Ακης Παπαντώνης: Ο βιολόγος που γράφει και διαβάζει λογοτεχνία

Ο Ακης Παπαντώνης μιλάει στην «Π» για το βιβλίο του και το συγγραφικό του σύμπαν.

Ακης

Διεισδύοντας στα ανεπούλωτα τραύματα που προκαλούν οι εμπόλεμες καταστάσεις εντός των τειχών της οικογένειας στα μέλη της, παραλληλίζοντάς τα αυτά που αφήνει στα άτομα ο πόλεμος (εν προκειμένω ο εμφύλιος στη πρώην Γιουγκοσλαβία) συνθέτει ψηφίδα-ψηφίδα μια βαθιά ανθρώπινη, λεπτοδουλεμένη, νουβέλα. Τίτλος της «Η τελευταία αρκούδα του δάσους» (εκδ. Κίχλη), η οποία έχει τιμηθεί με το βραβείο Νουβέλας του περιοδικού «Ο αναγνώστης». Ο Ακης Παπαντώνης μιλάει στην «Π» για το βιβλίο του και το συγγραφικό του σύμπαν.

-Πώς προέκυψε η ιδέα της νέας σας νουβέλας και γιατί επιλέξατε να εκτυλίσσεται τις δεκαετίες ’80 και ’90 -σε αυτή με τον εμφύλιο να μαίνεται στη Βοσνία;

Οι δεκαετίες του ’80 και του ’90 είναι το δοχείο με τις νεανικές μου μνήμες. Φιλοδοξώ πως γράφω για τη γενιά μου κι έτσι το πλαίσιο αυτό είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Ο εμφύλιος στην πρώην Γιουγκοσλαβία από την άλλη -ειδικά σφαγές όπως της Σρεμπρένιτσα- είναι γεγονότα που τα βιώσαμε τότε εντελώς στρεβλωμένα. Εξ ου και η επιθυμία μου να επισκεφτώ ξανά εκείνα τα χρόνια και να μιλήσω για το τα

-Πώς προέκυψε η ιδέα της νέας σας νουβέλας και γιατί επιλέξατε να εκτυλίσσεται τις δεκαετίες ’80 και ’90 -σε αυτή με τον εμφύλιο να μαίνεται στη Βοσνία;

Οι δεκαετίες του ’80 και του ’90 είναι το δοχείο με τις νεανικές μου μνήμες. Φιλοδοξώ πως γράφω για τη γενιά μου κι έτσι το πλαίσιο αυτό είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Ο εμφύλιος στην πρώην Γιουγκοσλαβία από την άλλη -ειδικά σφαγές όπως της Σρεμπρένιτσα- είναι γεγονότα που τα βιώσαμε τότε εντελώς στρεβλωμένα. Εξ ου και η επιθυμία μου να επισκεφτώ ξανά εκείνα τα χρόνια και να μιλήσω για το τα γεγονότα εκείνα που μας καθόρισαν -μάλλον ερήμην μας.

-Η Ιστορία με τα τραύματα που προκαλεί στους ανθρώπους «δένει» με τις ιστορίες των ηρώων σας Νίκου (Νικηφόρου) και Θοδωρή, που μεγαλώνουν, κουβαλώντας τα δικά τους βαθιά τραύματα. Τι σας έλκυσε σε αυτή τη σύνδεση;

Κανείς μας δεν υφίσταται εν κενώ. Η Ιστορία, άμεσα ή έμμεσα, καθορίζει τις καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων. Αυτή η αναπόφευκτη συνομιλία του παγκόσμιου με το προσωπικό -που δεν θα πάψει φυσικά ποτέ- απασχολεί όλα τα βιβλία μου: η Ρουμανία του Τσαουσέσκου στον «Καρυότυπο», η πυρηνική καταστροφή στο Τσερνόμπιλ στο «Ρηχό νερό, σκιές», τα φλεγόμενα Βαλκάνια σε αυτή την πιο πρόσφατη νουβέλα μου.

-Κάθε κεφάλαιο, με γράμματα του αλφαβήτου, «ανοίγει» με μια μαρτυρία γροθιά στο στομάχι ανδρών και γυναικών, που αφηγούνται τις οδύνες του εμφυλίου στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Θα μας πείτε γι’ αυτή την ιδιαίτερη συνομιλία των κειμένων;

Οι μαρτυρίες αυτές, αν και παραλλαγμένες, είναι αληθινές. Ηθελα να προλογίζουν κάθε κεφάλαιο, ώστε αφενός να λειτουργούν ως παραλληλισμός ή ως αντίστιξη για την εκάστοτε σκηνή και αφετέρου να υπενθυμίζουν το τραγικό ιστορικό συγκείμενο εντός του οποίου διαμορφώνεται η σχέση των δύο αδερφών, του Νίκου/Νικηφόρου και του Θοδωρή.

– Η σιωπή πέφτει σαν πυκνό, αδιαπέραστο, πέπλο πάνω στις σχέσεις των μελών της οικογένειας της ιστορίας σας. Ποια η πρόκληση, ίσως και η δυσκολία, κατά την αποτύπωσή της;

Εχω μια ιδιαίτερη έξη στον υπαινιγμό. Μου αρέσουν όλα όσα υπονοούνται ανάμεσα από τις φράσεις, στις μεγάλες παύσεις, πίσω από χαμηλωμένα βλέμματα. Ενα τέτοιο λοιπόν πέπλο μιας ομιλούσας σιωπής ήθελα να κυριαρχεί στο βιβλίο. Η δυσκολία έγκειται στο να μην υποκύψεις στην ευκολία του να εκστομίζουν οι ήρωές σου αυτά που θέλουν να ειπωθούν -το πόσο καλά το κατάφερα μένει να το κρίνουν οι αναγνώστες

-Οικογένεια δυσλειτουργική, με τον πατέρα απόντα –«αποδημητικό» κατά τη μητέρα -και την ίδια να δηλώνει την παρουσία της, κυρίως, με τον καπνό του μόνιμου τσιγάρου στα χείλη. Τι κινεί το ενδιαφέρον σας στη διείσδυση και ανίχνευση αυτών των πολύπλοκων σχέσεων γονέων-παιδιών, που πολλές φορές, δυστυχώς, δημιουργούν τέρατα;

Ως γονιός αναγνωρίζω τις δυσκολίες, αλλά και τη συναισθηματική ανταμοιβή αυτών των περίπλοκων όντως σχέσεων. Τις ανατέμνω όχι για να τις αποδομήσω, αλλά για να (μου) θυμίσω πόσο καθοριστικές είναι. Η αγάπη που δίνουμε είναι το μόνο κληροδότημα που δεν φθείρεται.

-Ο Νίκος-Νικηφόρος μυημένος, παιδιόθεν, στην ακροδεξιά, που φεύγει να πολεμήσει στη Γιουγκοσλαβία, καταπιέζει τη σεξουαλική του ιδιαιτερότητα, κάτι που πλανάται στην αφήγηση, χωρίς να κατονομάζεται ποτέ. Είναι ίσως (και) αυτή η εσωτερική του πάλη ο λόγος του δρόμου που έχει επιλέξει;

Δεν ξέρω αν έχω περισσότερες απαντήσεις απ’ όσες δίνει ο ίδιος ως χαρακτήρας στο βιβλίο. Το κύριο για τον Νικηφόρο είναι το «ανήκειν»• το κύριο για τον Νίκο είναι το να αγαπήσει και να αγαπηθεί -όλα ανεξαρτήτως κόστους.

-Για τον νεότερο πρωταγωνιστή σας, τον Θοδωρή, η τελευταία αρκούδα του δάσους ήταν ο αδελφός-προστάτης του. Εσείς, έχετε-είχατε μια τέτοια;

Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος αδερφός στη ζώσα πραγματικότητα (η αδερφή μου είναι τρία χρόνια μικρότερη). Παρ’ όλα αυτά, ως πρωτοετής φοιτητής στο Βιολογικό του ΑΠΘ, την ιδιότητα της «τελευταίας αρκούδας του δάσους» την είχε επωμιστεί εθελουσίως ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα μου που ζούσε στην πόλη. Για εκείνον -και για τον πρόωρο χαμό του- είχα γράψει κάποτε ένα διήγημα με τον αυτόν τον ίδιο τίτλο (δημοσιευμένο στον ιστότοπο popaganda.gr).

-Πώς γράφετε, αλήθεια (ώρες, χώρος, συνθήκες);

Το πρώτο μου βιβλίο, η νουβέλα «Καρυότυπος», γράφτηκε κυρίως νύχτα. Με τα χρόνια όμως άλλαξαν και οι αντοχές (φευ, κανείς δεν μένει πάντα νέος) και οι συνθήκες ζωής μου (γεννήθηκαν οι δυο γιοί μου που είναι πλέον έφηβοι). Οπότε πια γράφω και μεταφράζω νωρίς το πρωί, ξεκλέβω ώρες μες στη μέρα, βολεύομαι στον καναπέ ή στο τρένο και στο αεροπλάνο ή ακόμα και στην άκρη της τραπεζαρίας. Ετσι κι αλλιώς όμως θα στριμώχνω στανικά το γράψιμο στις χαραμάδες της καθημερινότητας.

-Γραφή, μετάφραση, ανάγνωση λογοτεχνίας. Τι σημαίνει η κάθε μία για εσάς;

Είμαι ένας βιολόγος που γράφει λογοτεχνία, αλλά κυρίως είμαι ένας βιολόγος που διαβάζει λογοτεχνία. Γραφή δεν υπάρχει χωρίς ανάγνωση και ανάγνωση δεν υπάρχει χωρίς ελληνική λογοτεχνία: διαβάζω όσο περισσότερο μπορώ την ελληνική παραγωγή -βρίσκω αδιανόητο το να γράφει κανείς στα Ελληνικά και να μη διαβάζει τι γράφεται και τι έχει γραφτεί. Οσο για τη μετάφραση, είναι για μένα ένας άλλος λώρος που με συνδέει με την ελληνική γλώσσα, μια διαρκής άσκηση ύφους (μαθαίνεις ταυτόχρονα και τον συγγραφέα που μεταφράζεις και τον συγγραφικό εαυτό σου) αλλά και ταπεινότητας μαζί (θαυμάζοντας το ξενόγλωσσο κείμενο, ενώ το ανατέμνεις μεταφραστικά). Δεν θα σταματήσω, ελπίζω, να κάνω τίποτα από τα τρία.

-Η Ελλάδα του 2024 μέσα από τα μάτια ενός Ελληνα που ζει και εργάζεται, χρόνια, στη Γερμανία; (σ.σ. καθηγητής Επιγενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν).

Η Ελλάδα είναι και θα είναι η χώρα που μεγάλωσα, η χώρα που ζουν οι γονείς μου, οι φίλοι μου, η αδερφή μου και οι ανιψιές μου, ο τόπος που θέλω να γνωρίσουν οι γιοι μου -με τα καλά και τα άσχημά του. Δεν άφησα την Ελλάδα (πριν από 16 ήδη χρόνια) ώστε να ξεφύγω από κάτι, αλλά για να κάνω έρευνα όσο καλύτερα μπορώ. Οφείλω πολλά στο ελληνικό πανεπιστήμιο και, κάποτε, με κάποιο τρόπο, θα ξεπληρώσω την οφειλή.