Το χάσμα των γενεών

Ο Κωνσταντίνος Μάγνης είναι διευθυντής Σύνταξης εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Οι Ελληνες μαθητές έχουν οικτρές επιδόσεις στις εξετάσεις που γίνονται στους κόλπους ενός διεθνούς συστήματος αξιολόγησης, γνωστού πλέον ως PISA. Πρόκειται για ακρωνύμιο και δεν έχει σχέση με την πόλη που κατέστησε παγκοσμίως θρυλική ένας πύργος που δεν εννοεί να πέσει. Κάτι σαν τον Ανδρουλάκη, αλλά στο ψιλόλιγνο. Οικτίρουμε τους νέους και τους καθηγητές τους για το επαναλαμβανόμενο φαινόμενο, που επειδή επαναλαμβάνεται δεν είναι συμπτωματικό. Κάτι δεν πάει καλά στα σχολεία μας.

Πρωτίστως όμως κάτι δεν πάει καλά στο πολιτικό και το κοινωνικό μας σύστημα, εφόσον- ενώ ομολογούμε ότι κάτι δεν πάει καλά στα σχολεία μας- αδυνατούμε να αποπειραθούμε καν να το διορθώσουμε. Δεν προλαβαίνουμε άλλωστε: Μόλις αρχίσει ένας υπουργός τον Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία, είτε πάμε σε εκλογές, είτε κάνουμε ανασχηματισμό, είτε μας πλακώνει στο ξύλο η αντιπολίτευση μαζί με τις συνδικαλιστικές ενώσεις, οπότε τον παίρνει ο αέρας τον Εθνικό Διάλογο. Φέτος πάντως ο υπουργός Πιερρακάκης δρομολόγησε δέσμη μέτρων με στόχο την ενίσχυση της ποιότητας του διδακτικού έργου. Καλή του τύχη.

Ο ετήσιος θόρυβος που γίνεται για τη συστηματική πιστοποίηση της χαμηλής στάθμης των μαθητών μας- την οποία οι εκπαιδευτικοί αμφισβητούν για λόγους ευνόητους- είναι πολύ κολακευτικός για την ελληνική κοινωνία. Αποδεικνύουμε ότι έχουμε περί πολλού τη μόρφωση και την υψηλή κατάρτιση, αν και δεν χρειάζεται ο διαγωνισμός PISA για την απόδειξη αυτή. Οπου και να δεις Ελληνα, κυκλοφορεί με ένα βιβλίο στο χέρι. Στα λεωφορεία, στις ουρές, στα καφέ, στις παραλίες, και φυσικά τις ώρες της ανάπαυλας. Ποια βιβλία έχετε στο κομοδίνο σας; ρωτάει μια εφημερίδα τους νέους συγγραφείς, μέσω ενός κωδικοποιημένου ερωτηματολογίου; Κι εκείνοι δεν απαντούν για λιγότερα από τρία ή τέσσερα, κατά κανόνα πολύ προχωρημένα. Αυτό έλλειπε στο κομοδίνο σου να έχεις μόνο ξυπνητήρι και λαμπαντέρ. Ούτω και οι συμπατριώτες που ανησυχούν για την παιδεία των νέων μας και τη δυνατότητά τους να κατανοούν ένα κείμενο, συντροφεύονται μέχρι βαθείας νυκτός από εκδόσεις παντός περιεχομένου. Σε παίρνει ο ύπνος χωρίς λίγη μυθιστορία, ποίηση, γλωσσολογία και μεσαιωνική ιστορία;

Σε ένα τέτοιο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον είναι να απορεί κανείς πώς οι νέοι μας δυσκολεύονται να καταλάβουν αυτό που τους δίνεις να διαβάσουν, εάν δεν τους το έχει μηρυκάσει για λογαριασμό τους ένας φροντιστής. Ισως πρόκειται για αντίδραση, το κλώτσημα που συνηθίζει η νεολαία στις νουθεσίες και το παράδειγμα των μεγαλύτερων. Βλέπεις τον πατέρα να ξεκοκκαλίζει Βιζυηνό και Παπαδιαμάντη στα ημίχρονα των πλέι οφ ή στα μεσοδιαστήματα του «Σασμού» και του «Ναυαγίου», και περνάς στην αντίπερα όχθη, πιστεύοντας ότι η εποχή μας θέλει ταχύτητα, ρηχότητα, εξυπνάδα, μονολεκτικές συζητήσεις, εξοικείωση με την τεχνολογία και βούλιαγμα τις ελεύθερες ώρες, σε συνδυασμό με νευρωτική παρακολούθηση της διαδικτυακής επικαιρότητας.

Τα μεγάλα κείμενα, αποκαλούμενα κα σεντόνια στη δημοσιογραφική ορολογία, είναι για τους εκκεντρικούς. Αν δεν μπορείς να τα πεις σε μια παράγραφο, όπως ο μέγιστος Κοέλιο, η θέση σου είναι στο παρελθόν. Κάπως έτσι γίνονται τα σχίσματα των γενεών, και ενώ οι ώριμες γενιές μεγαλουργούν ανταποκρινόμενες στη σοφία των προγόνων, οι νεότεροι είναι όχι για την PISA αλλά για τα μπίζα και κάντα κορνίζα και μες το ιμπίζα μπορεί να συμβεί, όπως διδάσκει ο μεγαλειώδης στίχος που απογείωσε την πλούσια εσωτερικότητα των πενηντάρηδων και εξηντάρηδων, οι οποίοι φρίττουν για τον Σνικ και την απήχησή τους στους νέους. Μα είναι μουσική αυτή;