«Μια έρευνα (μόνο αυτό δε) λέει…»

Η Λίνα Μάσσου είναι διδάκτωρ, ερευνήτρια του τμήματος δημόσιας υγείας και πρωτοβάθμιας φροντίδας του Πανεπιστημίου του Cambridge.

Από τον Μάρτιο του 2020 που ξεκίνησε η περιπέτειά μας με τον κορονοϊό, πληθώρα πληροφοριών μάς βομβαρδίζει από κάθε μέσο και κατεύθυνση βάζοντας στο καθημερινό μας λεξιλόγιο τη λέξη «έρευνα». Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε και διαχειριστούμε αυτή την πρωτόγνωρη για εμάς κατάσταση, η στροφή προς την επιστήμη είναι αναμφίβολα θετική, διαφωτιστική και χρήσιμη. Ωστόσο, η αξιοπιστία και η εγκυρότητα που συνοδεύουν την έννοια της έρευνας ξεθωριάζουν από την κακή, ελλειμματική και αντιεπιστημονική χρήση του όρου που συναντάμε σε πάρα πολλά δημοσιεύματα σχετικά με την  πανδημία, οδηγώντας σε ανακρίβειες, διαστρεβλώσεις και αντικρουόμενα συμπεράσματα. Τι παραλείπουν λοιπόν αυτά τα δημοσιεύματα και γιατί δεν αποτελούν αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης;

Παραλείπουν το ερευνητικό πλαίσιο. Ολες οι έρευνες υπόκεινται σε παραδοχές και υποθέσεις, όλες οι έρευνες στηρίζονται σε ορισμούς, δειγματοληπτικά και ερευνητικά πλαίσια και τα όποια συμπεράσματά τους προκύπτουν κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Η ενότητα των περιορισμών (limitations) είναι μια ξεχωριστή ενότητα που συνοδεύει όλες τις αξιόλογες έρευνες και πολύ συχνά παραλείπεται από τον μέσο αναγνώστη παρά τη σημαντικότητά της.

Ας υποθέσουμε για παράδειγμα πως έχουμε δύο έρευνες που εκτιμούν τα κρούσματα με κορονοϊό σε μια πόλη, με τη μία έρευνα να στηρίζεται σε τεστ που γίνονται στο νοσοκομείο της πόλης, και την άλλη σε τεστ που γίνονται στην πλατεία της πόλης. Σε μια τέτοια περίπτωση, παρόλο που μιλάμε για την ίδια πόλη, οι δύο εκτιμήσεις αναμένεται να διαφέρουν σημαντικά, κι αυτό γιατί οι άνθρωποι που συχνάζουν στους δύο χώρους δεν αναμένεται να έχουν ούτε την ίδια δημογραφική σύσταση ούτε την ίδια προθυμία να εξεταστούν. Συνεπώς, τα ευρήματα θα πρέπει να ερμηνεύονται λαμβάνοντας υπόψη ολόκληρο το ερευνητικό πλαίσιο, όσο βαρετό και ασήμαντο κι αν φαίνεται.
Το να διαβάζουμε έναν ηχηρό τίτλο σε ένα δημοσίευμα δε μας καθιστά αυτομάτως ερευνητές ούτε καν γνώστες των ερευνών.

Μας καθιστά γνώστες της αναπαραγωγής των ευρημάτων των ερευνών. Τις περισσότερες φορές – αν όχι όλες- η αναπαραγωγή αυτή γίνεται από δημοσιογράφους οι οποίοι είτε δεν εξειδικεύονται σε αυτού του είδους τη δημοσιογραφία, είτε εξυπηρετούν συμφέροντα, είτε -εντελώς καλοπροαίρετα- γράφουν βιαστικά και κάτω από ασφυκτική πίεση ώστε να «βγει» η είδηση. Σπανίως η αναπαραγωγή των ερευνητικών ευρημάτων σε ένα μέσο ευρείας κυκλοφορίας γίνεται από τους ίδιους τους επιστήμονες που εργάστηκαν για την έρευνα. Αυτό σημαίνει πως τα συμπεράσματα συχνά αναπαράγονται κατά προσέγγιση,όπως τα κατάλαβε κάποιος άλλος μη ειδικός,όπως εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα ή όπως πιστεύει ο αρθρογράφος πως θα κεντρίσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του.

Η επικοινωνία των ερευνητικών ευρημάτων δεν είναι εύκολη υπόθεση, πολύ περισσότερο όταν απαιτείται εκλαΐκευσή τους. Η σωστή έρευνα δε λειτουργεί με ασάφειες, γενικότητες, προχειρότητες ή κατά προσέγγιση. Λειτουργεί μέσα σε πολύ συγκεκριμένες συνθήκες, με συγκεκριμένους ορισμούς, προσεκτικές θεωρήσεις και ακρίβεια. Ας έχουμε στο μυαλό μας αυτή την παρατήρηση μέσα σε αυτή την καταιγίδα πληροφοριών που δεχόμαστε.
Η κατανόηση ενός επιστημονικού κειμένου, ακόμα και απαλλαγμένου από τεχνικούς όρους, απαιτεί περισσότερο χρόνο και συγκέντρωση από αυτή που αφιερώνουμε ανεβοκατεβάζοντας την οθόνη του κινητού του, ενώ παράλληλα αποσπάμε την προσοχή μας και με άλλες δραστηριότητες, και σίγουρα δεν αποδίδεται σε μια πρόταση.