Το κουνέλι και ο μάγος

Ο Κωνσταντίνος Μάγνης είναι διευθυντής Σύνταξης εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ποια είναι η διαφορά της τέχνης από την τεχνική; Μέχρι να τη βρούμε, σας λέμε το όνομα Τάσος Μπιρσίμ.

Τον μνημονεύουν οι πάντες σαν τον τηλεσκηνοθέτη, που έμεινε στην ιστορία της πολιτικής επικοινωνίας σαν μέγας μπαγάσας, χάρη στη δεινότητά του ως προς την χειραγώγηση του τηλεοπτικού μέσου για τις ανάγκες των εντυπώσεων και της προπαγάνδας.

Αλλά τον καιρό, που μεσουρανούσε, η αντίπαλη φατρία είχε μετατρέψει το ονοματεπώνυμό του ως συνώνυμο της ταχυδακτυλουργίας. Είχε κάνει σοβαρές δουλειές, αλλά ποιος τον εξετίμησε γι’ αυτές; Ολοι μιλούν για τον σκηνοθέτη, που αναδείκνυε το μέγα πλήθος και το μέγα πάθος των συγκεντρώσεων του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο διπολισμός, τον οποίο υπηρέτησε ο Μπιρσίμ, δεν επιβλήθηκε διά της βίας. Τον κάναμε σημαία μας, θρησκεία μας, μερικοί και επάγγελμά μας. Οι πιο κυνικοί, τον κάναμε και άποψή μας.

Αναπολούμε τις μέρες, που ως νεόκοποι ρεπόρτερ καλύπταμε οι μεν τις συγκεντρώσεις ΝΔ, οι δε του ΠΑΣΟΚ, ανάλογα το ΜΜΕ, που εργαζόμαστε, έχοντας οι μεν ως αποστολή τους να καταμετρούν πούλμαν μεταφερομένων οπαδών (με αριθμούς κυκλοφορίας τεκμήριο προέλευσης), οι δε να εκθειάσουν τον παλμό και τον όγκο της ανεπανάληπτης συγκέντρωσης! Εξυπακούεται ότι και οι δημοσιευόμενες φωτογραφίες υπηρετούσαν το προαπαιτούμενο, κάνοντας τους οπαδούς να τέρπονται ή και να σιχτιρίζουν, ανάλογα τι διάβαζαν σε σχέση με αυτό που πίστευαν πως έπρεπε να γραφτεί, είτε ήταν αλήθεια είτε όχι. Η αλήθεια υποχωρούσε μπροστά στον κομματικό πατριωτισμό.

Ο Μπιρσίμ δεν ήταν μάγος, απλά κατείχε τα μυστικά του εργαλείου του και επωφελήθηκε της έλξης, που ασκούσε στις μάζες η εικόνα, πολλώ δε μάλλον η εικόνα της ισχύος. Ο ταχυδακτυλουργός στηρίζει την επιτυχία του στην ανάγκη σου να δεις το κουνέλι. Αλλωστε κουνέλι σού δείχνει, δεν ψεύδεται.

Ο Μπιρσίμ αποτύπωνε την εθελούσια διάθεση της μάζας στην κομματοκρατία και τον μεσσιανισμό. Και αποτελούσε πολλαπλασιαστή- καταλύτη του φαινομένου: Η συγκέντρωση αναπαρήγαγε τον εαυτό της, καθώς από ένα σημείο και πέρα δεν ήταν ο Αρχηγός και οι μπαρούφες του μπαλκονιού που αποθεώνονταν, αλλά ο λαός ως σύνολο και ο οπαδός σαν κύτταρο. Αν το 1981 το ΠΑΣΟΚ σάρωσε σαν νομοτελειακό κύμα που θα διαμόρφωνε νέους όρους πολιτικών και κοινωνικών ισορροπιών, η μεταγενέστερη εποχή δεν αφορούσε αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά διατήρησης της εξουσίας στην υψηλή και τη χαμηλή κλίμακα, σε συνδυασμό με μαζική υπόκλιση στη δυναμική των συμβόλων και την παρηγορητική λειτουργία των μύθων, ένα παίγνιο που βρήκε τον αγχωτικό συμπαίκτη και αντιγραφέα του στην περιοχή της Νέας Δημοκρατίας.

Σημαίες από νάιλον: Τις είχε τραγουδήσει ο Σαββόπουλος πολύ πριν δούμε σημαίες στις συγκεντρώσεις των μεγάλων αρχηγών. Ο στίχος κατέληγε: Ο κόσμος- δεν έχει τίποτε να χάσει- και τίποτε να βρει. Απ! Εδώ αστόχησε ο προφήτης. Βρήκαμε. Πώς δεν βρήκαμε. Και από χασούρα, άλλο τίποτα. Αλλά βρήκαμε το θαυμάσιο άλλοθι της αντισυστημικής στάσης και της αποχής, στις οποίες πρωτοστατούν άνθρωποι που παλιά ήταν έτοιμοι να σε καρυδώσουν αν τους έθιγες το κόμμα. Ολοι βρίζουμε όλους, και κυρίως το κράτος, τα μέσα ενημέρωσης, την Ευρώπη και τους άλλους οδηγούς.

Ο Μπιρσίμ έφυγε από τη ζωή ενώ είχε πάψει να είναι απαραίτητος: Κατέπεσε η πολιτική, συμμαζεύτηκαν τα μεγέθη, οι πολιτικοί επιδίδονται σε ατακομαχίες που γράφουν στα κοινωνικά δίκτυα. Και ήδη ζεσταίνεται η τεχνητή νοημοσύνη. Θέλεις εικόνα; Πάρε εικόνα. Θέλεις πλήθος; Πάρε και πλήθος. Πάρε το ολόγραμμά του. Θέλεις και Ελλάδα νέα; Πάρε και μια Ελλάδα νέα. Θέλεις και Αντρέα; Οχι, Αντρέα δεν θα πάρεις. Αν θέλεις κουλούρι, πάντως, κάτι μπορεί να γίνει, εάν θυμάστε το ανέκδοτο.