Ανδρέας Κότσιφας: «Πόσο πιο όμορφος θα ήταν ένας κόσμος κατανόησης»

Κότσιφας

Από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στη λογοτεχνία, πριν από τρία χρόνια, εντυπωσίασε. Τώρα, με το τρίτο του βιβλίο με τίτλο «Αμνησία» (εκδ. Γκοβόστη), μας κατέκτησε, συνθέτοντας έναν θεσπέσιο ύμνο στον έρωτα, την ομορφιά, την τέχνη, την ειρήνη, την αγάπη και στέλνοντας, «ψιθυριστά», μηνύματα που αν τα έπιαναν όλων μας οι κεραίες θα συντελείτο ένα μικρό θαύμα, όπου «η επιθετικότητα και κατάκριση» θα έβρισκαν πόρτες κλειστές. «Η ασθένεια της παρανόησης, θεραπεύεται με το φάρμακο της κατανόησης» λέει ο Ανδρέας Κότσιφας, μιλώντας στην «Π» για το βιβλίο του.

-Πώς προέκυψε η «Αμνησία»; Υπήρξε κάποια αφορμή ή εσωτερική σας ανάγκη για τη «γέννησή» της;

Ζούμε στην εποχή της συλλογικής παρανόησης, όπου κανείς δεν καταλαβαίνει, ή δεν επιθυμεί να καταλάβει, κανέναν πια. Υπάρχει παντού επιθετικότητα και κατάκριση. Δείτε τον λόγο που αρθρώνεται ασπόνδυλα στα social media, πόσο προσβλητικός, φανατικός και διχαστικός έχει γίνει. Οπου πέφτει το μάτι μας διαπιστώνουμε ρητορική μίσους. Η ασθένεια της παρανόησης, όμως, θεραπεύεται με το φάρμακο της κατανόησης. Αυτό ήθελα να αναδείξω στην «Αμνησία»: προτού κρίνουμε, προτού καταδικάσουμε και αφορίσουμε, πρέπει να προσπαθήσουμε σκληρά να κατανοήσουμε τον άλλον. Τον έτερο προς εμάς, τον ξένο, τον μεγάλο Αλλο. Αυτόν που δεν μας μοιάζει, γιατί δεν χρειάζεται να μας μοιάζει επιτέλους! Πόσο πιο όμορφος και αξιοπρεπής θα ήταν ένας κόσμος κατανόησης, δεν συμφωνείτε;

-Γιατί επιλέξατε ως σκηνικό το Μόναχο και εποχή το καλοκαίρι του 1945, το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, με τις καταστροφές του βαθιά αποτυπωμένες σε ανθρώπους και τόπους;

Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε τόπος καθημαγμένος μετά από έναν όλεθρο. Μεταξύ πολλών τέτοιων τόπων, το μεταπολεμικό Μόναχο αναδύθηκε από μόνο του ως αναγκαία συνθήκη για την ιστορία της «Αμνησίας». Συν τοις άλλοις, το ίδιο το Μόναχο συνιστά από μόνο του μιαν αντίφαση: πώς η Πεντάμορφη αυτή πόλη γέννησε το άσχημο Τέρας του ναζισμού;

-Ο ήρωάς σας – Γιόχαν, το όνομα που του έδωσαν – χτυπημένος από θραύσμα οβίδας, έχει απολέσει τη μνήμη του. Συναντά τη συνομήλική του Λιζ, αυτή με μνήμη έντονη και οδυνηρή. Τους έχετε εμφυσήσει την αγνότητα, την όμορφη σκέψη, την καθάρια ματιά. Πώς δημιουργήθηκε αυτό το δίδυμο;

Σωστά το επισημαίνετε. Οι ήρωες αυτοί λειτουργούν κατοπτρικά ο ένας προς τον άλλον. Ως διαμετρικά αντίθετοι, δεν συγκρούονται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Πράγμα που αφενός μεν εξυπηρετεί την πλοκή, αφετέρου δε, μέσω της αντίθεσης αυτής το παρελθόν αναλύεται και ερμηνεύεται. Και είναι η μνήμη εκείνη που εξαγνίζει τα πάθη των ηρώων εν τέλει. Αυτό, άλλωστε, δεν κατοχυρώνει η Ιστορία; Τη μνήμη; Αυτό δεν έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να πορεύεται; Εξάλλου, επιλέχθηκαν εικοσάχρονα παιδιά, γιατί μόνο τα νιάτα μπορούν να σώσουν τον κόσμο.

-Το βιβλίο σας είναι ένας ύμνος στη ζωή, τη φιλία, τον έρωτα, την ειρήνη, την ομορφιά, τη μουσική, την τέχνη, τη λογοτεχνία, την ελευθερία. Θελήσατε να ψιθυρίσετε κάτι στον αναγνώστη;

Με γοητεύει πολύ το ρήμα που χρησιμοποιείτε. Να «ψιθυρίσω», ναι, αυτό ακριβώς ήθελα! Ούτε να βροντοφωνάξω, ούτε να διακηρύξω, ούτε να υποδείξω. Ηθελα απλώς, να μουρμουρίσω στ’ αφτιά των αναγνωστών αυτά που τους είναι ήδη οικεία: ο έρωτας, η ομορφιά, η τέχνη, η ειρήνη, η αγάπη. Ολα αυτά που μεταστοιχειώνουν μια ζωή σε βίο αξιόλογο και ανθρώπινο.
-Υπήρξαν σημεία/σκηνές της αφήγησής που σας δυσκόλεψαν περισσότερο και πώς τα αντιμετωπίσατε;
Η συγγραφή ενός λογοτεχνήματος είναι διαρκώς ναρκοθετημένη. Παντού ξεπροβάλλουν εμπόδια, που πρέπει να υπερβληθούν. Ανακύπτουν αντιφάσεις, προβλήματα πρέπει να επιλυθούν. Αλλά αυτό είναι εν τέλει το ερωτεύσιμο στη δημιουργική γραφή, όπως και στην τέχνη εν γένει: ο αγώνας με τα προβλήματα αυτά, η αναμέτρηση με το άρρητο που μοχθεί να διατυπωθεί για να αποκτήσει υπόσταση. Πάντως, θα ξεχώριζα την ακροτελεύτια σκηνή στη δικαστική αίθουσα για την ευθραυστότητά της.

– Ο αναγνώστης κλείνει το βιβλίο χορτάτος από ένα άρτιο λογοτεχνικό έργο, και προβληματισμένος. Τα δικά σας συναισθήματα μετά την τελεία;

Η «Αμνησία» κλείνει με αποσιωπητικά και όχι με τελεία, επομένως δεν τελειώνει εκεί. Τα αποσιωπητικά λειτουργούν ως πύλες εισαγωγής μας στις γκρίζες περιοχές του άρρητου, ή του υπόρρητου. Δηλαδή, ναι μεν το κείμενο τελειώνει, αλλά τα πράγματα συνεχίζουν να υπάρχουν και να εξελίσσονται. Προσωπικά μιλώντας, οι ήρωες της «Αμνησίας» εξακολουθούν να με συντροφεύουν μέρα νύχτα. Τους συμπονώ, τους αναλογίζομαι, σκέφτομαι πού να βρίσκονται και τι να κάνουν τώρα!

«Βόμβες, οβίδες, νάρκες οι λέξεις της νέας εποχής. Eτσι μιλούσαν οι άνθρωποι μεταξύ τους πια» γράφετε. Αυτά, εν έτει 1945. Ποιες οι λέξεις του 21ου αιώνα, της δικής μας νέας εποχής που σας φοβίζουν;

Καμία λέξη της εποχής μας δεν με φοβίζει. Ο τρόπος που χρησιμοποιούνται οι λέξεις είναι το επίδικο. Πόσο ωραία το είχε θέσει ο Μαβίλης: «δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι…». Κατά τα λοιπά, εκείνο που με θλίβει είναι η κουλτούρα της ακύρωσης, που πολεμά να καταργήσει τις λέξεις και τη σημασία τους. Μία τέτοια κουλτούρα, ενώ μπορεί να εκκινεί από ορθά κίνητρα, στην υπερβολή της οδηγεί στον ολοκληρωτισμό της λογοκρισίας ή, ακόμα χειρότερα, στον φόβο της αυτολογοκρισίας. Οι λέξεις είναι τα σήματά μας, τα εργαλεία μας να επικοινωνούμε. Δείτε πώς ακόμα και μεγάλοι πνευματικοί άνθρωποι τίθενται υπό αναδρομική αμφισβήτηση και τα έργα τους δέχονται ευθεία επίθεση, είτε με το να ακυρώνεται η παράδοσή τους στα πανεπιστήμια ή η κυκλοφορία τους, είτε με το να υποβάλλονται σε ρετούς, δηλαδή, λογοκρισία. Είναι η εποχή των sensitivity readers! Λογοκριμένη τέχνη, όμως, εντοπίζουμε μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.

-«Μην συνηθίζετε και μην ξεχνάτε. Ποτέ…» διαβάζουμε. Πόση δύναμη έχει η μνήμη λέτε, για τη διαμόρφωση ενός καλύτερου κόσμου;

Σε ένα από τα μπλοκ του Αουσβιτς υπάρχει ένας τεράστιος μαυροπίνακας με μια μεγάλη, πάλλευκη επιγραφή: «Εκείνοι που δεν θυμούνται την Ιστορία, είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν». Η ρήση αυτή ανήκει στον φιλόσοφο Σανταγιάνα και συνοψίζει τα μηνύματα της «Αμνησίας». Εκτός, όμως, από την έλλειψη ιστορικής μνήμης, στις ίδιες παθογένειες μπορεί να οδηγήσει και ο εθισμός της κοινωνίας σε αυταρχικές συμπεριφορές. Κάποιες φορές το κοινωνικό σύνολο παθαίνει μιθριδατισμό από την καθημερινή έκθεση στο δηλητήριο του αυταρχισμού, μέχρι που το τέρας γίνεται καθημερινότητά του, και τότε είναι πολύ αργά πια…