30 χρόνια Μάαστριχτ: Γι’ αλλού κινήσαμε κι αλλού βρεθήκαμε

Του Λυκούργου Σταυρουλόπουλου, Νεοεκλεγείς περιφερειακός σύμβουλος Αχαΐας.

Τέτοιες μέρες, τον Νοέμβριο του 1993, οι Εθνικές Κυβερνήσεις των χωρών- μελών της ΕΟΚ ξεκινούσαν την προσπάθεια να υλοποιήσουν τη σημαντικότερη Συμφωνία στην Ιστορία της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Τη Συνθήκη που υπογράφτηκε στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας και αποτέλεσε την ιδρυτική Διακήρυξη της ΕE όπως την ξέρουμε σήμερα. Στο εξαιρετικά αναλυτικό κείμενό της επιχειρήθηκε να θεσπιστούν οι κανόνες που θα έφερναν τους Ευρωπαίους εταίρους πιο κοντά σε Οικονομικό & Πολιτικό Επίπεδο.

Οικονομικά, η Συνθήκη του Μάαστριχτ -ετυμολογικά σημαίνει πέρασμα στον ποταμό Μεύση- άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία του ευρώ. Με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που κλήθηκε να διαφυλάξει τη σταθερότητα των τιμών, θεσπίστηκε μια σειρά κανόνων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το ευρώ θα λειτουργούσε στην πράξη. Οι κανόνες αυτοί περιλαμβάνουν και τον τρόπο προσδιορισμού κατά πόσον μια χώρα είναι έτοιμη να ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ.
Πολιτικά, η Συνθήκη θεμελίωσε την Ενωση σε τρεις πυλώνες:

Της Ενιαίας Αγοράς, της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας και της Δικαιοσύνης – Εσωτερικών Υποθέσεων.

Παρά την ενθουσιώδη υποδοχή της νέας πραγματικότητας, με την πάροδο του χρόνου οι διαδοχικές οικονομικές κρίσεις και κυρίως το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στις χώρες του Βορρά και του Νότου κατέστησαν το περιβόητο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης προβληματικό, ενώ το πανδημικό σοκ των τελευταίων 3 ετών το κατέστησε τελικά ανεφάρμοστο.

Πέρα από την πολυπλοκότητα που ούτως ή άλλως εμπεριείχε το όλο εγχείρημα, δύο βασικά αγκάθια παραβλέφθηκαν εν γνώσει των ιθυνόντων:

Πρώτον, η ανέφικτη στην πράξη «Ελευθερία Διακίνησης Εργατικού Δυναμικού».
Δεύτερον, τα λεγόμενα «Ασυμμετρικά Σοκ», που συνοψίζονται στην ιδέα ότι δεν μπορούν να ενοποιηθούν Οικονομίες χωρών που βρίσκονται σε διαφορετική φάση, επομένως έχουν και διαφορετικές ανάγκες.

Η εμμονή με την ανταγωνιστικότητα και οι αποκλίσεις και ανισότητες που παρήγαγε έφεραν ακριβώς το αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Στο ξέσπασμα της κρίσης, τo κοινό νόμισμα περισσότερο διαίρεσε τους Ευρωπαίους παρά τους ενοποίησε, όπως είχε προβλέψει ο διάσημος οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν και αποτέλεσε έναν «δημοσιονομικό ζουρλομανδύα», για να θυμηθούμε τα λόγια του οικονομολόγου Νίκου Κυριαζίδη.

Κι έτσι φτάσαμε στο σημείο η ΕΕ αναζητεί μια νέα Συνθήκη με φόντο τις τεράστιες επενδυτικές ανάγκες και τις οικονομικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο έχει ήδη καταλήξει στην πρότασή του που συνοψίζεται στα εξής:

> Δημιουργία μιας «κεντρικής δημοσιονομικής δυνατότητας» που θα επιδοτεί τους στρατηγικούς στόχους της Ενωσης (π.χ. πράσινη ανάπτυξη και ψηφιακή οικονομία).

> Απλοποίηση των κανόνων δημοσιονομικής εποπτείας (διατήρηση δημοσίου χρέους στο 60% του ΑΕΠ).

> Περίοδο Χάριτος 30 ετών για σύγκλιση προς τον στόχο.

Σκοπός είναι η επίτευξη ευρείας συναίνεσης. Κλειδί θα αποτελέσει η μεταστροφή των χωρών του Νότου -ανάμεσά τους και η Ελλάδα- οι πολίτες των οποίων παραμένουν ευρωπαϊστές, αντιλαμβάνονται όμως την ευρωπαϊκή πραγματικότητα περισσότερο ως «άκρατο ανταγωνισμό παρά ως συνεργασία για την επίτευξη πολιτικής συνοχής» (σ.σ. Δημοσκόπηση Ινστιτούτου Yougov της Κομισιόν).

Το βέβαιο είναι ότι 30 χρόνια μετά, το Μάαστριχτ δεν φαντάζει ακριβώς ως φάρος ελπίδας για τους λαούς της Ευρώπης.

Η ΕΕ χρειάζεται ένα νέο Οραμα και το χρειάζεται τώρα.