Κριτική για τη νέα ποιητική συλλογή του Δημοσθένη Δαββέτα «Πανδημία Αγάπης»

Κριτική για τη νέα ποιητική συλλογή του Δημοσθένη Δαββέτα «Πανδημία Αγάπης»

Του Χάρη Ιωσήφ*

Στην ποιητική του συλλογή με τίτλο Πανδημία Αγάπης ο Δημοσθένης Δαββέτας φιλοτεχνεί ένα άρτιο σώμα λόγου. Όπως ένας ζωντανός οργανισμός, έχει όλα τα μέλη, τον κορμό την κεφαλή ταιριασμένα σε ένα αισθητικό σύνολο, αν θυμηθούμε τον πλατωνικό Φαίδρο.[1] Ή όπως το θέτει ο Καβάφης: «Κ’ αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο για μένα».[2]  Το αισθηματοποιημένο corpus εδώ έχει τη μορφή ενός tombeau για την απώλεια του ερωτικού συντρόφου. Η οδύνη της μοναξιάς, η μελαγχολία και η μοναχικότητα θεραπεύονται από το φως που:

ἀπαγγέλλει στίχους ποὺ δὲν ἀκούγονται

ἀλλὰ νιώθονται σὰν βιολογικά, ψυχικὰ καὶ νοητικὰ μουσικὰ ἀκούσματα.

 

Ο ποιητής είναι ο «οφθαλμός του σύμπαντος κόσμου»[3], δυο μάτια όπως θα έλεγε ο Παλαμάς:

Μάτια τρίσβαθα, μάτια ηλιογέννητα,

διαλαλείτε του ήλιου τη δόξα

με τη γλώσσα την άλαλη εσείς [4]

 

Η άλαλη αυτή γλώσσα είναι κατά τον Δαββέτα η γλώσσα του φωτός, η «ἀνέκφραστη, ἀλλὰ γεμάτη ἐκφράσεις γλώσσα του» όπως λέει. Το βιβλίο του είναι μια πραγματεία πάνω στο φως και στην επίδρασή του με το εφήμερο. Αυτό είναι η απάντηση στο κεντρικό αίνιγμα της συλλογής: ποιά είναι η λέξη εκείνη που προφερόμενη δημιουργεί, περικλείει και απουσιάζει εν τη παρουσία της; Είναι το μέσον με το οποίο βλέπει ο οφθαμός και ο άνθρωπος ως ο ἀναθρῶν ἃ ὄπωπε,[5] αυτός, δηλαδή, που εξετάζοντας εκείνο που έχει δει (ὄπωπεν) παρατηρώντας με προσοχή (ἀναθρεῖ), αντιλαμβάνεται τον σύμπαντα κόσμο. Η γραφή είναι το μέσο της επικοινωνίας του καταληπτού και του ακατάλυπτου, η μετατροπή του φωτός σε λόγο ποιητικό στην προκείμενη περίπτωση:

Γράφω γιὰ ὅ,τι δὲν καταλαβαίνω

γιὰ ὅ,τι ἀγγίζω καὶ δὲν ἐλέγχω

γιὰ ὅ,τι νομίζω πὼς γνωρίζω

κι ὅλο μοῦ ἀποκαλύπτεται διαφορετικά

γράφω γιὰ μένα ποὺ δὲν μπορεῖ

νὰ βρεῖ τὴν θέση του στὸν κόσμο

 

Το «του» αυτό δεν είναι άλλο από το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο μας κατευθύνει περαιτέρω ως προς τη λειτουργία της γραφής λέγοντας:

Καλῶ τὶς λέξεις

Ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ ψυχή μου

Ώστε με τον τρόπο αυτό:

Δὲν θὰ βλέπω τὸ σῶμα μου νὰ διαλύεται

 

Για τον Δαββέτα η γραφή είναι ένας τρόπος προστασίας του ίδιου του σώματος της διήγησης. Αναφέρεται στο πλατωνικό ερώτημα της διπλής διάστασης του φαρμάκου ως ίαμα και ταυτόχρονα ως δηλητήριο για το ζωντανό ον, για «τον λόγο ως ζώον τον οποίο ισχυρίζεται ότι βοηθάει ή αναπληρώνει» όπως σημειώνει ο Ντεριντά.[6] «Γιατί γράφω;» αναρωτιέται ο ποιητής:

μὴν μὲ δεῖ ὁ χρόνος

 

ή για να θυμηθεί ότι όσο αποζητά τη θεραπευτική λειτουργία του φωτός, τόσο θέλει να κρυφτεί από τον Χρόνο που κρατά τις ανεκπλήρωτές του επιθυμίες.

Στὰ ὑγρά μου μάτια κρύβονται

Στριμωγμένες ἐπιθυμίες ποὺ δὲν ἐνσαρκώθηκαν

ὅπως κι ἐπιθυμίες

Ποὺ πῆραν σῶμα καὶ ὀστὰ καὶ ἔζησαν τὴν ζωή τους

 

ανακαλώντας τις Επιθυμίες του Αλεξανδρινού ποιητή:

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν

και τα ’κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,

με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά [7]

 

Για να αισθανθώ «ὅπως ὁ κουλός ποὺ θέλει νὰ θωπεύσει καὶ δὲν μπορεῖ» καταλήγει ο Δαββέτας. Για τον Καβάφη επρόκειτο για «νάρκη του άλγους», για τον Δαββέτα «Ἡ γραφὴ εἶναι μιὰ μορφὴ σήματος κινδύνου ποὺ στέλνεις ἐνῶ κολυμπᾶς στὸν ὠκεανὸ τοῦ θανάτου». Βέβαια, «τὸ γὰρ θανεῖν κακῶν μέγιστον φάρμακον νομίζεται».[8] Γράφει ο Ρίτσος στη Διαφάνεια: «μεταφέρεις το ποίημα από το ένα δωμάτιο στο άλλο σαν έναν ολόγυμνο νεκρό». Είναι ο ίδιος νεκρός που με τη μορφή του Σαρπηδόνος οδοιπορείται από τον Ύπνο και τον θάνατο – τα δύο αδέλφια – στη Λυκία για να ταφεί.[9] Για τον Δαββέτα ο Ύπνος αποτελεί θεραπεία/φάρμακο κατά της αγωνίας για Αθανασία.

Ο Δαββέτας διαβαίνει ένα κατώφλι, αυτό του θανάτου και της απώλειας, με όχημα την ποίηση. Είναι ένας διάττων που τολμά να πλησιάσει το πυρακτωμένο φως ενός άστρου, με αποτέλεσμα να ενδύεται μια ουραία φλόγα αισθητικών απομνημονευμάτων προς την πλανητική ειμαρμένη του ανθρώπου, όπως θα έλεγε ο Αξελός.[10] Αυτό το άστρο θα μπορούσε να είναι το ακλόνητο Bright Star του Keats, ο άγρυπνος αυτός ερημίτης που απλώνει το φως του ως το σώμα της αγαπημένης. Είναι ταυτόχρονα όμως και ένα άστρο στην ανήσυχη νύχτα του Eliot,[11] το φως το οποίου δίνει ελπίδα μέσα στην αβεβαιότητα του έρωτα και των ερειπίων της αγάπης που μπορεί ν’ αφήσει πίσω της. Άλλωστε, τα άστρα συμβολίζουν το απροσπέλαστο και το ιδεατό και οι διάττοντες τα οχήματα των ποιητών απ’ όπου κατεβαίνουν στη γη όπως συμβαίνει στα ερωτικά γράμματα του Cyrano de Bergerac προς τη Ρωξάνη. Σε μια αποστροφή του ο Δαββέτας μάς εξομολογείται ότι:

Παίζω κουτσὸ μὲ τ᾿ ἀστέρια

 

Είναι προδομένος από τη βιολογία που ευθύνεται για τον πρόωρο χαμό του αγαπητού του προσώπου, της «λυπημένης Σοφίας». Κανένα από τα άλλα άστρα του σύμπαντός του δεν είναι ικανά να του προσφέρουν ούτε την ίδια χαρά ούτε τον ίδιο πόνο της έλλειψης, γιατί και τα δύο τον γεμίζουν περισσότερο.

Στον κόσμο του Δαββέτα η αγάπη είναι καταδικασμένη και ο ίδιος ως άλλος Colin του Boris Vian[12] πενθεί για την απώλειά της. Η γραφή του, θα έλεγε κανείς, είναι αυτή ενός αναποφάσιστου αυτόχειρα. Η μνήμη, τα όνειρα και ο πόνος τον κρατούν ακόμα στον κόσμο.

Εὐτυχῶς ποὺ ἔχω ἀκόμη τὰ δάκρυα γιὰ νὰ μὲ ζεσταίνουν

 

Τα αινίγματα που θέτει ως αναπάντητα ερωτήματα (πέρα από το αίνιγμα του φωτός στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη) αποτελούν παραινέσεις εις εαυτόν να συμμετάσχει σε μια διονυσιακή γιορτή εξορκισμού του θανάτου.

 

Αίνιγμα   Λύση
Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ φωνή (που…)   Η φωνή του ποιητη
Ποιοί εἶναι αὐτοὶ οἱ ἤχοι (που…)   Οι χτύποι του ρολογιού

 

Ο εσωτερικός μονόλογος που διέπει την ανα χείρας συλλογή διακόπτεται ενίοτε από εξομολογήσεις προς το απόν αντικείμενο του έρωτα, αλλά και διδακτικής διάθεσης ποιήματα, όπου ο ποιητής εκθέτει τις αρχές που διέπουν τις αισθητικές του ποιότητες και κινητοποιούν τη συγκίνησή του. Ισορροπεί μεταξύ του ελεύθερου στίχου και πεζοποιημάτων, που άλλοτε αποτελούν την αρχή ή την κατακλείδα θεματικών ενοτήτων. Με τον τρόπο αυτό συνθέτει τα μέλη του ποιητικού σώματος που ο ίδιος θα χαρακτήριζε:

Ὡς γλῶσσα, ὡς σύλληψη, ὡς σῶμα,

Ὡς χῶρος, ὡς χρόνος.

 

 

Χάρης Ιωσήφ είναι ποιητής.

[1] 264c.

[2] Κ. Π. Καβάφης, Τα ποιήματα, Β΄ τόμος, Ίκαρος (2016) σελ. 84.

[3] Γ. Βέης, Ως οφθαλμός του σύμπαντος κόσμου, BookPress, 24 Μαΐου 2016.

[4] Κ. Παλαμάς, Στα μάτια ύμνος (1895).

[5] Πλάτωνος Κρατύλος, 399c.

[6] J. Derrida, Πλάτωνος Φαρμακεία, μτφ. Χ. Γ. Λάζος, Άγρά (1972), σελ. 128.

[7] Κ. Π. Καβάφης, Επιθυμίες (1904).

[8] Ευριπίδη,  Ηρακλείδαι 595.

[9] Κ. Π. Καβάφης, Τα ποιήματα, Α΄ τόμος, Ίκαρος (2016) σελ. 118.

[10] Βλ. Κ. Αξελός, Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, Εξάντας (1986) σελ. 160-161.

[11] T.S. Eliot , The Love Song Of J. Alfred Prufrock, Prufrock and Other Observations, The Egoist Ltd (1917) pp.11-17.

[12] Boris Vian, Ο αφρός των ημερών, γαλλικός τίτλος: L’Écume des jours, Editions Gallimard (1947).

Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη

Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.

Viber: +306909196125