Ελευθεριάδη (Δημόκριτος) και συντονίστηκε από τον καθ. Σπύρο Πανδή (Πανεπιστήμιο Πατρών και ΙΤΕ/ΙΕΧΜΗ).

Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ).