Βασίλης Σκουντής συζητώντας με την «Π»: «Σοκάρει η πλήρης αδιαφορία των κάτω των 40» ΒΙΝΤΕΟ

Ο Βασίλης Σκουντής παραχώρησε συνέντευξη στην στην «Π». Τα πρώτα βήματα στη δημοσιογραφία, τα Ευρωμπάσκετ, οι Ολυμπιακού Αγώνες της Αθήνας, οι νέες τεχνολογίες και φυσικά το ΠΑΣΟΚ

Βασίλης Σκουντής συζητώντας με την «Π»: «Σοκάρει η πλήρης αδιαφορία των κάτω των 40» ΒΙΝΤΕΟ

Βασίλης Σκουντής. Ενα όνομα, μια ιστορία. Μια φωνή συνδεδεμένη με ιστορικές αθλητικές στιγμές και μια πένα αξεπέραστη που συνεπαίρνει τον αναγνώστη. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «Π», μιλά για την έναρξη της καριέρας του, τα πρώτα δημοσιογραφικά του βήματα ως μαθητής-εκδότης, τις εμπειρίες του από μεγάλα αθλητικά γεγονότα όπως το Ευρωμπάσκετ του 1987 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, αλλά και τη σχέση του με τη σύγχρονη δημοσιογραφία, την τηλεόραση, το διαδίκτυο και τις νέες τεχνολογίες. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στη γοητεία της πολιτικής, την εμπλοκή του στο ΠΑΣΟΚ και τη σημασία του αθλητισμού για τη νέα γενιά.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟ ΛΟΥΛΟΥΔΗ ΚΑΙ ΓΙΩΡΓΟ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟ

-Θ.Λ.: Πώς ξεκίνησες με τη δημοσιογραφία και με την αθλητική δημοσιογραφία. Ποια ήταν τα πρώτα βήματα;
Δεν ήταν πάντως κάτι τυχαίο. Πολλοί λένε ότι ξεκίνησαν «κατά τύχη», όμως εγώ το ήθελα πολύ. Από νωρίς, παρότι δεν μεγάλωσα μέσα στα γήπεδα –πήγα για πρώτη φορά ουσιαστικά ως δημοσιογράφος– είχα ξεκάθαρη επιθυμία. Μεγάλωσα στη Νίκαια, με καταγωγή από το Ρέθυμνο, όπου ζω πλέον μόνιμα.
Την εποχή εκείνη κυκλοφορούσε η φήμη για έναν νεαρό, 16-17 ετών, τον Παναγιώτη Γιαννάκη, που ξεχώριζε για το σπάνιο ταλέντο του. Κάπως έτσι μπήκα στο «μικρόβιο». Στο σχολείο, στην Ιωνίδειο, έβγαζα μια παράνομη, χειρόγραφη σατιρική εφημερίδα με τίτλο «Εύθυμος Κόσμος», όπου σατιρίζαμε καθηγητές. Ηταν τα ανήσυχα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, το 1978, και αυτό μου κόστισε αποβολές και διαγωγή κοσμία.
Αργότερα προχωρήσαμε σε έντυπη μαθητική εφημερίδα. Δεν ήταν ακριβώς πολιτικά τοποθετημένη, αλλά εξέφραζε το επαναστατικό κλίμα της εποχής, ιδιαίτερα στη μαθητική νεολαία. Θυμάμαι ότι είχαμε καλέσει τον Αντώνη Σαμαράκη και είχαμε οργανώσει εκδήλωση για το Νόμπελ του Ελύτη -για τα δεδομένα της εποχής, ήταν κάτι πρωτοποριακό.

-Θ.Λ.: Αρα ξεκίνησες ως εκδότης.
(γέλια) Ως εκδότης. Σωστό. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό, ότι έχω υπάρξει ανήλικος εκδότης.

-Θ.Λ.: Από το 1977 έως σήμερα είναι μεγάλη η πορεία. Αν ζητούσα να διαλέξεις δύο – τρεις μεγάλους σταθμούς;
Αυτό είναι πάντα δύσκολο να απαντηθεί. Ο αθλητισμός έχει ένα σπάνιο, ίσως μοναδικό προνόμιο: δημιουργεί εικόνες και γεννά συναισθήματα που εναλλάσσονται διαρκώς και δύσκολα συναντάς αλλού στον δημόσιο βίο. Γι’ αυτό και μου είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω μία στιγμή.
Πάντα λέω, ακόμη και στις σχολές όπου διδάσκω νέους που θέλουν να γίνουν δημοσιογράφοι, ότι το επάγγελμα –το οποίο εγώ δεν το βλέπω ποτέ ως επάγγελμα αλλά ως χόμπι– απαιτεί πάθος. Ισως γι’ αυτό, παρότι βρίσκομαι κοντά στη σύνταξη, δουλεύω πιο φανατικά και πιο συγκεντρωμένα απ’ ό,τι όταν ήμουν πιτσιρικάς.
Η πρώτη μου μετάδοση ήταν το 1985, όμως σε συλλογικό επίπεδο οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν τεράστια ιστορία. Είχα την τιμή να έχω κομβικό ρόλο στους Αγώνες της Αθήνας το 2004, δουλεύοντας επτά χρόνια για να στηθεί μια ομάδα που θα ανταποκρινόταν στα υψηλά στάνταρ της ΔΟΕ. Φυσικά, ξεχωρίζουν το Ευρωμπάσκετ του 1987, που κανείς δεν περίμενε, και εκείνο του 2005, με την επική ανατροπή.
Τελικά, κάθε δημοσιογράφος –ακόμη και ένας αρχάριος– έχει πολλές στιγμές να καταθέσει. Αυτό είναι το μεγαλείο του αθλητισμού και το προνόμιο της δημοσιογραφίας.

-Γ.Α.: Εχεις περάσει στον κόσμο σαν τηλεοπτικός, αλλά κι εσύ γραφιάς είσαι. Η επαγγελματική αρχή πώς έγινε; Σε πήρε κάποιος από το χέρι ή με εξευγενισμένο θράσος χτύπησες πόρτες;
Καμία αμφιβολία: γραφιάς γεννήθηκα. Δεν έκανα αυτή τη δουλειά κατά τύχη, την επεδίωξα. Αν μου έθετες ποτέ το δίλημμα εφημερίδα ή τηλεόραση, η απάντηση θα ήταν ξεκάθαρη: εφημερίδα. Μπορεί να λένε ότι οι εφημερίδες πεθαίνουν, όμως εγώ ζω γι’ αυτές. Το καθημερινό μου άγχος είναι να τις βρω και να τις διαβάσω.
Η δημοσιογραφία με γοήτευε από μικρός. Είχα κλίση στα φιλολογικά, μου άρεσε όλο αυτό το «αλισβερίσι» της ενημέρωσης, όχι απλώς επειδή έγραφα καλές εκθέσεις. Τότε οι δημοσιογράφοι απολάμβαναν κύρος και σεβασμό. Η περιοχή γύρω από την Ομόνοια και την Πειραιώς ήταν ο πραγματικός «ναός του Τύπου», με όλες τις μεγάλες εφημερίδες συγκεντρωμένες εκεί.
Με κοντό παντελονάκι, στην οδό Γερανίου, έψαχνα πού να χωθώ. Μπροστά μου βρέθηκαν τα «Παναθηναϊκά Νέα» και λίγο πιο πάνω το «Φως». Ξεκίνησα από τα «Παναθηναϊκά Νέα», που ήταν μεγάλο σχολείο, δουλεύοντας σκληρά. Ακολούθησε η «Βραδυνή» το 1980 και στη συνέχεια το «Εθνος», που κυκλοφόρησε μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στον ελληνικό Τύπο.

-Θ.Λ.: Ας πούμε για το μέλλον της δημοσιογραφίας. Ξεκίνησε στο Netflix ένα ντοκιμαντέρ για τα εκατό χρόνια του New Yorker. Ο εκδότης είπε: «Θα υπάρχουμε και για έναν ακόμη, ίσως και για δύο αιώνες». Και αυτό γιατί κάνουμε δημοσιογραφία με απόλυτο τρόπο. Διαθέτουν ειδικό τμήμα ελέγχου και διασταύρωσης των γεγονότων. Ποιο είναι το μέλλον;
Ακούγεται ανεκδοτολογικό. Στην εποχή της ταχύτητας, όπου αναρτώνται λάθος ονόματα, ημερομηνίες και γεγονότα, ακόμη και παραχαράξεις ή δολοφονίες χαρακτήρων, το να «δουλεύεις» μια είδηση για μία-δύο μέρες θα ήταν το ευκταίο. Δεν ξέρω, όμως, αν στη χώρα μας -με το μεσογειακό ταμπεραμέντο και τη διαρκή πρεμούρα που μας χαρακτηρίζει- κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει πραγματικότητα.

-Θ.Λ. Ποιο είναι λοιπόν το μέλλον της δημοσιογραφίας γενικά και της αθλητικής ειδικά στην Ελλάδα;
Η εύκολη απάντηση θα ήταν ότι το μέλλον είναι αβέβαιο, όμως δεν την αποδέχομαι. Προτιμώ να πιστεύω σε αυτό που θα έπρεπε να είναι ο στόχος: ότι η καλή δημοσιογραφία δεν θα πεθάνει, παρότι δέχεται συνεχόμενα χτυπήματα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ήρθε το διαδίκτυο και άλλαξε τα πάντα. Κάποτε, για να βρεις πληροφορίες για μια ευρωπαϊκή κλήρωση, χρειαζόσουν διασυνδέσεις και τηλεφωνήματα στο εξωτερικό. Σήμερα, με ένα κλικ, έχεις μπροστά σου στοιχεία, ιστορία και αποτελέσματα. Η δουλειά έγινε πιο εύκολη, αλλά ο ανταγωνισμός σκληρότερος, οι δημοσιογράφοι περισσότεροι και οι θέσεις εργασίας δραματικά λιγότερες.
Στην GoalNews δούλευαν 16 άνθρωποι μόνο για το μπάσκετ· πριν κλείσει, είχαν απομείνει δύο που κάλυπταν ταυτόχρονα και το site. Γι’ αυτό, πέρα από συντεχνιακές λογικές, προτεραιότητα πρέπει να είναι η διάσωση των θέσεων εργασίας, ώστε όσοι ονειρεύονται να γίνουν δημοσιογράφοι να έχουν προοπτική.
Σήμερα προστίθεται και η τεχνητή νοημοσύνη, που απειλεί να αλλοιώσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία, όπως έκαναν νωρίτερα το διαδίκτυο και τα social media. Το ζητούμενο είναι πώς η σωστή, ποιοτική δημοσιογραφία θα αντέξει και θα προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα.

Θ.Λ. – Γ.Α. Ποια είναι η σωστή σήμερα η δημοσιογραφία; 
Σήμερα, ουσιαστικά, «παραγγέλνεις» ένα θέμα στην τεχνητή νοημοσύνη. Της λες, για παράδειγμα, να γράψει για έναν αγώνα Παναχαϊκή – Πανηλειακό και σου επιστρέφει έτοιμο κείμενο. Προσωπικά δεν την έχω χρησιμοποιήσει ποτέ και ελπίζω να μη χρειαστεί.
Ενας φίλος, για να με τρολάρει αλλά και να μου δείξει τη δύναμη της τεχνολογίας, έγραψε πρόσφατα: «Μπαρτσελόνα – Αρης, κείμενο όπως θα το έγραφε ο Σκουντής». Μου παρουσίασε ένα κείμενο με δικές μου εκφράσεις και τον τρόπο που συνηθίζω να γράφω. Εκείνη τη στιγμή πήγα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο.

-Γ.Α.: Δεν μπορεί όμως να κάνει ψυχογράφημα, για παράδειγμα αυτό που κάνει ο Σκουντής στον Μπαρτζώκα ή στον Ομπράντοβιτς.
Πριν από λίγες εβδομάδες ο Γιώργος Μπαρτζώκας είπε, έστω και χαριτολογώντας, ότι όσο μπαίνει η τεχνητή νοημοσύνη, ο ρόλος του προπονητή -όπως και σε άλλα επαγγέλματα- υποβαθμίζεται, φτάνοντας στο σημείο να αναρωτιόμαστε αν κάποτε θα μας αντικαταστήσει ένα ρομπότ στον πάγκο. Κανείς δεν ξέρει τι κοσμογονικό μπορεί να συμβεί στο μέλλον.
Για μένα, όμως, η μόνη πραγματική άμυνα της δημοσιογραφίας είναι η παραγωγή καλής δημοσιογραφίας. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Το έλεγαν μεγάλοι δάσκαλοι του χώρου, όπως ο Φιλιππόπουλος, ο Λέων Καραπαναγιώτης και ο Πασαλάρης, άνθρωποι που είχα την τύχη να έχω καθοδηγητές.
Οταν ξεκίνησε η επέλαση του ίντερνετ, έλεγαν ότι η δημοσιογραφία από το «τι έγινε» πέρασε στο «ποιος το έκανε» και αργότερα άλλαξε ξανά με τα περιοδικά και το lifestyle. Οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες και δεν πρέπει να τις φοβόμαστε. Ομως μια καλή συνέντευξη, ένα δυνατό άρθρο, ένα σχόλιο ή μια σοβαρή έρευνα θα βρίσκουν πάντα τη θέση τους σε εφημερίδες που θέλουν και μπορούν να υπηρετήσουν την ποιότητα.

 -Γ.Α.: Εδώ μπαίνει το ερώτημα: πότε ένιωθες πιο ελεύθερος στη γραφή και στην εκφορά του λόγου, τότε εκείνα τα χρόνια ή τώρα;
Μπορεί να είμαι τυχερός, γιατί τα τελευταία δύο χρόνια δεν δουλεύω σε εφημερίδα, αλλά στην τηλεόραση και σε site. Ωστόσο, πέρασα από πολλά σημαντικά «μαγαζιά» της ελληνικής δημοσιογραφίας –όπως τα «Νέα», το «Βήμα», το «Εθνος» και τον «Ελεύθερο Τύπο»– που είχαν σχέσεις με το κράτος ή το Δημόσιο. Εκεί δούλεψα χωρίς ποτέ να αντιμετωπίσω την παραμικρή πίεση, παρατήρηση ή απειλή απόλυσης για το τι έγραφα. Από αυτή την άποψη, νιώθω πραγματικά τυχερός.

-Θ.Λ.: Στην καριέρα σου έχεις συνομιλήσει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με τεράστιες προσωπικότητες. Πες μας μια ιστορία.
Υπάρχουν προσωπικότητες –και εδώ μου πατάς ευαίσθητο σημείο. Δεν ξέρω αν είμαι καλός ή ταλαντούχος δημοσιογράφος· ξέρω όμως ότι έχω μια διαδρομή 47 χρόνων και νιώθω ευλογημένος που γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους. Πέρα από τα αθλητικά βιβλία που έγραψα, αυτό που κρατώ περισσότερο είναι οι συναντήσεις και οι συνομιλίες με μεγάλες προσωπικότητες, όχι μόνο του αθλητισμού.
Μια συνέντευξη που δεν θα ξεχάσω ποτέ –και έχει σχέση και με την Πάτρα– έγινε το 1997. Δούλευα τότε στον «Κόσμο των Σπορ» και, με αυτό που λέμε «εξευγενισμένο θράσος», ζήτησα συνέντευξη από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο. Μου είπαν ότι ο Πρόεδρος δεν δίνει συνεντεύξεις, «συνομιλεί». Μπήκα μέσα και με κράτησε τρεις ώρες. Μιλήσαμε για τον Ναυτικό Ομιλο Πατρών, την Παναχαϊκή, το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ. Ζήτησα άδεια να δημοσιευτεί και μου είπε «κάνε ό,τι θέλεις». Βγήκε τέσσερις σελίδες.
Αυτό είναι που αγαπώ στις συνεντεύξεις. Προσπαθώ να ξεκλειδώσω τις ψυχές των ανθρώπων, όχι για τα «κλικ», αλλά για να πουν κάτι αληθινό, ίσως κάτι που δεν έχουν ξαναπεί. Είναι μια αμφίδρομη διαδικασία: να νιώσουμε άνετα και οι δύο, σαν να γνωριζόμαστε χρόνια.
Ετσι έζησα μεγάλες στιγμές με κορυφές του παγκόσμιου αθλητισμού: από τον Γκάλη και τον Ιωαννίδη μέχρι τον Ομπράντοβιτς, τον Ράτζα, τον Πελέ. Κάθε κουβέντα ήταν ένας νέος κόσμος. Και τελικά, όλα κρίνονται από τον χειρισμό του δημοσιογράφου: όχι το πού θα πάει τη συζήτηση, αλλά το πώς θα κάνει τον άλλον να ανοιχτεί και να μιλήσει χωρίς φόβο.

-Θ.Λ.: Να πάμε στο σήμερα του μπάσκετ. Ηρθε μια επιτυχία για την Εθνική. Εχουμε δύο από τις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης. Συνολικά πώς πηγαίνουμε ως χώρα;
Υπάρχει μια δημόσια εικόνα για Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό που είναι θετική, καθώς και οι δύο πρωταγωνιστούν στην Ευρωλίγκα, με διαδοχικές παρουσίες στο Final Four. Ο Παναθηναϊκός επέστρεψε στο Βερολίνο μετά από 10 χρόνια και κατέκτησε τον τίτλο για 7η φορά. Και οι δύο ομάδες έχουν σοβαρές πιθανότητες να είναι στο επόμενο Final Four τον Μάιο.
Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ομάδων και των υπόλοιπων ελληνικών ομάδων, που πολλές φορές φαίνεται σοκαριστική. Η παρουσία πολλών ξένων παικτών –κάθε ομάδα μπορεί να χρησιμοποιήσει έως έξι– σπάει τους ελληνικούς κορμούς, που είναι η βάση ανάπτυξης του μπάσκετ. Παρά την επιτυχία της εθνικής ομάδας στη Ρίγα πέρυσι, με την κατάκτηση του Χάλκινου Μεταλλίου και την παρουσία του Γιάννη Αντετοκούνμπο, πολλοί Ελληνες παίκτες δεν αγωνίζονται πλέον στην Ελλάδα, ιδίως τα νεαρά ταλέντα 20-21 ετών, που επέλεξαν να παίξουν σε αμερικανικά κολέγια αντί για ελληνικές ή ευρωπαϊκές ομάδες.
Μάλιστα, ακόμη και βασικοί της εθνικής ομάδας, όπως ο Βασίλης Τολιόπουλος, έχουν ελάχιστο χρόνο συμμετοχής στον Παναθηναϊκό στην Ευρωλίγκα, γεγονός που προκάλεσε εξηγήσεις από τον προπονητή Αταμάν. Είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: η υποστελέχωση από Ελληνες παίκτες και η ανισορροπία στο ελληνικό μπάσκετ παραμένουν σοβαρά ζητήματα.

-Θ.Λ.: Μετά το 1987 αναπτύχθηκε ένα μαζικό κίνημα και πολλοί νέοι στράφηκαν στον αθλητισμό. Σήμερα, όμως, η συμμετοχή σε μαζικό επίπεδο έχει μειωθεί σημαντικά, όπως και η βάση για τον αγωνιστικό αθλητισμό, παρόλο που υπάρχουν επενδύσεις επιχειρηματιών. Τα σωματεία και ο τεχνικός αθλητισμός δεν αναπτύσσονται αντίστοιχα, κάτι που δεν ισχύει σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου συνυπάρχουν και τα δύο.
Είναι διαφορετικά δομημένος όμως ο αθλητισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες.

-Θ.Λ.: Είναι ο οδηγός για μας;
Σήμερα αντιμετωπίζουμε διάφορα μοντέλα ανάπτυξης αθλητών, αλλά κανένα δεν είναι εύκολο να υιοθετηθεί στην Ελλάδα. Υπήρχαν τα αμερικανικά κολέγια και high school, τα μοντέλα των ανατολικών χωρών με τον ελεγχόμενο αθλητισμό μέσω στρατού και σωμάτων ασφαλείας, αλλά στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ουσιαστικά σχολικός ή πανεπιστημιακός αθλητισμός. Το πείραμα με τα αθλητικά σχολεία δεν απέδωσε.
Παρόλα αυτά, στις Ακαδημίες υπάρχουν αρκετά παιδιά που ανταποκρίνονται με προθυμία, συχνά με την καθοδήγηση των γονέων τους, οι οποίοι βλέπουν σε αυτά ό,τι δεν κατάφεραν οι ίδιοι. Παράλληλα, υπάρχουν παραμελημένες πλευρές: πολλά σωματεία χρησιμοποιούν τις Ακαδημίες για να στηρίζουν οικονομικά τις ανδρικές και γυναικείες ομάδες τους, κάτι που απαιτεί διαχείριση.
Το πρόβλημα είναι γενικό, είτε σε εγκαταστάσεις ή αθλητικές καταστάσεις. Η Πάτρα το γνωρίζει καλά αυτό και φαίνεται έντονα λόγω του πλήθους σωματείων και της έλλειψης συγχωνεύσεων ομάδων στην ίδια περιοχή. Οι προσπάθειες συγχώνευσης στην Ελλάδα συνήθως αποτυγχάνουν, δημιουργώντας φαύλους κύκλους, αποτέλεσμα της «αρχομανίας» και της έλλειψης γενικής κουλτούρας συνεργασίας και οργάνωσης στον ελληνικό αθλητισμό.

-Γ.Α.: Να βάλουμε στην κουβέντα και το πόλο;
Εχω αδυναμία στο πόλο. Μπορώ να εκφραστώ ελεύθερα; Το μπάσκετ είναι η επίσημη συμβία μου και το πόλο η… γκόμενά μου. Πριν τρία-τέσσερα χρόνια έγινα μέλος του ΔΣ της Κολυμβητικής Ομοσπονδίας Ελλάδας, μάλιστα δεύτερος σε ψήφους.
Λατρεύω το πόλο γιατί έχει μεγάλη παράδοση και συνεχείς επιτυχίες, τόσο σε συλλογικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Είναι συγκλονιστικό άθλημα, αλλά υποτιμημένο τηλεοπτικά, εμπορικά και υποδομικά. Οπως έλεγε ο Στιβ Γιατζόγλου, όταν ο Ολυμπιακός πήρε τον Βενετόπουλο με 50 εκατομμύρια, ουσιαστικά πλήρωσε μόνο για το κεφάλι του, γιατί στο πόλο φαίνεται μόνο αυτό. Παρ’ όλα αυτά, το πόλο φέρνει τις μεγαλύτερες επιτυχίες και μας ταιριάζει πολύ.
Είναι λίγο οξύμωρο ότι δεν το εκτιμάμε όσο θα έπρεπε.

-Θ.Λ.: Είσαι ενεργός στη δουλειά σου και πολύ πετυχημένος. Εδώ και χρόνια όμως ασχολείσαι και με την πολιτική.
Με ρώτησε προχθές ο Βαγγέλης Παπαλιός, ο εκδότης: «Εχεις τελειώσει από τη δημοσιογραφία;». Δεν υπάρχουν δύο δρόμοι, μια διχάλα. Το 2023 δεν θα το έκανα για κανένα λόγο, παρά μόνο για την πατρίδα μου, το Ρέθυμνο, και κατέβηκα υποψήφιος βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ. Σήμερα, έχω την τιμή να είμαι υπεύθυνος του Τομέα Αθλητισμού του ΠΑΣΟΚ.
Η ενασχόληση με τα κοινά έχει γοητεία, ανεξαρτήτως θέσης –απλός στρατιώτης ή στρατηγός. Αφουγκράζεσαι τον κόσμο, ιδιαίτερα στον αθλητισμό που είναι τόσο δημοφιλής. Ανεξάρτητα από το αν κάποιος τον βλέπει επαγγελματικά, πολιτικά ή συμφεροντολογικά, δεν υπάρχει άλλο κομμάτι της ζωής που να αφορά τόσους πολλούς: στα γήπεδα, στις ακαδημίες ή ακόμα και στο στοίχημα.
Υπάρχουν δύο συνδρομητικές πλατφόρμες, το μέγεθος είναι κοσμογονικό. Παράλληλα, υπάρχει και πεδίο για δράση, γιατί τα προβλήματα είναι πολλά.
-Γ.Α.: Βλέπεις τον εαυτό σου ως μια σύγχρονη εκδοχή Ορφανού ή Ιωαννίδη στο υφυπουργείο Αθλητισμού;
Δεν το ξέρω αυτό.

-Θ.Λ.: Ας υποθέσουμε ότι γίνεται. Ερχονται εκλογές, εκλέγεσαι και σου αναθέτουν καθήκοντα υπουργού Αθλητισμού. Ποιες οι πρώτες ενέργειες;
Πρέπει να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, καθώς υπάρχουν πολλές γκρίζες ζώνες και θολά σημεία. Δεν λέω πως φταίει συγκεκριμένα κάποιος -ο σημερινός υπουργός Βρούτσης ή κάποιος άλλος. Ο αθλητισμός απευθύνεται και σε ευαίσθητα κοινωνικά στρώματα, όπως τα παιδιά, και πρέπει να ενσωματώνει τη συμπερίληψη.
Πρέπει να διαχειριστείς τον επαγγελματία αθλητή, όπως τον Αντετοκούνμπο, μαζί με ένα παιδί ΑμεΑ ή με ένα παιδί που δεν έχει γήπεδο στο χωριό του και πρέπει να διανύσει 50 χιλιόμετρα με τον γονιό για προπόνηση. Είναι πολλά τα θέματα που χρειάζονται σαφή όρια.

-Θ.Λ.: Αρα νοικοκυριό;
Νοικοκυριό θα έλεγα, ναι. Ενα ξεκαθάρισμα.

-Θ.Λ.: Θα είσαι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές;
Δεν το ξέρω ακόμα, ειλικρινά.

-Γ.Α.: Οι σχέσεις σου με τον Νίκο Ανδρουλάκη; Υπάρχει κάποιο κόλλημα;
Αριστες. Απλώς πρέπει να κατασταλάξω εγώ.

Θ.Λ.: Ποια είναι η γνώμη σου για την πολιτική στην Ελλάδα σήμερα; Με την εμπειρία σου, πώς τα βλέπεις τα πράγματα, τι συζητάς με συναδέλφους σου στο εξωτερικό;
Διακονώ έναν χώρο που εξ ορισμού περιλαμβάνει την κριτική, αλλά πρέπει να αποδεικνύεις ότι δεν είσαι «ελέφαντας». Αν εκφράζεις μια θέση ως δημοσιογράφος, πρέπει να μπορείς να την υποστηρίξεις χωρίς να φανεί ότι υπεισέρχεται κομματικός μανδύας ή σκοπιμότητα.
Σοκάρουν τα πορίσματα ερευνών για την πλήρη αδιαφορία της νέας γενιάς έως 40 ετών, που ψάχνεται ή έφυγε στο εξωτερικό. Καμία κυβέρνηση, τώρα η Νέα Δημοκρατία, δεν πρέπει να αντιμετωπίζει το κράτος σαν «λάφυρο». Το κράτος πρέπει να λύνει προβλήματα, όχι να δημιουργεί περισσότερα.
Ο αθλητισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη νέα γενιά. Είναι ανησυχητικό πόσο αποστρέφονται οι νέοι την πολιτική. Από την περίφημη πολιτικοποίηση φτάσαμε στους απολιτίκ και μεταπολιτίκ -κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν λέω να επιστρέψουμε στα πάθη της δικής μας γενιάς μετά τη μεταπολίτευση, αλλά η πολιτική θα έπρεπε να λύνει προβλήματα, όχι να αναπαράγει συγκρούσεις.

-Θ.Λ.: Μπορείς να κάνεις πρόβλεψη τι θα συμβεί τα επόμενα δέκα χρόνια; Πού πάει το πράγμα;
Δεν το ξέρω. Να παραστήσω το Νοστράδαμο και να είμαι απαισιόδοξος; Δεν το θέλω. Χρειάζεται ένα φρεσκάρισμα που δεν είναι ντε και καλά ηλικιακό, αλλά βλέπουμε και τι συμβαίνει στον υπόλοιπό κόσμο. Χρειαζόμαστε φρεσκάρισμα σε ιδέες και πρακτικές περισσότερο.

 

 

 

 

Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη

Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.

Viber: +306909196125