Πάτρα: «Μέλημά μου ήταν να έχω οπτική επαφή με το παδί» – Στην «Π» η μητέρα που «κλειδώθηκε» στο μπαλκόνι με τον 18μηνο γιο της μόνο στο διαμέρισμα

Οι δραματικές ώρες πριν την επέμβαση αστυνομικών και πυροσβεστών

Πάτρα

Η μητέρα του 18 μηνών Νικόλα, που το πρωί της Πέμπτης «κλειδώθηκε» στο μπαλκόνι του διαμερίσματος στην οδό Ευβοίας στην Πάτρα, ενώ το παιδί παρέμεινε μόνο του στο εσωτερικό, μιλά στην «Πελοπόννησο». Περιγράφει τις στιγμές αγωνίας που βίωσε, μέχρι να τον πάρει ξανά στην αγκαλιά της με τη συνδρομή των αστυνομικών της ομάδας ΔΙΑΣ και των Πυροσβεστών.

«Εφυγε η κόρη μου με τον παππού της για το σχολείο και μένω με τον μικρό στο σπίτι. Κλειδώνω την κεντρική πόρτα για λόγους ασφαλείας. Ανοίγω για να ‘’αεριστεί’’ το σπίτι και βγαίνω από την κεντρική μπαλκονόπορτα, ο μικρός σε κλάσματα δευτερολέπτου έρχεται, μου κλείνει την πόρτα, την ασφαλίζει και μένω εκτός. Ηταν δραματικές εκείνες οι στιγμές. Είχα πανικοβληθεί πολύ. Είναι αυτό που απεύχεται η κάθε μάνα, ο κάθε γονιός -να είναι κλεισμένο το παιδί σου κάπου και να μην έχεις πρόσβαση».

Το πρώτο μέλημα της νεαρής μητέρας, που για ευνόητους λόγους δεν επιθυμεί τη δημοσιοποίηση των στοιχειών της, ήταν να διατηρεί οπτική επαφή με το παιδί. «Τον έβλεπα και προσπαθούσα, μιλώντας του συνεχώς, λέγοντάς του «έλα στη μαμά, έλα να πάμε βόλτα» να τον έχω κοντά μήπως τον καταφέρω και ανοίξει. Το ευτύχημα ήταν ότι δεν είχα προλάβει να βάλω το φαγητό στην κουζίνα. Κάποια στιγμή ο μικρός μου ταράχθηκε γιατί ήθελε να έρθει σ’ εμένα και δεν μπορούσε, μετά το είχε σαν παιχνίδι, ότι θα κρυφτούμε. Ευτυχώς όλα πήγαν κατ’ ευχήν». Παράλληλα, η γυναίκα αναζητούσε εναγωνίως τρόπο να μπει στο διαμέρισμα, καλώντας αρχικά κλειδαρά. Τελικώς, επικοινώνησε με το «199», με την Πυροσβεστική να δίνει σήμα και στην Αστυνομία. «Οταν τους είδα, ανακουφίστηκα αρκετά, είπα «τώρα είμαστε καλά, ήρθαν οι ειδικοί».

Πυροσβέστες και αστυνομικοί με σκάλα ανέβηκαν στο μπαλκόνι, αναζητώντας «τυφλό» σημείο πρόσβασης και αφού διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχε «δίοδος» πρόσβασης, πάρθηκε η απόφαση να παραβιαστεί η κεντρική πόρτα. «Εκεί ήταν που έχασα και την τελευταία ελπίδα και λέω ‘’παιδιά κάντε ό,τι πρέπει’’ και έτσι ένας αστυνομικός έσπασε την κλειδαριά.

Με σπασμένη φωνή, περιγράφοντας τη στιγμή που το σπίτι «άνοιξε» και βρέθηκε πάλι κοντά στον γιο της, θυμάται: «έκλαιγα και είχα πέσει στις αγκαλιές των διασωστών, τους ευχαριστούσα και τους ευχαριστώ για ακόμα μια φορά. Θέλω να σταθούμε στο πώς ενήργησαν και ανταποκρίθηκαν τα Σώματα Ασφαλείας, να αναδειχθεί και η ευαίσθητη πλευρά τους, γιατί για εμένα εκείνη τη στιγμή ήταν οι σωτήρες μου».