Λαμπρινή Σιδέρη: «Ευτυχώς έχω πολλά απωθημένα»

Η Λαμπρινή Σιδέρη μιλάει για το βιβλίο της και μέσα από την κουβέντα μας φωτίζονται κάποιες πτυχές του εαυτού της.

Λαμπρινή

Σπούδασε μαθηματικά, γιατί τα αγαπά, όπως αγαπά και τη δουλειά της εκπαιδευτικού -κόρη δασκάλων, άλλωστε! Μέσα της, όμως, σιγόκαιγε από μικρή ακόμα μια αγάπη, αυτή για το γράψιμο. Σήμερα, κρατάμε στα χέρια μας το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Απωθημένα πουλάω» (εκδ. Ανεμολόγιο). Πρόκειται για την ιστορία της Πέτης και του Μανώλη, οι οποίοι μάς δανείζουν στιγμές από την κοινή τους ζωή και μας φέρνουν αντιμέτωπους με τα… απωθημένα. Μπορούν άραγε αυτά να καθορίσουν ή να επηρεάσουν τις επιλογές μας;

Η Λαμπρινή Σιδέρη μιλάει για το βιβλίο της και μέσα από την κουβέντα μας φωτίζονται κάποιες πτυχές του εαυτού της.

 

Επαγγελματικά επιλέξατε τη… μαθηματική οδό. Παράλληλα έχετε συμμετάσχει με χαϊκού σας στη συλλογική έκδοση «Χαϊκού της Ανοιξης» ενώ, πρόσφατα, κυκλοφόρησε το πρώτο σας μυθιστόρημα. Τι αγαπάτε στον καθένα από τους δύο αυτούς κόσμους και πού συναντιούνται;
Ο δρόμος των μαθηματικών και η οδός της λογοτεχνίας σίγουρα δεν είναι παράλληλοι. Ο ένας κοιτάζει με δέος τον άλλον και έχουν ένα σημείο τομής: Την ερμηνεία των πραγμάτων. Οταν ο λογοτέχνης νιώθει να υπερβάλλει στα συναισθήματα, φλερτάρει τη λογική των μαθηματικών. Και όταν οι μαθηματικοί παραγίνονται ρομποτάκια, ηρεμούν με ένα λογοτεχνικό έργο.

 

Πώς, λοιπόν, «γεννήθηκε» το «Απωθημένα πουλάω»;
Δεν υπήρξε -ευτυχώς- κάποιο συγκεκριμένο έναυσμα για να γεννηθεί το συγκεκριμένο βιβλίο. Μου άρεσε πάντοτε να γράφω, από πολύ μικρή μουτζούρωνα με σκέψεις τα τετράδιά μου. Σιγοέκαιγε μέσα μου η ανάγκη να γράψω ένα βιβλίο, να κλείσω τον ρομαντισμό μου σε αυτό και να τον μοιραστώ. Μου άρεσε πάντα να έχω ένα δικό μου κόσμο, κλειστό, ήσυχο, προστατευμένο, να με ηρεμεί. Καμουφλάρεις όμορφα τα συναισθήματά σου, τα δανείζεις σε ήρωες που εσύ δημιουργείς και αυτό σε γεμίζει και σε αδειάζει ταυτόχρονα. Ο,τι περνάω στο χαρτί, σχεδόν φεύγει από μέσα μου και νιώθω καλά.

 

Το βιβλίο σας υμνεί τη μητρότητα, ενώ όλα τα έσοδα από τις πωλήσεις του πηγαίνουν στην «Κιβωτό της Αγάπης» στην Πάτρα. Θα μας πείτε;
Το βιβλίο καταπιάνεται με λέξεις που δεν έχουν πληθυντικό αριθμό: Συντροφικότητα, αγάπη, ευγνωμοσύνη, μητρότητα… έχω πλάσει τους ήρωες μου να τις υπηρετούν μέχρι τέλους. Ολο το νόημα του βιβλίου χωράει στις τρεις τελευταίες γραμμές του. Αλλά, απαιτεί από τον αναγνώστη να έχει μελετήσει και όχι να διαβάσει επιπόλαια το βιβλίο. Δεν θα το χάριζα. Θα ήταν έγκλημα. Αν δεν δώσεις βάρος σε κάθε λέξη, απλά δεν θα καταλάβεις το τέλος. Και θα ήταν κρίμα… Οταν λοιπόν φτάσετε εκεί, θα καταλάβετε γιατί αποφάσισα να κάνω για πάντα δωρεά τα έσοδά μου ως συγγραφέας, στην «Κιβωτό της Αγάπης» στην Πάτρα…
Στην ιστορία σας θίγετε κι έναν κακό σύμβουλο για τις ανθρώπινες σχέσεις: την επιφάνεια. Είναι ίδιον της εποχής μας, λέτε;
Ο διάβολος της επιφάνειας πάντοτε υπήρξε. Και καλά κάνει και υπάρχει. Είναι ο πιο σύντομος δρόμος να διαλέγεις τους ανθρώπους με τους οποίους ΔΕΝ πρέπει να πορεύεσαι. Είναι πανεύκολο να κρίνεις και να κρίνεσαι από την εικόνα. Ευκολία που δε βρίσκεις εύκολα σε άλλους τομείς. Κοίταξέ με, κρίνε με, γεια σου. Αντίο.

 

Απωθημένα: Πώς στέκεστε απέναντι σε αυτό το «βάρος» και ποια θεωρείτε ως την καλύτερη διαχείρισή τους; Πιστεύετε ότι έχουν… φύλο;
Ευτυχώς έχω πολλά απωθημένα, αλλιώς πώς θα τα λέγαμε ε; Και πρέπει να έχουμε. Σχεδόν απαιτείται. «Και τότε τι θα απογίνουμε χωρίς βαρβάρους;». Τα θεωρώ χρήσιμο «βαρίδιο», αρκεί να σε κάνουν να ψάχνεις τον εαυτό σου, να τον μαθαίνεις, αλλά όχι να τον παιδεύεις. Το πιο ενδιαφέρον για μένα είναι ο τρόπος που οι άλλοι ερμηνεύουν τα απωθημένα μας και όχι εμείς. Εμείς τα χουμε στείλει εξάλλου στο υπέροχό μας ασυνείδητο να κοιμηθούν. Αυτό επιδιώκει και το βιβλίο μου.

 

Γεννηθήκατε στην Αρτα, αλλά σπουδάσατε, ζείτε και εργάζεστε στην Πάτρα. Τι σημαίνουν αυτές οι πόλεις για εσάς;
Αγαπώ την Αρτα, τα χωριουδάκια μου -Χελώνα και Διάσελλο. Μου χάρισαν όμορφα καλοκαίρια. Η Πάτρα έγινε ο τόπος μου. Δεν διαλέγω πλέον τόπο, διαλέγω ανθρώπους. Εδώ ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, εδώ ζω και μεγαλώνω. Την αγαπώ σαν πόλη, έχει όμορφους ανθρώπους…
Βρισκόμαστε στο κατώφλι του 2022, τι ονειρεύεστε για τη νέα χρονιά;
Η ιστορία της πανδημίας μάς δίδαξε να μην θεωρούμε τίποτα αυτονόητο. Δεν χαρίζονται οι αγκαλιές, τα χάδια, τα φιλιά, τα χαμόγελα, οι βόλτες, οι ανέμελες λιακάδες, οι μαζώξεις φίλων σε μικρά σαλόνια για ένα κρασάκι. Ονειρεύομαι το 2022 να περπατώ στον δρόμο χέρι-χέρι με την κόρη μου και τον άντρα μου και να βλέπω χαρούμενους ανθρώπους. Μονάχα αυτό! Μεγάλο πράγμα οι χαρούμενοι άνθρωποι…

*Τα σκίτσα του βιβλίου φιλοτέχνησε αφιλοκερδώς (αφού τα έσοδα της συγγραφέως από τις πωλήσεις προορίζονται για καλό σκοπό) η εικαστικός Αναστασία Μηλιτσοπούλου.