Ρίτα Κολαΐτη: «Η λογοτεχνική μετάφραση είναι η ουσία της ύπαρξής μου»
«Βλέπω μπροστά μου τη στοίβα των βιβλίων που έχω προς μετάφραση και με πιάνει δέος! Συνήθως μεταφράζω 2-3 βιβλία ταυτόχρονα. Είναι κάτι που λειτουργεί σε μένα πολύ εποικοδομητικά, είναι σαν ένα σύντομο ταξίδι σ’ έναν άλλον προορισμό που με κάνει να επιστρέφω ανανεωμένη στον προηγούμενο» λέει η μεταφράστρια Ρίτα Κολαΐτη.
Χαρακτηρίζει ηδονική τη σχέση της με τη λογοτεχνία, λατρεύει τη δουλειά της, κι αυτή την περίοδο μεταφράζει τη «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλομπέρ, τον δεύτερο τόμο της τριλογίας του κορυφαίου Ισλανδού συγγραφέα Γιον Κάλμαν Στέφανσον με τίτλο «Η θλίψη των αγγέλων» και τις «Διαλέξεις και ομιλίες» του Αλμπέρ Καμύ. Τον Ιούλιο της απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης Εργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα. Η μεταφράστρια Ρίτα Κολαΐτη μάς ξεναγεί στις μνήμες, την πορεία και το μεταφραστικό εργαστήρι της.
Ποια η σχέση σας με το βιβλίο απ’ όταν θυμάστε τον εαυτό σας;
Το πάθος μου για τα βιβλία και τη λογοτεχνία, κυρίως, ξεκινά από πολύ νωρίς. Από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, διάβαζα, διάβαζα ασταμάτητα. Με συγκίνηση βλέπω σήμερα σε παλιά βιβλία, τις ημερομηνίες αγοράς τους, τις υπογραμμίσεις με μολύβι, τα χειρόγραφα σχόλια στα πλαϊνά των σελίδων. Η σειρά λογοτεχνίας του «Γαλαξία» ήταν ο παράδεισός μου (Φλομπέρ, Μπαλζάκ, Ρίλκε, Κάφκα, Ντοστογιέφσκι, Τζόις, Φιτζέραλντ…). Και μετά ο Ντοστογιέφσκι, ο Καμύ και ο εμβληματικός «Επαναστατημένος άνθρωπος», ο Ντάρελ και το «Αλεξανδρινό κουαρτέτο», ο Τσίρκας, ο Καβάφης, ο Σεφέρης… Οι ώρες της ανάγνωσης ήταν ώρες λύτρωσης, απόλαυσης, απόδρασης από τη ζοφερή ατμόσφαιρα του σχολείου μέσα στη δικτατορία. Αργότερα, ως φοιτήτρια τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, ζούσαμε όλοι μέσα σε μια βιβλιοφιλική πανδαισία. Ατέλειωτες ώρες σε βιβλιοπωλεία, συζητήσεις και αντιπαραθέσεις μέχρι αργά τη νύχτα για συγγραφείς, καινούρια ρεύματα, ιδεολογικά πρόσημα… Τότε, ήταν αδιανόητο να μην έχεις διαβάσει το τελευταίο βιβλίο του τάδε ή του δείνα συγγραφέα.
Σπουδές οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη συνέχεια κινηματογράφου στο Λονδίνο, κι από ’κει ιστορίας της λογοτεχνίας σε Παρίσι και Βρυξέλλες. Θα μας πείτε γι’ αυτόν τον ενδιαφέροντα συνδυασμό;
Τα οικονομικά ήταν μάλλον μια εσφαλμένη επιλογή, όπως αποδείχτηκε. Μόλις βρέθηκα στην Αθήνα, είχα τη μεγάλη τύχη να συναναστραφώ ανθρώπους βαθιά διανοούμενους που μου άνοιξαν νέους δρόμους, νέους ορίζοντες. Επιπλέον δε, η τότε Αριστερά ήταν ένα μεγάλο σχολείο για τη γενιά μου. Η Ταινιοθήκη της Ελλάδας, οι κινηματογραφικές αίθουσες τέχνης είχαν γίνει το «σπίτι μας». Εκεί συναντιόμασταν όλοι, παραδομένοι στη μαγεία της οθόνης, με τη λαχτάρα του νεοφώτιστου. Ηταν αυτονόητο λοιπόν για μένα ότι θα συνέχιζα τις σπουδές μου σε πεδία που με ενδιέφεραν πραγματικά: Τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Και δεν το μετάνιωσα ποτέ!
Τη μετάφραση πότε και πώς την ερωτευτήκατε;
Ο κεραυνοβόλος έρωτας με τη μετάφραση συνέβη το 1976. Δούλευα τότε στο εμβληματικό περιοδικό «Σύγχρονος κινηματογράφος» και άρχισα δειλά-δειλά να καταπιάνομαι με τη μετάφραση κειμένων. Μετά από λίγο καιρό, άρχισα να μεταφράζω και βιβλία. Αυτό ήταν, δεν με σταματούσε τίποτα. Η μαγεία που ενέχει η εμβάθυνση ενός κειμένου, η αναζήτηση μιας λέξης, η επαφή με το σύμπαν ενός θεού-συγγραφέα με είχε στοιχειώσει.
Το 1989, σας βρίσκουμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες όπου απασχολείστε ως μεταφράστρια. Πώς θα περιγράφατε αυτή την εμπειρία σας;
Ηταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία που κράτησε χρόνια και μου πρόσφερε ανεκτίμητα πράγματα. Ζώντας στην καρδιά της Ευρώπης είχα την ευκαιρία να αποκομίσω έναν μοναδικό πολιτισμικό πλούτο, να γνωρίσω πόλεις, κουλτούρες, ενδιαφέροντες ανθρώπους. Στις Βρυξέλλες απόλαυσα πολλά πράγματα: Τα μουσεία με τους Φλαμανδούς ζωγράφους, τις βόλτες στα παλαιοπωλεία και τα υπαίθρια παζάρια με αντίκες κάθε λογής, τα εκπληκτικά αρ νουβό αρχιτεκτονήματα της πόλης, κ.ά. Απ’ όλο αυτό το σκηνικό έλειπε όμως κάτι το θεμελιώδες: Η απόλαυση που αντλώ από τη δουλειά μου. Τίποτα δεν μπορούσε ν’ αναπληρώσει την ηδονική σχέση μου με τη λογοτεχνία.
Ταγμένη, λοιπόν, στη λογοτεχνική μετάφραση, έκτοτε;
Ταγμένη μέχρις εσχάτων! Είναι η ζωογόνος δύναμη για μένα, η ουσία της ύπαρξής μου.
Ποια η μεγαλύτερη πρόκληση όταν πιάνετε στα χέρια σας, κάθε φορά, βιβλίο για μετάφραση;
Πολλές οι προκλήσεις, αλλά η μεγαλύτερη είναι αυτή του σεβασμού απέναντι στο πρωτότυπο κείμενο. Να μην προδώσω τούτη την «εκλεκτική συγγένεια». Ο συγγραφέας μού εμπιστεύεται το έργο του, την ψυχή του. Οφείλω να το αποδώσω άθικτο, ακέραιο έτσι ώστε ο αναγνώστης να γευτεί στο έπακρο τη σαγήνη του αρχικού κειμένου. Κατά κάποιον τρόπο, πρέπει να του ανοίξω τις πύλες ενός κόσμου, να τον οδηγήσω στα άδυτα του συγγραφέα.
Πώς θα χαρακτηρίζατε την άρτια μετάφραση;
Αρτια είναι, κατά τη γνώμη μου, η «πιστή» μετάφραση σε υφολογικό και νοηματικό επίπεδο, και συνάμα αυτή που εμπεριέχει και την προσωπική ματιά του μεταφραστή, εν ολίγοις ένα κείμενο «αναδημιουργημένο». Λεπτή ισορροπία, που απαιτεί επικίνδυνες ακροβασίες. Από το μετάφρασμα πρέπει να αναδύεται ατόφιο το άρωμα του πρωτοτύπου. Με άλλα λόγια, η φωνή του μεταφραστή να μην σκεπάζει εκείνη του συγγραφέα.
Κάποιο βιβλίο που σας πρόσφερε την πιο συναρπαστική μεταφραστική περιπέτεια;
Σχεδόν όλα! Θα επιλέξω όμως δύο: Τη μνημειώδη βιογραφία του Αλμπέρ Καμύ από τον Ολιβιέ Τοντ (Εκδόσεις Καστανιώτη) και το «Ανάστροφα» του Ζ.-Κ. Ουισμάνς (Εκδόσεις Στερέωμα).
Για το «Ανάστροφα», σας απονεμήθηκε τον Ιούλιο, το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης Εργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα, το οποίο ήρθε να προστεθεί στα δύο προηγούμενά σας. Τι σημαίνουν οι βραβεύσεις για εσάς;
Κάθε βράβευση εν γένει αποτελεί μια αναγνώριση του έργου, της προσπάθειας, του μόχθου. Το Κρατικό Βραβείο είναι η κορωνίδα, είναι η αναγνώριση του μεταφραστή ως δημιουργού. Μεγάλη τιμή για μένα, μεγάλη πρόκληση για το μέλλον.
Αναγνωρίζεται όπως του πρέπει ο μεταφραστής στην Ελλάδα, θεωρείτε;
Ο μεταφραστής θεωρείται παγκοσμίως ένας από τους βασικούς πυλώνες του πολιτισμικού οικοδομήματος. Στην Ελλάδα, αυτό το επάγγελμα του «γλωσσικού διαμεσολαβητή» αρχίζει τα τελευταία χρόνια να γίνεται αποδεκτό, σεβαστό, να τιμάται με βραβεία και διακρίσεις. Δεν ανήκω στην κατηγορία εκείνων που μεμψιμοιρούν. Κάνω αυτή τη δουλειά, δύσκολη και κοπιαστική είναι αλήθεια, γιατί τη λατρεύω, δεν αφήνω τον εαυτό μου να επηρεαστεί από οτιδήποτε το αρνητικό, το ενοχλητικό.
Η επιθυμία να γράψετε κάτι δικό σας, σας έχει τσιγκλήσει ποτέ;
Οχι, ποτέ. Θεωρώ ότι για να «εκτεθεί» κάποιος συγγραφικά θα πρέπει να έχει αυτό το θείο δώρο που αποκαλούμε «ταλέντο», κάτι σπάνιο και ανεπανάληπτο. Νιώθω δέος απέναντι στους αληθινούς συγγραφείς και δεν θα τολμούσα να σταθώ πλάι τους.
Πάτρα -η γενέτειρά σας. Τι κρατάτε από αυτήν; Τι αγαπάτε, τι θα θέλατε να δείτε να αλλάζει;
Κρατώ μνήμες αναλλοίωτες, αγαπημένες. Ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, εφηβικά χρόνια με παρέες, φίλους, βράδια στους κινηματογράφους της πόλης όπου ανακαλύπταμε τον Μπέργκμαν -τότε η Πάτρα είχε υπέροχες κινηματογραφικές αίθουσες-, οι ντισκοτέκ, τα θρυλικά ζαχαροπλαστεία-στέκια της πόλης (Ολύμπια, Βοσινάκης, Παυλίδης, Καραβίτης), τα καλοκαίρια, ο Μαραλέτος στο Ρίον, τα θερινά σινεμά όπου βλέπαμε ταινίες όπως «Η πισίνα» και «Γυμνοί στον ήλιο» με τον Αλέν Ντελόν. Η Πάτρα σήμερα με θλίβει. Εχει χάσει την παλιά γοητεία της, έγινε μια πόλη χωρίς αισθητική. Θα ήθελα να δω τους εμπορικούς δρόμους ν’ αποκτούν ένα αστικό λούστρο, τις πλατείες να γίνονται μικρά πάρκα, πνιγμένα στο πράσινο, να πάψει να είναι μια πόλη όλο καφετέριες, να γίνει μια πόλη με πολλά βιβλιοπωλεία και εστίες πολιτισμού.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News