Ο Αλέξης Σταμάτης στην «Π»: «Ζεις… κι αν αντέξεις την αλήθεια σου, ίσως υπάρξεις»

Ο Αλέξης Σταμάτης έρχεται στην Πάτρα την Τρίτη 27/05/2025 για την παρουσίαση του νέου του βιβλίου «Το παιδί και ο Αγγελος» στο «Πολύεδρο».

Ο Αλέξης Σταμάτης στην «Π»: «Ζεις… κι αν αντέξεις την αλήθεια σου, ίσως υπάρξεις»

Στο νέο του μυθιστόρημα «Το παιδί και ο Αγγελος» (εκδ. Μεταίχμιο) ο Αλέξης Σταμάτης δίνει φωνή στο σιωπηλό εσωτερικό τραύμα, με ιδιαίτερη μαεστρία – εισιτήριο σε ένα σύμπαν γεμάτο συμβολισμούς, όπου ένας γιγάντιος καθρέφτης ορθώνεται αμείλικτα μπροστά στα ανταριασμένα ανθρώπινα, καλώντας σε μια γενναία αναμέτρηση με την αλήθεια, που ματώνει μεν, λειτουργεί συμφιλιωτικά δε.

Ο πολυμεταφρασμένος συγγραφέας θα βρίσκεται στην Πάτρα και το «Πολύεδρο» την Τρίτη 27/05/2025 (ώρα 19:30) για την παρουσίαση του βιβλίου του και σήμερα μιλάει στην «Π» για τα «υλικά» που το συνθέτουν.

-Ποια εσωτερική ανάγκη σάς υπαγόρευσε να γράψετε το νέο σας μυθιστόρημα;

Η ανάγκη γεννήθηκε από κάτι βαθύτερο από μια απλή συγγραφική ώθηση: από μια αίσθηση ότι η πραγματικότητα, όπως τη βιώνουμε στις μέρες μας, έχει χάσει την αφήγησή της. Ζούμε μέσα σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, όπου οι ζωές μας γλιστρούν από το πραγματικό στο τεχνητό χωρίς σαφή ειδοποιό γραμμή. Ενιωσα, λοιπόν, την επιθυμία να πλάσω μια ιστορία που να εστιάζει όχι μόνο στο μυστήριο, στην πλοκή, αλλά κυρίως σε αυτό που δεν λέγεται, σε αυτό που υπόγεια μετακινεί τους ανθρώπους. Η μορφή του Αγγελου και του παιδιού υπήρξαν οι αφανείς μου οδηγοί. Ηθελα να μιλήσω για τη σιωπή. Για εκείνο το εσωτερικό τραύμα που δεν φωνάζει, αλλά αλλάζει τον τρόπο που κάποιος βλέπει τον κόσμο.

-Διεισδυτικό ψυχογράφημα ανθρώπων, αστυνομική πλοκή, αποτύπωση της μικρής κοινωνίας, ιδωμένα μέσα από φιλοσοφική ματιά. Ποιες οι προκλήσεις και ποιο το στοίχημα μιας τέτοιας πολυδιάστατης μυθιστορίας;

Το στοίχημα ήταν να ενορχηστρώσω όλα αυτά τα επίπεδα χωρίς να καταρρεύσει το οικοδόμημα. Είναι πολύ εύκολο, όταν δουλεύεις με τόσο διαφορετικές υφές –το ψυχολογικό, το φιλοσοφικό, το αφηγηματικό, το υπαρξιακό– να ξεφύγεις, να υπερφορτώσεις το υλικό ή να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους. Η πρόκληση, λοιπόν, ήταν να παραμείνει ζωντανό το μυθιστόρημα, να ρέει οργανικά και όχι να λειτουργεί ως κολάζ ιδεών. Με ενδιέφερε το βάθος των χαρακτήρων, όχι η εντυπωσιοθηρία. Με ενδιέφερε να φτιάξω ένα τοπίο όπου οι μικρές, εσωτερικές ταλαντεύσεις των ανθρώπων να αποκτούν τον βαρύ ήχο μιας μεγάλης πράξης. Ενα μικρό χωριό μπορεί να κρύβει ολόκληρη την ανθρωπότητα.

– Δύο μυστηριώδη άτομα, ο Αγγελος κι ένα παιδί -χωρίς λαλιά- γίνονται, αίφνης, μέρος ενός χωριού, ανατρέποντας τα δεδομένα και φέρνοντας τους κατοίκους αντιμέτωπους με το βαθύτερο εντός τους. Θα μας πείτε γι’ αυτόν τον καθρέφτη που στήσατε απέναντί τους;

Ο Αγγελος και το παιδί δεν είναι εισβολείς. Είναι, θα έλεγα, μεγεθυντικοί καθρέφτες. Ο καθένας από τους κατοίκους -και ιδιαίτερα εκείνοι που νομίζουν πως ελέγχουν τη ζωή τους- αρχίζει να ραγίζει μπροστά σε αυτή τη βουβή παρουσία του παιδιού, μπροστά στη σιωπηλή θλίψη του Αγγελου. Εκεί που πίστευαν πως ήξεραν ποιοι είναι, έρχονται αυτοί οι δύο να τους θυμίσουν ότι το πιο βαθύ ερώτημα δεν είναι το τι είμαστε, αλλά το ποιοι αποφεύγουμε να γίνουμε.

– Αδυσώπητος όμως είναι κι ο καθρέφτης που στήνεται μπροστά στον Αγγελο, αντανακλώντας την αρχή των δεινών ενός «σπασμένου» ενήλικα. Κατά πόσο επικίνδυνοι για τους ίδιους και τους άλλους είναι οι «σπασμένοι» άνθρωποι, που κουβαλούν τη «σκιά του παρελθόντος»;  

Οι «σπασμένοι» άνθρωποι -κι εδώ δεν μιλώ για δραματοποιημένα τραύματα αλλά για υπόγειες ρωγμές- είναι αμφίσημοι. Από τη μια, μπορεί να κουβαλούν έναν ανομολόγητο πόνο που τους μετατρέπει σε ενεργά ηφαίστεια. Από την άλλη, είναι ακριβώς αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να δουν τον άλλον πέρα από το προσωπείο του. Ο Αγγελος ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Είναι, ναι, «σπασμένος» –και το παραδέχεται– αλλά η ρωγμή του δεν φαντάζεται κανείς πού οδηγεί. Τον καθιστά έναν παλαιστή του φωτός.

– Στα όσα μυστηριώδη συμβαίνουν στο χωριό συντείνουν μια καταστροφική φωτιά, η τρομακτική εξαφάνιση του ήλιου, το φούσκωμα της θάλασσας… Κλείνετε εδώ το μάτι στην αλληλεπίδραση ανθρώπου-φύσης;

Η φύση στο βιβλίο δεν είναι διακοσμητική. Είναι, σε μεγάλο βαθμό, αφηγητής. Δεν ακολουθεί τον άνθρωπο, τον προσπερνά, τον προκαλεί, τον καθρεφτίζει. Οι «μεταφυσικές» της εκδηλώσεις, όπως η εξαφάνιση του ήλιου, δεν εξηγούνται επιστημονικά. Είναι συμβολικές, μα και τρομακτικά αληθινές. Η φύση γίνεται ένα είδος συνείδησης. Οταν το ψέμα ή το τραύμα σκεπάζει την κοινότητα, η ίδια η γη αντιδρά. Είναι μια οντολογική επιστροφή. Ενα είδος μνήμης που δεν χρειάζεται λόγια, ή που λόγια δεν υπάρχουν για να την εξηγήσουν.

-Παιδί: «ένας ενήλικας σε παιδικό σώμα, λες και κουβαλούσε ήδη την κούραση μιας ζωής που δεν είχε ζήσει ακόμη». Το παιδί μέσα σας, καταρχάς, κι έπειτα ο ενήλικας, πώς ένιωσαν σαν μπήκε τελεία στην ιστορία σας;

Το παιδί μέσα μου ανακουφίστηκε. Σίγουρα είναι ένας χαρακτήρας που αναδύεται από την προσωπική μου μνήμη, όταν η ελευθερία ήταν καθεστώς. Και ελευθερία για το παιδί είναι που μπορεί να πει κάτι που δεν είχε φωνή. Ο δε ενήλικας συγκινήθηκε γιατί κατάλαβε ότι το παιδί αυτό -ο χαρακτήρας, αλλά και η δική μου παιδικότητα- δεν ήθελε λύτρωση. Ηθελε απλώς να γίνει αποδεκτό. Να μην του επιβάλλουν ρόλους, να μην του ζητούν να «ξεπεράσει» αυτό που δεν είχε προλάβει να καταλάβει. Η τελεία στο τέλος της ιστορίας δεν είναι αποκοπή, αλλά μια βαθιά ανάσα. Ενα είδος συμφιλίωσης.

-«Η μυθοπλασία έχει γίνει δέσμια των ειδήσεων […] Δεν επιθυμώ να σχολιάσω την επικαιρότητα». Λόγια του συγγραφέα Κώστα. Η δική σας ματιά;

Κατανοώ την αγωνία του Κώστα. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος η λογοτεχνία να μετατραπεί σε αντανακλαστικό των γεγονότων. Προσωπικά, πιστεύω πως ο συγγραφέας έχει υποχρέωση όχι να σχολιάζει, αλλά να διεισδύει. Η επικαιρότητα είναι φευγαλέα, η ανθρώπινη συνθήκη όμως είναι διαχρονική. Αν μια είδηση με ακουμπήσει υπαρξιακά, τότε ναι, θα μπει στο έργο μου. Οχι όμως ως σχόλιο, αλλά ως αφορμή για κάτι ευρύτερο. Το ζητούμενο είναι να γράφουμε για αυτό που παραμένει όταν σβήσουν τα φώτα των ειδήσεων. Εκεί παίζεται το παιχνίδι.

– «Η ζωή είναι μικρή. Ζεις…» η ανολοκλήρωτη φράση πάνω σε πινακίδα στην είσοδο του χωριού του βιβλίου σας. Πώς θα τη συμπληρώνατε;

Ζεις… κι αν αντέξεις την αλήθεια σου, ίσως υπάρξεις. Η φράση αυτή είναι υπαινικτική. Σαν τις αρχαίες επιγραφές που δεν λένε τι να κάνεις, αλλά σε καλούν να αναρωτηθείς. Η ζωή είναι μικρή. Ομως δεν είναι το μήκος της το ζήτημα. Είναι το βάθος. Και το βάθος είναι κάτι που δεν μετριέται με επιτεύγματα ή χρονολογίες, αλλά με το αν, έστω για λίγο, τόλμησες να σταθείς απέναντι στον εαυτό σου χωρίς προστατευτικό δίκτυ.

– «Τίποτα δεν είναι σταθερό, τίποτα δεν κρατά για πάντα» διαβάζουμε. Εσείς πώς στέκεστε απέναντι σε αυτή τη ρευστή κατάσταση των πραγμάτων;

Τη θεωρώ ανακουφιστική. Γιατί αν όλα ήταν σταθερά, δεν θα υπήρχε περιθώριο για αλλαγή. Για λύτρωση. Ασφαλώς, η ρευστότητα φέρνει και αστάθεια, φόβο, αβεβαιότητα. Αλλά είναι και η μόνη μας ελπίδα για μετασχηματισμό. Η γραφή μου –και η ζωή μου– είναι μια προσπάθεια να κατανοήσω όχι πώς να στερεοποιήσω τα πράγματα, αλλά πώς να τα αντέξω καθώς αλλάζουν. Το μυθιστόρημα, ως μορφή, είναι ιδανικό όχημα γι’ αυτή την περιπέτεια. Μπορεί να περιέχει το χάος χωρίς να το καταδικάζει. Να του δίνει μορφή χωρίς να το εξημερώνει.