Αντίσταση κατά της αντίστασης

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Αντίσταση

Η χρήση της λέξης «μπάτσος» είναι κακόγουστη και ανόητη, όχι επειδή προσβάλλει τον αστυνομικό, αλλά επειδή συνιστά φτηνιάρικη, εξυπνακίστικη και τσάμπα επίδειξη φιλελεύθερου και δημοκρατικού πνεύματος. Αποτυπώνει παραλλήλως και την αντιφατική σχέση των νεοελλήνων με την ιδέα της αστυνόμευσης. Όταν μας κλέβουν, διαμαρτυρόμαστε γιατί αργεί η αστυνομία. Όταν ο αστυνομικός μας θέτει ενώπιον κανονισμών και νόμων, αυτόματα γίνεται μπάτσος. Μπάτσος γίνεται επίσης όταν παρεμποδίζει μια διαδήλωση, αλλά γίνεται αστυνομικός όταν κάποιοι διαδηλωτές κατακαίουν το σύμπαν: Πού είναι η αστυνομία για να προστατεύσει τις περιουσίες και το Πολυτεχνείο;

Ναι, υπάρχει ένα παρελθόν με το περίφημο αστυνομικό κράτος προγενέστερων εποχών. Αλλά κάτι μας λέει πως οι άνθρωποι που κατ’ εξοχήν το υπέστησαν είναι πιο σεβαστικοί με τη σημερινή αστυνομία, όχι βέβαια επειδή διατηρούν το ανακλαστικό του φόβου- αψήφησαν τον φόβο όταν θα ήταν δικαιολογημένο να μην τον αψηφούν- αλλά επειδή βλέπουν τη σαφή διαφορά. Σήμερα, όποιος αυτοεμφανίζεται ως δημοκρατικό στοιχείο καταφρονώντας την αστυνομία, είναι μάλλον ένας κοινός φιγουρατζής, που κινούνται ακόμα στην κεκτημένη ταχύτητα της μεταδικτατορικής αναδρομικής σιγουρατζίδικης αντίστασης του ανεκδότου, της δρυός πεσούσης. Προτιμάμε τον «μπάτσο» του πρωτοκόλλου και του κανονισμού, από τον δηθενατζή πολιορκητή του κατακτημένου κάστρου.

Ναι, η αστυνομία πολύ συχνά εμφανίζει ένα ανελαστικό, γραφειοκρατικό πρόσωπο, που δεν την κολακεύει, αλλά η ελαστικοποίηση του κανόνα μπορεί να αποτελέσει παγίδα και μπούμερανγκ για τον αστυνομικό, και να την πληρώσει πολύ ακριβότερα από όσο θα πληρώναμε τις αυθαιρεσιούλες και τα στραβά μάτια εμείς, στις δουλειές τις δικές μας. Αλλά και πάλι: Πληθαίνουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που επιβάλλουν επί ποινή ροπάλου μια «μπατσική» συμπεριφορά στο προσωπικό τους, κάτι που διαπιστώνουμε πολύ συχνά όταν προσπαθούμε να τύχουμε ευμένειας ή επιείκειας «για την περίπτωσή μας». Δεν είμαστε λιγότερο «μπάτσοι» από τον «μπάτσο» όταν μας ψαρώνει η εσωτερική εργασιακή συνθήκη. Ναι, ο αστυνομικός μπορεί να γίνει αντιπαθής κατά την εκτέλεση του καθήκοντος, αλλά- πρώτον- δεν έχει περάσει από σχολή διπλωματίας, και- δεύτερον- αντιπαθείς μπορούμε όλοι να είμαστε όταν κάνουμε τη δουλειά μας.

Το αντισυστημηλίκι εκ του ασφαλούς είναι μπανάλ και θρασυδειλία. Ναι, η δημοκρατία έχει διαρκή ανάγκη από υπεράσπιση και πλάτεμα και βάθεμα και όλα τα δημοτικίστικα, αλλά αυτό δεν είναι υπόθεση της αστυνομίας. Η οποία πολλές φορές γλιτώνει το σύστημα από τις ανοησίες των νομικών διατάξεων και των καταχρηστικών κανονισμών, αποτελώντας αμορτισέρ μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας.

Φύγαμε από την εποχή όπου ο αστυνομικός ήταν το μακρύ χέρι των βεζύρηδων. Σήμερα, η αστυνομία είναι καθρέπτης του εαυτού μας. Απέναντί της τεστάρουμε τη σοβαρότητά μας, την ικανότητά μας να υπάρξουμε σε ένα οργανωμένο κανονιστικό πλαίσιο που αφορά τους κανόνες της οδήγησης, της δόμησης, της απασχόλησης, της συγκατοίκησης, του επαγγελματισμού.

Όχι, το κείμενο αυτό δεν είναι ένας ύμνος προς την ελληνική αστυνομία, αλλά μια συνηγορία υπέρ της αισθητικής και της ουσίας των πραγμάτων. Όχι, να μην ποινικοποιηθεί η χρήση του όρου «μπάτσος»,- ούτε να μετονομαστεί το Μπατσί, της Ανδρου- γιατί αν η κουταμάρα γινόταν παράνομη στη χώρα, όλοι θα χρειαζόμαστε από πέντε δικηγόρους. Τους οποίους επίσης μεμφόμαστε όταν υπερασπίζονται τους άλλους και ποτέ όταν μας βγάζουν ασπροπρόσωπους.