Η ενδεκάτη εντολή

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Συνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Η σύσταση είναι σαφής και αυστηρή: Όταν ανοίγουν οι κληρικοί το στόμα τους, να προσέχουν τι θα πουν, για να μην εκθέσουν τον εαυτό τους και την Εκκλησία και για να μη δώσουν αφορμές. Αυτό θα πει, μπορεί να έχετε απόψεις οπισθοδρομικές, ρατσιστικές,
ομοφοβικές, μισογυνικές, αλλά να τις κρατάτε για τον εαυτό σας.

Αραγε τι είναι δημοκρατικό; Να μην παρεμβαίνουμε στη συνείδηση του άλλου- όπως και στις δουλειές, όπου αρκεί να εκτελείς τα καθήκοντά σου, ανεξαρτήτως των πεποιθήσεων και των γενικότερων προβληματισμών σου- ή να επιτρέπουμε στη συνείδηση του άλλου να εκφράζεται ελεύθερα; Πολύ μας μπερδεύει το ερώτημα αυτό. Καλά είμαστε πριν πάρει ο Δωδώνης θέση στο ζήτημα των βιασμών, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να βιαστείς χωρίς συναίνεση, δηλαδή κάπως θα γυρίσεις το σώμα σου από εδώ, κάπως από εκεί, και θα αποφύγεις τη διείσδυση, δεν το είχαν σκεφτεί οι Σμυρνιές που βιάστηκαν κατά κύματα όταν μπούκαραν οι αγριεμένοι Τσέτες στην πόλη τους, εκτός αν ο σεβασμιότατος θεωρεί ότι οι γυναίκες εκείνες βιάστηκαν με τη θέλησή τους. Ούτως ή άλλως, ο σεβασμιότατος πρέπει να επανεξετάσει τα ελληνικά του, τουλάχιστον ως προς τη σημασία των εννοιών «βιασμός»και «βία». Εκτός αν εννοεί ότι στα σκοτεινά βάθη της ψυχής και του
ασυνειδήτου, ελλοχεύει ένα ανομολόγητο στοιχείο δίψας για λύτρωση που μπορεί μόνο με τη βία να ελευθερωθεί, διότι η βία υπερνικά σωματικές και ηθικές άμυνες, δίνοντας σύνθημα για την απελευθέρωση αυτή, σε ένα τοπίο όπου οι έννοιες καταλύονται, διότι οι έννοιες είναι πολιτισμικά εμφυτεύματα στη συνείδηση και δεν δεσμεύουν, δεν ερμηνεύουν τα άδυτα της αλήθειας της ψυχής. (Δύσκολη παράγραφος: Δεν ξαναγράφεται)

Επόμενη ερώτηση: Τι είναι προτιμότερο; Να κρύβει κανείς τις απόψεις και τις πεποιθήσεις του, για να μην προκαλέσει την τύχη του, αλλά κατά τα λοιπά να συναγελάζεται μαζί μας, να του εμπιστευόμαστε ευαίσθητα καθήκοντα, να ασκεί ρόλο που του επιτρέπει να είναι επιδραστικός, οχυρωμένος πίσω από μια θλιβερή, αυτοκαταδυναστευτική υποκρισία; Ή να δηλώνει στον περίγυρο ή και την ανοιχτή αγορά την πραγματική του ιδεολογία και διάνοια;

Και επίσης: Πόσο συμβατό με την ηθική είναι, να ασκεί κανείς μια από τις πλέον ηθικολογικές αποστολές, αυτή τη επισκόπου, αποσιωπώντας την αλήθεια της σκέψης του, και λειτουργώντας στους κόλπους ενός οργάνου που διεκδίκησε και υπερασπίζεται
μαχητικά τον ρόλο του ιστορικού θεματοφύλακα της ηθικής, της αλήθειας, της καθαρότητας;

Κι ακόμα; Μπροστά στην αλήθεια και το ψέμα, την ειλικρίνεια και τη διπροσωπία, την αμεσότητα και την επιτήδευση , τι είναι αυτό που επιλέγει η Εκκλησία; Κι αυτό που επιλέγει συμπίπτει με όσα θα επέλεγε ο Κύριος Ημών, αν κάποιον τον ρωτούσε, και αν εκείνος
θεωρούσε πως είναι δυνατόν να έχουμε ακόμα απορίες επ’ αυτού, ώστε να του κάνουμε μια τέτοια ερώτηση;

Και βέβαια: Πιστεύει η Εκκλησία ότι επειδή η αποστολή της είναι δεμένη με τα ανθρώπινα, συγχωρείται οι άνθρωποί της να τρωθούν και να προσβληθούν από τα ανθρώπινα, τις μικρότητες, τις εμπάθειες, τις προκαταλήψεις; Εν τοιαύτη περιπτώσει, πόσο αυθεντικός είναι ο σκοπός της ηθικής τελείωσης και της θέωσης; Παλεύεται; Είναι κοινά αποδεκτή στους κόλπους της ίδιας της Εκκλησίας η έννοια αυτής της τελείωσης; Ή καθένας θεωρεί ως
τελείωση την κατάκτηση της ηθικής σφαίρας που ταιριάζει στην προσωπική του κοσμοθεωρία, κατά προτίμηση πεπαλαιωμένη, αναχρονιστική, ταυτισμένη με τις κοινωνικές αντιλήψεις των εποχών όπου εδιώκετο πάσα διαφορετικότης και που ο
ενάρετος βίος ήταν συνώνυμος του περιορισμού των παθών και των σκιρτημάτων, μια εγκύκλια υπόθεση, στο πεδίο όπου ο κατηχητής συναντιόταν με τον χωροφύλακα και τον πάτερ φαμίλια;

Σε τελευταία ανάλυση: Αν τα ανθρώπινα δεν παρακολουθούν τις υψηλές έννοιες και τις περίπλοκες αναζητήσεις, ας μείνουν τα περίπλοκα στη σφαίρα της εκκλησιαστικής ελίτ και ας αφήσουμε τους επισκόπους και τους κληρικούς με τη λειτουργική λάντζα που κρατάει τον οίκο ανοιχτό, δημοφιλή και φωταγωγημένο;

Τι είναι ακριβώς η Εκκλησία;