Τι ψυχή έχει ένας καφές – Μια συνέντευξη με τον Αριστοτέλη

Ο Κωνσταντίνος Μάγνης δηλώνει βετεράνος της δημοσιογραφίας και γράφει το βιβλίο του Θανάση Λάλα «Πίνοντας Καφέ με τον Αριστοτέλη»

καφές

ΤΟΥ ΚΩΝ. ΜΑΓΝΗ*

Τα βιβλία καλό είναι τα αποφεύγουμε, γιατί καθρεπτίζουν την ημιμάθειά μας. Ευτυχείς συνεπώς όσοι εξ ημών εμπιστευόμαστε την πληροφόρηση και τη μόρφωσή μας αποκλειστικά σε ιστοτόπους, διότι σχηματίζουμε πεποίθηση γνωστικής πληρότητας. Αν παρ’ ελπίδα πέσει στα χέρια μας κανένα πόνημα σαν το «Πίνοντας Καφέ με τον Αριστοτέλη», θα διαπιστώσουμε την αδαμιαία μας περιβολή και θα καταληφθούμε από αιδημοσύνη αλλά και απορία: Γιατί το ελληνικό σχολείο, τουλάχιστον  της περιόδου για την οποία μπορούμε να καταθέσουμε (θολή και ξεφτισμένη από τον χρόνο) μαρτυρία, δεν κατάφερε να κάνει τον μαθητή να επιδείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για αντικείμενα υψηλής σημασίας; Βαρεθήκαμε την Ιλιάδα, αντιπαθήσαμε την Αντιγόνη, μισήσαμε τον Θουκυδίδη, μας αποτέλειωσε ο Πλάτωνας και από ιστορία μάθαμε τα βασικά, Μολών Λαβέ, Μέγας Κωνσταντίνος, Πράσινοι- Βένετοι και Εάλω. Και βεβαίως Βουλγαροκτόνους και Τουρκοφάγους, στους οποίους καταφεύγουμε ανάλογα με την περίσταση, με χλαμύδες ή περικεφαλαίες.

Ο Θανάσης Λάλας είναι αδύνατον να έχει πιει καφέ με τον Αριστοτέλη: Ο καφές εισήχθη στη χώρα μας κατά τους νεότερους χρόνους, και ως εσπρέσο κατά τους πολύ νεότερους. Αλλά ο γνωστός μίντια-μαν θα καταφέρει να υποδεχθούμε την ακροβατική αυτή φανταστική συνθήκη με συγκατάβαση. Αλλωστε ο «καφές» είναι ένα σχήμα. Στην ουσία το βιβλίο που μας πρόσφερε ο γνωστός δημοσιογράφος, παραγωγός εντύπων και εκπομπών, εικαστικός, συγγραφέας, καρπός της σύμπραξής του με τον ειδήμονα πανεπιστημιακό Βασίλειο Μπιτσάκο, είναι μια έγκυρη μύηση στη σκέψη, τον κόσμο και το έργο του Σταγειρίτη φιλόσοφου και παιδαγωγού με τη μορφή της συνέντευξης. Ειρήσθω εν παρόδω, αν η παράθεση χρειάζεται, ο Θανάσης Λάλας είναι ένας μετρ- και σταρ- των συνεντεύξεων. Εχοντας συνομιλήσει για λογαριασμό των πλέον περιώνυμων ΜΜΕ με τις πιο διακεκριμένες προσωπικότητες της διεθνούς και εγχώριας σκηνής, με έμφαση στον χώρο της τέχνης και της διανόησης, εύλογο ήταν να στραφεί και σε προσωπικότητες του κάτω κόσμου. Ο οποίος είναι εύκολα προσιτός, διότι η μυθολογία απέσυρε τους κέρβερούς της αλλά και τον εαυτό της. Όμως, αν θέλεις να σου μιλήσουν κατά τρόπο αυθεντικό οι τεθνεώτες, πρέπει να τους προσεγγίσεις με μόχθο και σεβασμό. Στοιχεία που ο εθνικισμός και η προγονολατρεία αψηφούν, διότι τους εκνευρίζουν. Και θέλουν και δουλειά.

Το «Πίνοντας Καφέ με τον Αριστοτέλη» σε ξεγελάει: Είναι γραμμένο με φόρμα απλή. Ο Αριστοτέλης ξεκλειδώνεται, οι σκέψεις και τα αποφθέγματά του παρατίθενται σε εκλαϊκευμένη μορφή, στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχουν ούτε εκπτώσεις, ούτε αυθαιρεσίες. Ο Αριστοτέλης μεταφράζεται και εξηγείται με σαφήνεια και καθηλωτική απλότητα, αυτή που ατυχώς λείπει από τις εκδόσεις της πιστής γραμματείας, που παγιδεύεται από την περίτεχνη δομή του αρχαίου λόγου και εξοντώνει τον αναγνώστη που στερείται ιδιαίτερης φιλολογικής σκευής. Απλούστερα (και εμείς) μιλώντας, Θ. Λάλας και Β. Μπετσάκος (εκδόσεις ΑΡΜΟΣ)  μας συστήνουν την αριστοτελική σκέψη συνδυάζοντας το εύληπτο με το τεκμηριωμένο, και μάλιστα εστιάζοντας σε πεδία απολύτως διαχρονικά και συνεπώς επίκαιρα. Το πόνημά τους μας επιτρέπει να διακρίνουμε γιατί ο δυτικός κόσμος δόμησε τη διάνοια και την πολιτεία του πάνω στην αριστοτελική ανάλυση και τι τελικά οφείλει στον τεράστιο φιλόσοφο ο νεότερος πολιτικός πολιτισμός. Μηδέ εξαιρουμένης της εποχής μας, που ακόμα και αν γυρίζει την πλάτη της στην αριστοτελική φιλοσοφία, δεν παύει να την έχει ως σημείο αναφοράς: Σαν τον ίσκιο, από τον οποίο ποτέ δεν θα ξεφύγεις, αλλά θα σε ακολουθεί, είτε ως σοφός γρύλλος είτε ως τραγική ειρωνεία είτε ως νέμεση.

Η συνέντευξη διαβάζεται ανάλαφρα, παρά το βάθος της. Ή καλύτερα, διαθέτει βάθος και βάρος, παρά την απλουστευτική μορφή της. Επιτέλους, δεν είναι αναγκαία τα διδακτορικά, για να κάνουμε κτήμα μας την υψηλή διανόηση:Ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με τους πολλούς, με το Ολον κοινωνικό σύμπαν, άρα όλοι πρέπει να έχουμε δικαίωμα στον κόσμο του. Η μόρφωση πρέπει να σε πιάνει από το χέρι και όχι από τον λαιμό.

*Ο Κ. Μάγνης είναι βετεράνος της δημοσιογραφίας