Όταν η Ευρωπαία Εισαγγελέας συνοψίζει σε πέντε φράσεις τη βαθύτερη παθογένεια της χώρας

Ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος είναι Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών

Όταν η Ευρωπαία Εισαγγελέας συνοψίζει σε πέντε φράσεις τη βαθύτερη παθογένεια της χώρας

Αφορμή για αυτές τις σκέψεις, αποτέλεσε η συνέντευξη τύπου που παραχώρησε η Ευρωπαία Εισαγγελέας, Λάουρα Κοβέσι, από το κτίριο του Γ’ Τελωνείου Πειραιά στο Πέραμα. Μια παρέμβαση, που πέραν του νομικού και θεσμικού ενδιαφέροντος, αποκτά αναντίρρητα πολιτική διάσταση διότι θέτει μπροστά στον καθρέπτη του το πολιτικό σύστημα της χώρας. Βέβαια αναρωτιέμαι, γιατί να χρειάζεται μια ευρωπαία εισαγγελέας για να ανοίξει «τις ντουλάπες με τους σκελετούς»; Την απάντηση ας την δώσει η κοινωνία.

Η Ευρωπαία Εισαγγελέας δεν ήρθε απλώς να διατυπώσει παρατηρήσεις για τη λειτουργία των ελεγκτικών μηχανισμών στην Ελλάδα. Ήρθε να περιγράψει, με τη νηφαλιότητα μιας νομικού και τη βαρύτητα μιας Ευρωπαίας αξιωματούχου, το πολιτικό DNA μιας χώρας που αδυνατεί να αυτοελεγχθεί. Οι πέντε φράσεις της:  «Η πρόληψη ήταν αναποτελεσματική. Ο εντοπισμός ανύπαρκτος. Οι αναφορές εμποδίστηκαν. Η έρευνα επιφανειακή. Πρέπει να καθαρίσουμε τους στάβλους του Αυγεία», είναι μια συμπυκνωμένη πολιτική διάγνωση. Είναι αντιληπτό ότι δεν αφορά μόνο το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ, το «έγκλημα – τραγωδία» στα Τέμπη αλλά και άλλες, υπό διερεύνηση, υποθέσεις.

Η πρώτη διαπίστωση, ότι η πρόληψη υπήρξε αναποτελεσματική, αγγίζει τον πυρήνα της ελληνικής διοίκησης. Οι θεσμοί ελέγχου στήθηκαν χωρίς πραγματική ανεξαρτησία, οι μηχανισμοί διαφάνειας υποτάχθηκαν στη λογική της πολιτικής σκοπιμότητας και οι εσωτερικοί έλεγχοι έγιναν απλώς διοικητικά άλλοθι. Στην πράξη, η πρόληψη λειτουργεί μόνο ως διακοσμητικό πλαίσιο ενός συστήματος που προτιμά να «σβήνει φωτιές» παρά να αποτρέπει εμπρησμούς. Ένα κράτος που φοβάται να προλάβει γιατί δεν θέλει να θίξει τους ισχυρούς.

Η δεύτερη φράση, για τον ανύπαρκτο εντοπισμό, αναδεικνύει το διαχρονικό έλλειμμα πολιτικής βούλησης. Οι έλεγχοι δεν είναι ούτε έγκαιροι ούτε αποτελεσματικοί και συχνά μετατρέπονται σε εργαλεία εσωτερικών ισορροπιών. Ο διοικητικός μηχανισμός δεν έχει κίνητρο να αποκαλύψει τη διαφθορά, αντιθέτως, έχει κάθε λόγο να τη συγκαλύψει. Οι ελεγκτές εξαρτώνται από τους ελεγχόμενους, οι ανεξάρτητες αρχές είναι θεσμικά ασθενείς και η δικαιοσύνη ασφυκτιά κάτω από τον όγκο υποθέσεων που δεν φτάνουν ποτέ στο τέλος.

Η τρίτη φράση, «οι αναφορές εμποδίστηκαν», αποτυπώνει τη βαθύτερη παθολογία. Το πνίξιμο της αλήθειας. Η διοίκηση δεν προστατεύει εκείνον που καταγγέλλει αλλά τον εκθέτει. Η πολιτεία δεν ενθαρρύνει τον έλεγχο αλλά τον εμποδίζει. Και όποιοι τολμούν να σπάσουν τη σιωπή βρίσκουν απέναντί τους ένα πλέγμα θεσμικής εχθρότητας. Το κράτος λοιπόν φοβάται το φως, γιατί το φως αποκαλύπτει τις διασταυρώσεις συμφερόντων που το συγκροτούν. Έτσι, η σιωπή γίνεται εργαλείο εξουσίας.

Η επιφανειακή έρευνα είναι η φυσική συνέχεια αυτής της κουλτούρας. Όταν το πολιτικό κόστος υπερισχύει της δικαιοσύνης, η έρευνα δεν μπορεί να φτάσει σε βάθος. Δημιουργούνται επιτροπές για τα φώτα της δημοσιότητας και όχι για την αποκάλυψη της αλήθειας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Καμία υπόθεση δεν ολοκληρώνεται, κανένα σκάνδαλο δεν έχει πολιτικό υπεύθυνο, καμία θεσμική τομή δεν μένει όρθια μετά την αλλαγή κυβέρνησης. Η ατιμωρησία έχει πια μετατραπεί σε καθεστώς και η λογοδοσία σε ρητορική επίφαση.

Και τότε έρχεται η πέμπτη φράση, η μόνη με ρήμα δράσης: «Πρέπει να καθαρίσουμε τους στάβλους του Αυγεία».  Εδώ δεν έχουμε μια λογοτεχνική υπερβολή διότι οι στάβλοι δεν είναι πια συμβολικοί. Είναι το κράτος που παραμένει καθηλωμένο στην πελατειακή του δομή, τα κόμματα που δεν εκφράζουν τις κοινωνικές προσδοκίες και  οι μηχανισμοί που αναπαράγουν τις ίδιες νοοτροπίες δεκαετιών. Είναι το σύνολο ενός πολιτικού συστήματος που μιλά για εξυγίανση αλλά ζει από τη διαπλοκή.

Όσο η πολιτική θα αντιμετωπίζει τη διαφθορά ως «επικοινωνιακό κίνδυνο» και όχι ως εθνική πληγή, τίποτα δεν θα αλλάξει. Όμως η  εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος καταρρέει και η Δημοκρατία φθείρεται όχι επειδή αποτυγχάνει αλλά επειδή παραιτείται από τη διεκδίκηση της αλήθειας. Αυτό ίσως πρέπει να μας τρομάζει.

Η ριζική πολιτική επανεκκίνηση που χρειάζεται η Ελλάδα δεν είναι ζήτημα κομματικής εναλλαγής. Είναι ζήτημα επαναθεμελίωσης του κράτους δικαίου. Χρειάζεται μια νέα πολιτική ηθική, που θα τοποθετήσει τη διαφάνεια πάνω από τη σκοπιμότητα, τη λογοδοσία πάνω από τη συναλλαγή και τον πολίτη πάνω από το κόμμα.

Χρειάζεται να επαναπροσδιοριστεί η σχέση εξουσίας και κοινωνίας, με θεσμούς που δεν θα εξαρτώνται από τις διαθέσεις των κυβερνώντων αλλά από την ισχύ των κανόνων.

Γιατί ριζική πολιτική επανεκκίνηση δεν σημαίνει απλώς αλλαγή προσώπων. Σημαίνει σύγκρουση με τις ρίζες της εξάρτησης, του πελατειακού κράτους, του φόβου και της σιωπής.

Σημαίνει να ξαναγραφτεί το κοινωνικό συμβόλαιο. Να επιστρέψει η πολιτική στην έννοια της ευθύνης.

Γιατί αν κάτι, μεταξύ άλλων, απέδειξαν οι πέντε φράσεις της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, είναι  πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλη εξωραϊσμένη παρακμή.