Μαζί μας φάγανε

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Πώς μπορεί να ένα κόμμα από το 40% να χάσει τριάντα μονάδες σε μια τριετία. Η κατάρρευση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ, και ουσιαστικά η μεταμόρφωσή του από κόμμα εξουσίας σε έναν αμήχανο εταίρο της πολιτικής ζωής της χώρας, με διαρκή κρίση ταυτότητας, απεικονίστηκε στην «Πτώση», ένα χρονικό των συγκλονιστικών γεγονότων της περιόδου 2009-2012, που κατέγραψε ο Παντελής Καψής. Ο οποίος έζησε τα γεγονότα κυρίως σαν πολιτικός, τα συνέθεσε όμως με τη μορφή αφηγήματος ως ρεπόρτερ, με μια τεχνική διττή, η οποία συνδυάζει την αντικειμενικότητα του πολύπειρου δημοσιογράφου με τον υποκειμενισμό ενός πολίτη με άποψη. Προβληματίζει δεκαετίες τώρα τους διανοητές των ΜΜΕ το ερώτημα της ορθής άσκησης του λειτουργήματος αν η σωστή ενημερωτική λειτουργία είναι η ψυχρή καταγραφή των γεγονότων χωρίς το φίλτρο της προσωπικής οπτικής γωνίας κι αν είναι ανθρώπινα εφικτό κάτι τέτοιο, όμως βιβλία σαν την «Πτώση» δίνουν την απάντηση: Ο συγγραφέας παραθέτει τα γεγονότα όσο πιο ακριβοδίκαια μπορεί και τα περνάει, ταυτόχρονα, από την οπτική του γωνία.

Μπορεί η οπτική του γωνία να τον επηρεάζει στον τρόπο που βλέπει τα γεγονότα, δεν τον επηρεάζει όμως στην καταγραφή και τη μεταφορά τους. Ο αναγνώστης, συνεπώς, διαβάζει την ιστορία και μπορεί, εκτός από τα συμβάντα, να κρίνει και τον συγγραφέα τους. Θα πεις ότι αυτό προϋποθέτει αναγνώστη με άποψη και δουλεμένη κρίση. Πράγματι, αλλά αυτό είναι δουλειά του σχολείου και του ίδιου του αναγνώστη. Δεν είναι δουλειά του Παντελή Καψή. Τράβα, αδελφέ, και διάβασε και κανένα άλλο βιβλίο, άμα θέλεις να έχεις «σφαιρική εικόνα».

Κανείς μας δεν έπεσε με αλεξίπτωτο στην Ελλάδα του 2023. Ζήσαμε όλοι τα γεγονότα της Κρίσης. Και επίσης (σχεδόν) όλοι εκτεθήκαμε στις συνέπειες της χρεοκοπίας, υφιστάμενοι οι περισσότεροι ανεπούλωτες πληγές και απώλειες. Κυνικά αυτό αποκλήθηκε «λογαριασμός της Κρίσης», και αντιμετωπίστηκε ως μοιραία συνέπεια μιας αμφιλεγόμενης συνευθύνης ή έστω μιας αναπόφευκτης χρέωσης. Κάτι σαν επακόλουθο του Μαζί τα Φάγαμε, μιας διατύπωσης που πέτυχε να αποτελέσει την πιο προχωρημένη εκδοχή μας ορθής απόφανσης σερβιρισμένης με την ατυχέστερη και αυτοπροβοκατόρικη διατύπωση.

Στην «Πτώση» διαπιστώνουμε, όχι χωρίς έκπληξη, ότι η επίμαχη περίοδος εξελίχθηκε με τρομερή πυκνότητα πρωτοφανών γεγονότων και καταστάσεων. Ολοι μας, πολιτικοί και πολίτες, ζήσαμε μια καταιγίδα από πράγματα για τα οποία δεν είχαμε καμία εμπειρία, προετοιμασία, κατάρτιση, προπαίδεια. Ακόμα και αν είχαμε υποπτευθεί το ενδεχόμενο μιας οικονομικής καταστροφής σε εθνική κλίμακα, δεν μπορούσαμε να εικάσουμε το περιεχόμενό της, το κλίμα της, την εμπρηστική, τοξική και πλέον ανατρεπτική της δυναμική.

Ο Π. Καψής συνοψίζει, αφηγείται και σχολιάζει. Και εμείς ξαναζούμε το χρονικό της περιόδου, αναστοχαζόμενοι με περισσότερη αντικειμενικότητα, ψυχραιμία, ευθυκρισία, ωριμότητα και σοφία (αν και πολλοί από μας, αντί να βελτιωθούμε από την εμπειρία αυτή, γίναμε αρκετά χειρότεροι). Ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι η Κρίση θα μπορούσε να είχε αποτραπεί στην έκταση που προσέλαβε εάν η διακυβέρνηση Καραμανλή δεν είχε ξαμολήσει τους γνωστούς χαρταετούς. Επίσης, ότι το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να είχε αποφύγει την ανατίναξη εάν είχε κάνει εγκαίρως εκλογές ή αν δεν είχε σπεύσει για κατάληψη της εξουσίας το 2009.

Ως προς το ερώτημα όμως εάν μπορούσαμε να έχουμε καλύτερη διαχείριση της χρεοκοπίας από την κυβέρνηση Παπανδρέου, εδώ οι απαντήσεις που συνάγει ο αναγνώστης είναι δύο. Πρώτον, ναι, ο Γ. Παπανδρέου καθυστέρηση απογοητευτικά στη συνειδητοποίηση των καταστάσεων, αλλά και πάλι δεν θα γλιτώναμε το ΔΝΤ. Δεύτερον, η θεωρία ότι η θεραπεία ήταν καταστροφικότερη από τη νόσο αποκαλύπτεται αρκετά βάσιμη: Η τρόικα- οι δανειστές, δηλαδή- ήταν αφόρητα πιεστική και τιμωρητική, αλλά αυτό αφ’ εαυτού δεν επηρέασε τους οικονομικούς δείκτες που έτσι κι αλλιώς ήταν μια σκέτη συμφορά και πλήρως ασυμμάζευτοι, όσο ενίσχυσε στους πολίτες την πεποίθηση ότι η Κρίση ήταν τεχνητή και μεθοδευμένη, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ένα σχέδιο πλιατσικολόγησης σε βάρος των Ελλήνων. Με άλλα λόγια, το θέμα δεν ήταν «το Μνημόνιο», όσο η βαναυσότητα, η ανάγκη να επιδειχθεί ότι οι Ελληνες σύρονται από το αυτί στην οδό της πειθαρχίας, με ένα ύφος που υπονόμευσε το σχέδιο διάσωσης- ακόμα και τις αυτονόητες προβλέψεις του- και δυσκόλεψε αφόρητα τη ζωή του πολιτικού διασώστη, που υπερασπιζόταν τα τείχη ως άλλος άπελπις Παλαιολόγος, καθώς έγινε εξαιρετικά δημοφιλής η νοοτροπία που προκάλεσε την καταστροφή, αντί να συμβεί το ανάποδο.

Υπό την έννοια αυτή, δεν μπορείς να μέμφεσαι τον Σαμαρά ή τον Τσίπρα που εναντιώθηκαν στο Μνημόνιο, όταν οι εμπνευστές του το ναρκοθέτησαν μόνοι τους. Την εκλογική επιτυχία Τσίπρα την προκάλεσαν εκείνοι που είχαν κάθε λόγο να την αποτρέψουν, κάτω από την ωμή δεύτερη σκέψη ότι εάν ο Παπανδρέου καεί και εκλεγεί ο Τσίπρας, δεν έχουμε παρά να διασκεδάσουμε με τους Ελληνες που τον εξέλεξαν. Όπως και συνέβη.

Ο Π. Καψής είπε ότι έγραψε για την Πτώση της κεντροαριστεράς. Στην ουσία πρόκειται για την πτώση όλων, άλλο αν μερικοί από μας, πέφτοντας, πανηγυρίζαμε. Πρόκειται επίσης για μια πελώρια φαινομενική αντίφαση, ότι ενώ κατέρρευσε η πλάνη ότι η μια εθνική οικονομία μπορεί να αγοράζει χρόνο, πολυτέλειες, περιθώριο για ξοδέματα, κολακείες μαζών και πυροτεχνήματα, στην πράξη θριάμβευση ακριβώς η αντίληψη ότι όλα αυτά είναι εφικτά, αρκεί «να πάρουμε τις ζωές μας πίσω», να ξαναμπεί σε λειτουργία η χρηματομηχανή των επιταγών χωρίς αντίκρισμα. Ταυτόχρονα, η αριστερά έσπρωξε προς την περιοχή της φιλελεύθερης δεξιάς το γνώρισμα του ορθολογισμού, και το απεμπόλησε, στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης πάντοτε. Για να ξαναέρθει ένα δυστύχημα σαν κι αυτό των Τεμπών να μας θυμίσει ότι αν κάτι δεν το έχεις διορθώσει, δεν έχει διορθωθεί.