Μια οφειλόμενη συνέχεια στην παρέμβαση Ευριπίδη Νικολάου

ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
“Η δικαστική… φούγκα στην οικονομική κρίση”. Αυτός ήταν ο τίτλος σε ένα σημαντικό κείμενο αφήγησης του Εισαγγελέα Εφετών κ. Ευριπίδη Νικολάου στην “Π”. Ο όρος φούγκα προέρχεται από τη λατινική λέξη fuga και σημαίνει φυγή, διαφυγή. Ο κ. Νικολάου με την ευαισθησία και την ανθρωπιά που τον διέπει θέλησε να περιγράψει, πώς η Δικαιοσύνη αναζητούσε οδούς διαφυγής, για να υπερασπιστεί μέσα στα υπάρχοντα νομικά όρια, ανθρώπους που κινδύνευαν με φυλάκιση εξ αιτίας “μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο”.
Περιέγραψε μια αληθινή δίκη με έναν εκδότη κατηγορούμενο και έναν δικηγόρο φίλο του συνήγορο. Ο εκδότης ήμουν εγώ, γι΄αυτό και θεωρώ βαθιά ανθρώπινη υποχρέωση να προσθέσω ό,τι πρέπει στο κείμενο του κ. Νικολάου. Δικηγόρος, ο καλός μου φίλος Γιάννης Παπαναστασόπουλος.
Ο κ. Νικολάου περιέγραψε με θαυμαστή ακρίβεια ό,τι βίωσε. Ωστόσο δεν είχα ιδέα για το πώς εισέπραξε τότε ο Εισαγγελέας και η Εδρα των Δικαστών την διαδικασία στην οποία ήμουν ο (αρνητικός) πρωταγωνιστής. Φυσικά με τιμά το γεγονός ότι μνημονεύεται και μάλιστα με λεπτομέρειες, τόσα χρόνια μετά. Και με συγκινεί.
Ο κ. Νικολάου υπενθύμισε ότι το αδίκημα ήταν βεβαιωμένο, (δεν είχα καταβάλει τον ΦΠΑ), ότι είχαν δοθεί, δυο αναβολές μήπως και ρύθμιζα το χρέος, (δεν το είχα ρυθμίσει), την απολογία μου, την εισαγγελική πρόταση αθώωσης γιατί δεν υπήρξε ο ελάχιστος δόλος αλλά αιτία ήταν η οικονομική κρίση) και η αθώωση από Εδρας. Ηταν μια προσπάθεια της Δικαιοσύνης – έγραψε – να αποφύγει την έκδοση μια άδικης απόφασης.
Στα παραπάνω προσθέτω τη δική μου οπτική, από το εδώλιο, που πιστεύω ότι συμπληρώνει με ουσία αυτό που με τόση ανθρωπιά υποστηρίζει ο κ. Εισαγγελέας. (Οτι δηλαδή και σήμερα, η πανδημία έχει φέρει στο εδώλιο ανθρώπους που δεν θα έπρεπε να δικάζονται και πως η Δικαιοσύνη οφείλει να συμπαρασταθεί).
Τρεις παράμετροι:
Η ΠΡΩΤΗ: Ημουν στο εδώλιο για κακούργημα. Σκεπτόμουν ότι είχα αλλάξει την ιστορία του τοπικού και περιφερειακού τύπου με μια διαδρομή 15 χρόνων γράφοντας ιστορία, πρώτος με μοναδικές μεταρρυθμίσεις, με σπουδαίες εκδόσεις, 55 θέσεις εργασίας, σχολή δημοσιογραφίας, (ούτε μια ποινή για συκοφαντική δυσφήμηση), μια αληθινή σημαία της πόλης. Κανείς δεν θα υπολόγιζε αυτή την διαδρομή προσφοράς στον κλάδο και την κοινωνία. Στο εδώλιο ήμουν για κακούργημα με απειλή φυλάκισης. Τίποτε άλλο.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ: Ο Γιάννης Παπαναστασόπουλος παρέδωσε στο Δικαστήριο επίσημο έγγραφο της Τράπεζας με σφραγισμένες επιταγές πελατών μου ύψους 324.000 ευρώ. Είπα στην Εδρα: “Δεν εισέπραξα ποτέ τον ΦΠΑ για να το αποδώσω κύριοι Δικαστές. Και την ώρα που εγώ είμαι κατηγορούμενος για κακούργημα, αυτοί που δεν μου πλήρωσαν ούτε τον ΦΠΑ, ούτε το κεφάλαιο, είναι στα σπίτια τους με τις οικογένειες τους”.
Το επιχείρημα δεν είχε νομική βάση. Ο νόμος λέει: πληρώνεις εσύ το ΦΠΑ των άλλων και κυνήγα τους να το πάρεις. Ενιωθα βαθιά αδικημένος. (Στην Ευρώπη το ΦΠΑ πληρώνεται στο κράτος με την είσπραξη της επιταγής, από την Τράπεζα. Αν η επιταγή δεν πληρωθεί, το κράτος κυνηγά τον εκδότη της).
Η ΤΡΙΤΗ: Ο Προκόπης Παυλόπουλος, Συνταγματολόγος και μετέπειτα Πρόεδρος Δημοκρατίας υπερασπιζόταν με πάθος την ΑΘΩΩΣΗ κάθε οφειλέτη στο Δημόσιο αν δεν υπήρχε δόλος. Σε μια συνέντευξη που μου είχε δώσει υποστήριζε ότι εφόσον δεν υπάρχει δόλος (αλλά αδυναμία από εξωγενείς παράγοντες) είναι ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ να επιβάλλονται ποινές.
Στο εδώλιο σκεπτόμουν ότι ένα (οικονομικό) τσουνάμι, είχε σαρώσει επιχειρήσεις και ζωές. Αντί να σπεύσει ο Ερυθρός Σταυρός και και οι Κοινωνικοί Φορείς, οι πολιτικοί έστελναν το ΣΔΟΕ, έχοντας κάνει ποινικό την οφειλή άνω των 5.000 ευρώ και αυξάνοντας τα παράβολα άνω των 1.000 ευρώ ανά δίκη!
Ποτέ δεν άλλαξε ο νόμος. (Ο ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο, ανέβασε την οφειλή άνω των 100.000 για ποινική δίωξη, σώζοντας χιλιάδες ανθρώπους από τη διαπόμπευση).
Ενιωθα απέραντα μόνος στο εδώλιο λοιπόν, αλλά αποδείχθηκε ότι δεν ήμουν. Εισέπραξα αυτό που ο Ευριπίδης Νικολάου έγραψε: Ενσυναίσθηση και ανθρωπιά. Και δεν μιλώ μόνο για την δική μου υπόθεση.
Παρακολουθώντας άλλες δίκες πριν από την δική μου, έβλεπα τον αγώνα των Δικαστών από Εδρας να δώσουν διεξόδους σε κατηγορούμενους όπως εγώ. Μέσα στο νομικό πλαίσιο που υπήρχε, αναζητούσαν ελαφρυντικά, έδιναν αναβολές για να πληρωθεί ένα μέρος της οφειλής που όμως θα μετέτρεπε το αδίκημα από κακούργημα σε πλημμέλημα (και πιθανόν να είχε διαγραφεί) και πολλά ακόμη.
Το προσπαθούσαν καθημερινά οι Δικαστές, αν και εγώ ο εκδότης γνώριζα ότι το πολιτικό σύστημα τους πίεζε μέσω της Κεντρικής Δικαιοσύνης, κεντρικά για “όσο το δυνατόν βαρύτερες ποινές παραδειγματισμού”. Μάλιστα για αρκετές υποθέσεις ζητούσαν επανεκδίκαση. Κι όμως. Παρά τις πιέσεις, οι Δικαστές συνέχιζαν να προσπαθούν.
Ολα όσα έγραψε ο κ. Ευριπίδης Νικολάου περιγράφουν την αλήθεια. Την συμπληρώνω σήμερα με την δική μου ματιά. Αλλά ο κ. Νικολάου, μου δίδει την μεγάλη ευκαιρία να πω δημόσια αυτό που τότε δεν μπόρεσα. Ενα ευχαριστώ στον ίδιο και σχεδόν στο σύνολο των Δικαστών εκείνης της εποχής που στάθηκαν όχι σε μένα, αλλά σε εκατοντάδες συνανθρώπους μας τόσο ανθρώπινα.
Οι Δικαστές αυτοί, ήταν μια αχτίδα φωτός σε μια ζοφερή, γεμάτη απελπισία και αδιέξοδα εποχή. Και ο κ. Νικολάου ήταν από εισαγγελικής έδρας ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ που τολμούσε.