Θέατρο: Πληγή, το μίσος της αγάπης
Στη συγκλονιστική του Μήδεια ο διαλεκτικός Ευριπίδης δεν φέρνει στη σκηνή απλώς μια ερωτικά προδομένη γυναίκα, που διψά για εκδίκηση και την πραγματοποιεί μέσα από τη φριχτή πράξη της παιδοκτονίας. Τολμά πρώιμα να θέσει το πρόβλημα της αντιμετώπισης μιας βάρβαρης και επομένως ξένης στην αρχαία Ελλάδα και να θίξει το θέμα της κατάστασης του γυναικείου φύλου σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, όπως αυτή του 5ου αιώνα π.Χ., που λειτουργούσε ως κλειστή ανδρική λέσχη.
Πολύσημη και πολύμορφη η κορυφαία τραγική ηρωίδα -μητέρα, σύζυγος, γυναίκα- συνυφαίνει στο χαρακτήρα τις γοητευτικές αντιφάσεις και συνταιριάζει με τη στάση της ιδιότυπες αδυναμίες. Παθιασμένη και ορμητική ως φυσικό φαινόμενο αλλά και ελεγχόμενη και αυτοκυριαρχούμενη συγχρόνως. Η ψυχή της δοκιμάζεται κατά κύματα, κατακερματισμένη ανάμεσα στη μητρική αγάπη και στον δαίμονα της εκδίκησης που την καταλαμβάνει. Αντιμέτωπη με την «ανδρική μάνητα», την ιδιοτέλεια, τη μικροψυχία και την ποταπότητα του Ιάσονα, γίνεται μάρτυρας ενός πολύ προσωπικού ανείπωτου δράματος.
Στο βάθος της σκοτεινής ψυχής της, ακόμα και αν υπάρχει η ερωτευμένη γυναίκα, αυτό ποτέ δεν ομολογείται είτε ως εκδίκηση είτε ως ζηλοτυπία. Υπάρχει και ομολογείται μόνο η προσβεβλημένη τιμή της και η ταπεινωμένη γυναικεία της υπόσταση. Καθώς ορθώνεται απέναντί της το ανδρικό πρότυπο εξουσίας (στο πρόσωπο του Ιάσονα), αδύναμη μπροστά σε μια πατριαρχική τάξη πραγμάτων ισχυρότερη από την ίδια, η Μήδεια δεν μπορεί να διεκδικήσει την αξιοπρέπεια του φύλου της παρά μόνο με αδιανόητα μέσα (παιδοκτονία). Εχοντας προσδιορίσει ότι η αχίλλειος πτέρνα του κατά τα άλλα απρόσβλητου και άφιλου Ιάσονα είναι η πατρική αγάπη, έχει βρει τη ρωγμή του. Ξέρει πού να βυθίσει το μαχαίρι.
«Εγώ τα γέννησα, εγώ θα τα σκοτώσω» θα αναφωνήσει σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να υπερβεί τη στέρηση της κοινωνικής της ιδιότητας ως συζύγου, σε ένα σύμπαν που αρνείται ότι τα παιδιά της είναι προϊόν μιας θεσμικής συζυγικής σχέσης. Αλλωστε στις δοσμένες κοινωνικές συνθήκες, πώς μπορεί να είναι μητέρα μια γυναίκα που δεν είναι πια σύζυγος (μετά την προδοσία του Ιάσονα); Για τη Μήδεια όμως το να κηρυχθεί άκυρη η μητρότητά της είναι πέρα από τα όρια της ανοχής και του κώδικα τιμής της. Από την πληγωμένη γυναικεία της υπόσταση απορρέει και η μοναξιά της και η πικρή αίσθησή της ότι πορεύεται άπατρις και ανέστια, εγκαταλελειμμένη και απροστάτευτη νομικά ή θεσμικά, εν τέλει βάρβαρη και ξένη.
Αποβαίνει έτσι η «Μήδεια» όχι απλώς η τραγωδία της φρικτής παιδοκτόνου, της ανεξέλεγκτης στην αγάπη και το μίσος, της οποίας η τραγικότητα συνοψίζεται στον στίχο «θυμός κρείσσων των εμών βουλευμάτων» (το πάθος μου ξεπερνά τη λογική μου) και την οποία ο ποιητής μάς ζητά όχι να συμπονέσουμε αλλά να κατανοήσουμε. Είναι πλατύτερα και βαθύτερα η τραγωδία που θέτει το θέμα της σύγκρουσης του ελληνικού και του βαρβαρικού κόσμου και καταγγέλλει την αβουλία του αρχαίου πολιτισμού να ενσωματώσει το ξένο και διαφορετικό, υπονομεύοντας έμμεσα στην κατακλείδα της το ξενοφοβικό και ρατσιστικό ιδεολόγημα του καιρού της («Καμιά Ελληνίδα γυναίκα, δε θα τολμούσε να πράξει αυτό που διέπραξες εσύ»).
Το δίδυμο των Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια, που έχει δώσει δείγματα γόνιμης σκηνοθετικής γραφής στο παρελθόν, ευτύχησε και αυτή τη φορά, ενορχηστρώνοντας ένα καλοδουλεμένο σκηνικό σύνολο, με καθαρή σκηνοθετική γραμμή -την ανάδειξη της Μήδειας ως ξένης και υποκείμενης στην ανδρική κυριαρχία. Εχοντας στη διάθεσή τους τη φρέσκια και λειτουργική μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, το αενάως κινούμενο σκηνικό -ένα σύνολο από ξύλινες σκάλες- απόλυτα ενταγμένο στο σκηνικό παιγνίδι και τα γκρίζα ανδρόγυνου στυλ κοστούμια της Εύας Νάθενα, που φορεμένα ανάποδα υπογράμμιζαν το ανδροκρατούμενο σύμπαν, στο οποίο κινείται και δρα η κεντρική ηρωίδα και την αναστροφή των αισθημάτων- απέσπασαν καλές ερμηνείες, ενταγμένες κατ’ οικονομία στον αρχαίο «κανόνα των τριών υποκριτών».
Η Αθηνά Μαξίμου αναμετρήθηκε με τη Μήδεια, κινητοποιώντας όλα της τα εκφραστικά μέσα και παρακολουθώντας λεπτομερειακά την οδυνηρή περιπέτεια της πολύπτυχης και πολυσήμαντης ηρωίδας, ανέδειξε τις αντινομίες και τις αντιφάσεις της ψυχής της φέρνοντας στο φως της σκηνής την εσωτερική της πάλη ανάμεσα στη μητρότητα και την ανάγκη να υπάρξει σ’ έναν εχθρικό γι’ αυτήν κόσμο μέσα από την εκδίκηση. Στον τριπλό ρόλο (Ιάσονα-Κρέοντα-Παιδαγωγού) ο Αιμίλιος Χειλάκης, χάρη στο εξαιρετικό μέταλλο της φωνής του, κατέθεσε τρεις διακριτές ερμηνείες, ευτυχώντας περισσότερο στο ρόλο του Ιάσονα και στη σπαρακτική απόδοση της συντριβής του.
Ο ταχέως εξελισσόμενος σε ηθοποιό ευρείας γκάμας Αναστάσης Ροϊλός πραγματοποίησε την καλύτερη ερμηνευτική εκδοχή της τριπλής παρουσίας του στη συνάντησή του με τον Αγγελιαφόρο. Με σκηνική αυτοπεποίθηση και υποκριτική ωριμότητα η κορυφαία της Μυρτώς Αλικάκη, με τη Γιώτα Νέγκα να εκπλήσσει ευχάριστα με την απόλυτη ενσωμάτωσή της στο σκηνικό σύνολο, παρά την παρθενική της εμφάνιση στο αρχαίο δράμα. Σημαντική η συμβολή στο τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα του εύρυθμα συντονισμένου εννεαμελούς γυναικείου Χορού ως καθρέφτη της ψυχής και του νου της Μήδειας καθώς και του ζωντανού ηχοτοπίου που δημιούργησε ο Δημήτρης Καμαρωτός.
Μια σκηνική πρόταση συνεπής στη σύλληψή της και άρτια στην πραγμάτωσή της.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News