Στα ίχνη της μουσικής

Εχοντας στη διάθεσή του την ιστορική έμμετρη μετάφραση (1933) του Εμμανουήλ Δαυίδ, και δίνοντας έμφαση στον ρυθμό και τη μουσικότητα, ο Μαρμαρινός σκηνοθέτησε τους «Ιχνευτές» για πρώτη φορά στο Θέατρο της Επιδαύρου, μέσα από μια πανσπερμία ήχων και εικόνων, μουσική και χορό, σε απόλυτη συστοιχία με το περιεχόμενό τους, που αποτελεί μια θεογονία της μουσικής

ίχνη

Μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική συνάντηση, που θα συζητηθεί, φιλοξένησε το Θέατρο της Επιδαύρου το προηγούμενο τριήμερο (23-25/7), αυτή του Μιχαήλ Μαρμαρινού και του Σταμάτη Κραουνάκη, σ’ ένα εξίσου ιδιαίτερο έργο, τους «Ιχνευτές» του Σοφοκλή. Σατιρικό δράμα, που εύλογα προκαλεί το ενδιαφέρον και λόγω του θέματός του και λόγω της αποσπασματικής μορφής του, με την οποία έχει διασωθεί.

Η υπόθεσή του αναφέρεται στην κλοπή των ιερών βοδιών του Απόλλωνα από το νεαρό Ερμή, τον σκανταλιάρη αδελφό του, και στην εφεύρεση της λύρας, του πρώτου έγχορδου μουσικού οργάνου. Ο Απόλλωνας αναθέτει την εύρεσή τους στους Σατύρους, υποσχόμενος να τους χαρίσει χρυσάφι και την ελευθερία τους. Ακολουθώντας τα ίχνη των ζώων οι Σάτυροι οδηγούνται υπό τους ήχους της λύρας σε μια σπηλιά, στην οποία συναντούν την νύμφη Κυλλήνη, που τους εξηγεί τα κατορθώματα του Ερμή. Ο κλοπέας επιδιώκει να εξευμενίσει τον Απόλλωνα και να εξιλεωθεί. Το αίνιγμα λύνεται και η συμφιλίωση μεταξύ των θεών επέρχεται με τον Ερμή να χαρίζει τη μουσική του εφεύρεση στον Απόλλωνα.

Συντελείται έτσι αυτό, που από τη μυθολογική μας παράδοση γνωρίζουμε, να λατρεύεται δηλαδή ο Απόλλωνος ως θεός της μουσικής αντί του Ερμή, στον οποίο, σύμφωνα με μια συμπλήρωση, υπόσχεται να τον καταστήσει προστάτη των απατεώνων και των μπαγαπόντηδων της γης. Ωστόσο είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι με βάση τις τετρακόσιες μόλις γραμμές, που διασώζονται από τους «Ιχνευτές», η υπόθεση φθάνει μέχρι την άφιξη του Απόλλωνα στη σπηλιά. Ολα τα άλλα στοιχεία, πέραν αυτού του σημείου, αποτελούν νοθεύσεις, συμπληρώσεις ή προσθήκες στο θραυσματικά διασωσμένο κείμενο.

Ενα ποιητικό παραμύθι είναι, λοιπόν, οι «Ιχνευτές», με ανάλαφρο και παιγνιώδες ύφος, που όμως ενέχει ισχυρούς συμβολισμούς, που το καθιστούν ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθώς διαπραγματεύεται τη γένεση της μουσικής και την επενέργειά της στους ανθρώπους. Φαίνεται πως ο Σοφοκλής, ιχνηλατώντας τις ανθρώπινες συμπεριφορές και τις αντινομίες τους, αναδεικνύει με το έργο του τον εξανθρωπισμό του ανθρώπινου ζώου μέσα από την μυητική και λυτρωτική λειτουργία της μουσικής. Αποψη που παραπέμπει στις προσπάθειες ερμηνείας του Σύμπαντος, με βάση τις θεωρίες του Πυθαγόρα για την κοσμική σχέση του έγχορδου ήχου και την κρουστική δομή του κόσμου.

Για το σατιρικό αυτό δράμα, στο οποίο γοητεύουν επιπλέον οι απρόσμενες συναντήσεις του ζωώδους με το μεταφυσικό και του φθαρτού με το αιώνιο, η παραστασιογραφία είναι μικρή αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Η αποσπασματικότητά του, που χρειάζεται ανασκευή, όπως ένα ακρωτηριασμένο και σπαραγμένο γλυπτό, για να σταθεί στα πόδια του, προσείλκυσε την προσοχή λίγων αλλά μαθημένων να αναζητούν και να ανακαλύπτουν ανθρώπων της φιλολογικής επιστήμης και της θεατρικής τέχνης. Η πρωτιά ανήκει στον Γερμανό φιλόλογο και αρχαιολόγο Karl Roberts, τον αρχικό μελετητή του έργου, που παρουσίασε τους «Ιχνευτές» το 1913 στο θέατρο Γκαίτε του Λάουχσταντ.

Πάντως ως παγκόσμια πρώτη του έργου λογίζεται αυτή του Tony Harisson το 1988 στο Αρχαίο Στάδιο των Δελφών, στο πλαίσιο της διεθνούς συνάντησης Αρχαίου Δράματος του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών. Αξιομνημόνευτες και οι σκηνοθετικές προσεγγίσεις του σατιρικού δράματος το 1991 από τον Γιώργο Χατζιδάκι και το 2010 από τον Δήμο Αβδελιώδη. Στη χορεία αυτών των λίγων, συγκαταλέγεται ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ένας θεατράνθρωπος που αγαπά να ερευνά και να μαθαίνει, που έλκεται από το ασύλληπτο και το απροσδόκητο ενός κειμένου.

Εχοντας στη διάθεσή του την ιστορική έμμετρη μετάφραση (1933) του Εμμανουήλ Δαυίδ – αγέραστη μέσα στον χρόνο – και δίνοντας έμφαση στον ρυθμό και τη μουσικότητα, σκηνοθέτησε τους «Ιχνευτές» για πρώτη φορά στο Θέατρο της Επιδαύρου, μέσα από μια πανσπερμία ήχων και εικόνων, μουσική και χορό, σε απόλυτη συστοιχία με το περιεχόμενό τους, που αποτελεί μια θεογονία της μουσικής. Για τον ρόλο του Σειληνού επέλεξε τον προσφυέστερο και καταλληλότερο, στο πρόσωπο του Σταμάτη Κραουνάκη, που ως ηθοποιός δοκιμάστηκε για δεύτερη φορά στο αρχαίο θέατρο.

Ως νύμφη Κυλλήνη εμφανίστηκε η εκλεκτή Αμαλία Μουτούση και στον ρόλο του Απόλλωνα ο χαρισματικός της γενιάς του Χάρης Φραγκούλης. Ο Γερμανοβιετναμέζος κόντρα-τενόρος Steve Katona απέδωσε τον Ερμή, ενώ στον δεκαμελή Χορό των Σατύρων – Ιχνευτών, που πρωταγωνιστεί, συμμετείχαν μεταξύ των άλλων η Θεοδώρα Τζήμου, η Ηλέκτρα Νικολούζου και ο Μάνος Πετράκης. Τη μουσική για τέσσερα πνευστά και χάλκινα (δύο τούμπες και δύο ευφώνια) -κορυφαίο στοιχείο της παράστασης- έγραψε ο Billy Bultheel, ενώ ο Γιώργος Σαπουντζής –μέσα από την εφήμερη, με βάση το χαρτί, σκηνογραφική του παρέμβαση, που τρίβεται πάνω στις αιώνιες πέτρες– επέλεξε να αναδείξει τον διάλογο ανάμεσα στο φθαρτό και το αιώνιο. Τα έμψυχα και τα άψυχα σχήματα φώτισε η Ελευθερία Ντεκώ.

Μια παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, η οποία μετά από αναβολή λόγω κορονοϊού, βρήκε τελικά την πραγμάτωσή της.