Τάκης Καμπύλης: «Ας ευχηθούμε να μη χρειαστεί να πάρει τα όπλα η Δημοκρατία»

Το νέο του βιβλίο, «Γενικά συμπτώματα» (εκδ. Καστανιώτη) αποτελεί μια ανάγλυφη απεικόνιση της σύγχρονης πραγματικότητας επί πανδημίας, μέσα από τις διασταυρούμενες ιστορίες πέντε χαρακτήρων που έρχονται αντιμέτωποι με τις συνέπειές της. Μονόλογοι βαθιά αληθινοί χαρακτήρων της διπλανής πόρτας. Διόλου τυχαίο που η νουβέλα του είναι υποψήφια για το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο Τάκης Καμπύλης μιλά για τη «γέννησή» της, τους ήρωές της, σχολιάζει την αλλαγή της δημοσιογραφίας, εκφράζει τις ανησυχίες του για τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Oι ζωές πέντε ανθρώπων διασταυρώνονται στο βιβλίο σας, το οποίο εκτυλίσσεται επί καραντίνας στην Αθήνα. Το εξώφυλλο «φωνάζει» πανδημία, όμως τα «γενικά συμπτώματα» αντιστοιχούν και στην πρότερη(;) οικονομική κρίση. Πώς προέκυψε η ιδέα;

Ηταν βέβαια το βάρος της πανδημίας, ο ζόφος από την ισοπεδωτική δράση ενός «ιού» -με τον συμβολισμό που καθένας μας εκπέμπει με την προσωπική του στάση. Στην αρχή επιχείρησα να γράψω κάτι ολότελα διαφορετικό –μάλιστα το ολοκλήρωσα, αλλά τελευταία στιγμή το παραμέρισα. Και καταπιάστηκα με τα «Γενικά Συμπτώματα». Μάλλον επειδή δεν ήθελα να προσπεράσω, έστω κι ως το περιβάλλον μιας μυθοπλασίας, την πανδημία. Τόσα χρόνια δημοσιογράφος δεν γινόταν αλλιώς. Επίσης ήθελα να κόψω και τον ομφάλιο λώρο με το προηγούμενο βιβλίο («γίγαντες και φασόλια –ή Δεν γίνονται αυτά εδώ» επίσης από τον Καστανιώτη) γι’ αυτό κι επέλεξα –μεταξύ άλλων- ως φόρμα μια αφήγηση μονολόγων.

Ο τραπεζικός-πειραματόζωο, ο χρεοκοπημένος έμπορος, η πάσχουσα από αλτσχάιμερ γυναίκα του, ο 28χρονος χωρίς μέλλον γιος του, ο ιδιοκτήτης ενός καφέ, ο άνεργος δημοσιογράφος. Τι σας οδήγησε στην επιλογή των χαρακτήρων, κάποιοι εκ των οποίων «αλληλοσπαράσσονται»;

Οτι είναι πολύ συνηθισμένοι. Αν δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι, θα έχουμε κομμάτια τους, έστω ως φόβους. Είναι χαρακτήρες οικείοι κι η συνείδηση να μην ξεχωρίζεις, να είσαι προσαρμόσιμος, να ζεις by the book και, τελικά, να νιώθεις σαν κοινωνικό βαρίδι συνιστά εξομολόγηση που, νομίζω, αξίζει να ακουστεί.

Πριν από καθέναν από τους πέντε μονολόγους-ομολογίες παρεμβάλλεται ένα κείμενο-σχόλιο. Θα μας πείτε για τον ρόλο αυτών των παρενθέσεων;

Θα μπορούσαν να είναι η φωνή ενός υποβολέα που ψιθυρίζει τη μεγάλη εικόνα του σκηνοθέτη επειδή οι ηθοποιοί έχουν ήδη αυτονομηθεί από το σενάριο. Τουλάχιστον αυτό επιδίωξα, με τη γραφή πιο πυκνή, πιο επιγραμματική, σαν υπόμνηση ημερολογίου πολέμου.

«Τη ρημάξαμε τη ζωή μας γιατί δεν την αλλάξαμε» λέει ο γιος. Πιστεύετε ότι η αλλαγή είναι στο χέρι μας, προκειμένου να μην καταλήγουμε με ισοπεδωμένη αξιοπρέπεια, όπως κάποιοι εκ των ηρώων σας;

Μεγάλο θέμα αυτό. Και διαχρονικό, επιβεβαιωμένο από τότε που γεννήθηκε η γραφή. Ωστόσο σκέφτομαι ότι για το συγκεκριμένο έχω δώσει, κατά καιρούς, διαφορετικές απαντήσεις. Ισως όλοι μας. Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί κάθε φορά την απάντηση; Η συγκυρία; Το θυμικό; Στη συνάρτηση, μήπως οι σταθερές τελικά είναι κι αυτές μεταβλητές; Για παράδειγμα ο τραπεζικός κι ο γιος του εμπόρου γιατί δίνουν τόσο διαφορετικές απαντήσεις στο συγκεκριμένο ερώτημα; Φαίνεται λοιπόν ότι η μόνη σταθερά στη συνάρτηση είναι πως ο χαρακτήρας, είναι το Πεπρωμένο: Η διαρκής στιγμή εκκίνησης προς την κάθε αλλαγή -ή και εγκατάλειψης.

Το βιβλίο σας αρχίζει και τελειώνει με ένα «Ουφ!». Επιφώνημα που εκφράζει…

την αρχή και το τέλος μιας κοινής ακολουθίας αν και εκφέρεται από δύο χαρακτήρες, ξένους μεταξύ τους, που η πλοκή θα τους φέρει κοντά, σε συνθήκη στενής αλληλεξάρτησης: Η ζωή του ενός, η μνήμη του άλλου. Αποτυπώνεται, πιστεύω, η ανακούφιση μετά την ανάληψη ευθύνης, από διαφορετικά πρόσωπα και για διαφορετικούς λόγους.

Μέσω του με δύο πτυχία κι ένα μεταπτυχιακό άνεργου δημοσιογράφου σας σχολιάζεται η αλλαγή που έχει επέλθει στη δημοσιογραφία. Εχοντας διαγράψει χιλιόμετρα στον χώρο, πώς φαντάζει σήμερα στα μάτια σας;

Αντιφατική: Στενάχωρη γιατί τα σημερινά προβλήματα στην ενημέρωση τα πληρώνουν οι νέοι συνάδελφοι αν και δεν έχουν ευθύνη για το μιντιακό τοπίο. Καταγράφονται όμως και δημοσιογραφικοί πειραματισμοί αξιοθαύμαστοι. Εας μεγάλος στρατός νέων, ανεξάρτητων δημοσιογράφων, με σημαντικές δεξιότητες, γυρίζει την πλάτη στο copy paste κι επιστρέφει στην έρευνα. Και μια νέας μορφής συνέργεια αρχίζει και γεννιέται. Το βλέπουμε από τις ευκαιριακές ή πιο μόνιμες συμπράξεις δημοσιογράφων από πολλές χώρες που χτίζουν ο καθένας τους ένα κομμάτι μιας μεγάλης κοινής έρευνας που δύσκολα θα μπορούσε να αναλάβει ακόμη κι ένας ισχυρός εκδοτικός μηχανισμός. Το νέο τοπίο δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί, θα γίνει πιο απαιτητικό και ανταγωνιστικό αλλά δεν θα μπορεί εύκολα να παραμερίσει τις αυξημένες απαιτήσεις των αναγνωστών και τον πόλεμο των σόσιαλ μίντια. Με λίγα λόγια η δημοσιογραφία θα αναλάβει πάλι τις ευθύνες της.

Βιώσαμε την οικονομική κρίση, κι όταν πήγαμε να πάρουμε μια ανάσα, προέκυψε η υγειονομική. Δυο χρόνια μετά, με κάποιες ελπίδες για κανονικότητα να διαφαίνονται, ξεσπά ο πόλεμος στην Ουκρανία. Πώς βλέπετε να εξελίσσονται τα πράγματα;

Απροσδόκητα, όπως ήταν αυτά που ήδη ζούμε. Τα γεγονότα και το σύνολο των επιπτώσεων πλέον προεξοφλούνται στον ίδιο χρόνο. Η ταχύτητα με την οποία συγκροτείται σε κάθε μήκος και πλάτος η συνειδητοποίηση της καταστροφής είναι πολλαπλάσια. Υπάρχουν νέοι παίκτες που συμβάλλουν σ’ αυτό. Επίσης είναι ανησυχητικό ότι η αποτελεσματικότητα του πολιτικού προσωπικού φαίνεται κατώτερη των περιστάσεων -μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο Ζελένσκι αποκατέστησε μέρος της χαμένης τιμής της πολιτικής. Πολλά, ιδέες, απόψεις, βεβαιότητες, καταστάσεις, έχουν τεθεί σε ριζική αναθεώρηση. Ας κρατήσουμε στην άκρη του μυαλού μας τη φράση του Αμος Οζ ότι «υπήρξαν στιγμές που η Δημοκρατία χρειάστηκε να πάρει τα όπλα» κι ας ευχηθούμε να μην ζούμε μια τέτοια στιγμή.

Τα «Γενικά συμπτώματα» σας χάρισαν υποψηφιότητα για το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τι σημαίνει αυτή η διάκριση για εσάς;

Το ότι ασχολήθηκαν κάποιοι άνθρωποι -με γνώση και παρουσία στον χώρο του βιβλίου- κι επέλεξαν τα «γενικά συμπτώματα» ως ελληνική υποψηφιότητα δεν είναι απλή υπόθεση, δεν μου το χρώσταγε η ζωή, είναι λοιπόν μεγάλη τύχη. Ως εύνοια το εισπράττω -και με μεγάλη χαρά.