Αλεξία Μπουλούκου: Πήγα εγώ προς το κοινό και βρήκα ταυτότητα
Η μαγική επίδραση του θεάτρου πάνω της, όταν ήταν μικρή, καθόρισε από πολύ νωρίς τον επαγγελματικό δρόμο που θα ακολουθούσε: Αυτόν της υποκριτικής. Εχοντας διανύσει χιλιόμετρα -κυριολεκτικά (Ελλάδα, Γαλλία) και μεταφορικά- ως ηθοποιός, η Αλεξία Μπουλούκου συστήνεται στην «ΠτΔ».
Εντονότερες μνήμες από τα παιδικά σου χρόνια; Πώς ήταν η Αλεξία μικρή;
Ημουν αγοροκόριτσο. Σκαρφάλωνα στα δέντρα, έκανα μπάνιο τον χειμώνα, γύριζα γύρω – γύρω μ’ ένα ποδήλατο, από την Πάτρα ως την Καλόγρια. Κάτι σαν σίφουνας.
Το θέατρο με μάγεψε, με καθήλωσε. Την πρώτη φορά, πρέπει να ήμουν 7 – 8 χρονών, με τη μητέρα μου και την αδελφή μου στο Θέατρο Τέχνης στην Αθήνα, είχαμε πάει να δούμε τους «Προστάτες». Η παράσταση ήταν συγκλονιστική. Εν τω μεταξύ, ήμασταν μόνο πέντε θεατές, εμείς κι ένα ζευγαράκι φοιτητών. Αισθάνθηκα σαν όλος αυτός ο θίασος να μας κάνει ένα σπάνιο δώρο κι από κει και πέρα ήθελα να κάνω κι εγώ το ίδιο.
Αρα το είχες αποφασίσει προτού τελειώσεις το σχολείο;
Πολύ πριν. Αρχικά οι γονείς μου διαφώνησαν. Θεωρούσαν ότι έχω πολύ ισχυρή προσωπικότητα για να προσαρμοστώ σε έναν εργασιακό χώρο, όπου για να κάνεις καριέρα καλό είναι να κρατάς το στόμα σου κλειστό. Με έπεισαν να σπουδάσω κάτι άλλο και να το καθυστερήσω.
Οπότε;
Πήγα στη Γαλλία, όπου σπούδασα ψυχολογία και θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Γραμμάτων και έδωσα εξετάσεις στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πολύ δύσκολη σχολή. Μόνον έξι σπουδαστές αποφοιτήσαμε από τη χρονιά μου. Μετά δούλεψα, μεταξύ άλλων, και στο Εθνικό Θέατρο, έπαιξα στο Παρίσι και σε όλη τη Γαλλία. Ενιωθα, όμως, μια απίστευτη νοσταλγία για την Ελλάδα. Τα βρόντηξα όλα, ακύρωσα ό,τι συμβόλαια είχα και γύρισα.
Το είχες κατά νου να επιστρέψεις;
Ναι, από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στη Γαλλία, γιατί ήθελα να κάνω θέατρο στη μητρική μου γλώσσα. Ολη μου η προσωπικότητα, οι πόθοι μου, τα όνειρά μου ήταν χτισμένα στα Ελληνικά.
Πώς ήταν τα πράγματα εδώ;
Τότε, γύρω στο 1995, στην Ελλάδα ήταν δύσκολο να έχεις μια σχέση ισότητας με τον σκηνοθέτη σου, τον εργοδότη σου. Τα βρήκα δύσκολα.
Ξεκίνησα πρόβες στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» με την Αννα Κοκκίνου. Δεν υπήρχε σεβασμός στον εργαζόμενο, συμβόλαιο, ωράριο, δεν ξέραμε καν πόσο και πότε θα πληρωθούμε.
Εγώ απλώς ζητούσα, μπροστά σε όλο τον θίασο, να μας ενημερώνουν. Εννοείται ότι μέσα σε τρεις μήνες με έδιωξε. Τότε, κάποιοι θεωρούσαν ότι σου κάνουν χάρη που σε προσλαμβάνουν. Τελικά, ξεκίνησα μια μικρή καριέρα, που δεν πήγε άσχημα. Μία από τις καλύτερες συνεργασίες μου ήταν με την πατρινή σκηνοθέτη, Σοφία Βγενοπούλου.
Συγκρίσεις έκανες μεταξύ Ελλήνων και Γάλλων ηθοποιών;
Στο θέατρο, οι Ελληνες ηθοποιοί είναι κατά πολύ καλύτεροι από τους Γάλλους. Τι να πω, ίσως οφείλεται στο ότι στη χώρα μας ποτέ δεν νιώθεις ασφαλής, πάντα πρέπει να παλεύεις, να είσαι εφευρετικός, πόσω μάλλον αν έχεις όνειρα!
Την απόφασή σου να επιστρέψεις στη Γαλλία τι την υπαγόρευσε;
Ξαναέφυγα για τη Γαλλία για σοβαρούς λόγους. Καλύτερα να μην αναφερθούμε εδώ σε αυτούς.
Εκεί ξαναβρήκες τα καλλιτεχνικά πατήματά σου;
Ως μητέρα μονογονεϊκής οικογένειας, έφυγα, έχοντας πάρει την απόφαση να σταματήσω το θέατρο και να φροντίσω τα παιδιά μου. Εγκαταστάθηκα σε ένα μικρό χωριό στον νότο της Γαλλίας, όπου τα παίδια μπορούσαν να παίζουν ελεύθερα στην εξοχή και έπιασα δουλειά σε μια πολύ καλή Σχολή Θεάτρου στην ευρύτερη περιοχή. Η ζωή μου άλλαξε ριζικά, η πραγματικότητα υπερίσχυσε της τέχνης.
Και η υποκριτική;
Μια μέρα, πάνε επτά χρόνια, πέσαμε με μια φίλη ηθοποιό πάνω σε ένα κείμενο που μας άγγιζε πολύ και την επομένη ξεκινήσαμε πρόβες. Την εποχή εκείνη ήμουν βουτηγμένη στην πραγματικότητα. Με απωθούσε ο καλλιτέχνης που θεωρεί τον εαυτό του κέντρο του κόσμου, ενώ στην ουσία κινείται έξω από την καθημερινότητα. Με τη συνεργάτιδά μου αποφασίσαμε να πάμε εμείς προς το κοινό και όχι να έρθει αυτό σ’ εμάς. Βάλαμε σκοπό να παίξουμε γι’ αυτούς που θεωρούν το θέατρο άνευ σημασίας ή ανοίκειο.
Για να μπορούμε να πάμε παντού, εγκαταλείψαμε κάθε εξοπλισμό που μπορεί να μας βαραίνει. Παίζουμε σε διάφορους χώρους που τους διαμορφώνουμε αποκλειστικά και μόνο με ό,τι βρίσκουμε επί τόπου. Υποδεχόμαστε εμείς τους θεατές. Αναζητάμε μια σχέση θεατή και ηθοποιού, όπου δεν υπάρχει διαφορά ισχύος. Μας παρακολουθούν μόνο επειδή αυτό που συμβαίνει τους ενδιαφέρει και τους αφορά, όχι επειδή είμαστε πάνω στη σκηνή κι αυτοί στο σκοτάδι.
Η ανταπόκριση;
Ξεκινήσαμε από τα διπλανά χωριά, να φανταστείς, χωρίς καμιά προώθηση, και όποτε παίζαμε ο κόσμος αγόραζε την επόμενη παράσταση. Απογειώθηκε η όλη ιδέα. Εχουμε παρουσιάσει ήδη 4 έργα με τα οποία συνεχίζουμε να περιοδεύουμε, έχουμε κάνει πάνω από 150 παραστάσεις και τώρα ανεβάζουμε το πέμπτο έργο. Το σημαντικότερο είναι, όμως, ότι βρήκα τη θεατρική μου ταυτότητα.
Η Πάτρα και γενικότερα η Ελλάδα, όταν έρχεσαι, πώς σου φαίνονται;
Στην Πάτρα έρχομαι για να βλέπω τους γονείς μου. Μου αρέσει έτσι όπως εξελίσσονται η πόλη και η Ελλάδα. Κάποια πράγματα, βέβαια, με ενοχλούν ακόμη, αλλά αναρωτιέμαι μήπως έχω απομακρυνθεί πολύ για να μπορώ να εκφέρω άποψη.
Τα όπλα σου στις δυσκολίες;
Αναμφισβήτητα η αγάπη των γονιών μου. Και η αγάπη μου για τα παιδιά μου. Το δεύτερο ισχυρό μου όπλο, σε πολύ μεγάλο βαθμό μέχρι σήμερα, είναι ο ελληνικός πολιτισμός, η ελληνική μου βάση.
Και οι στόχοι σου;
Η συνεργάτιδά μου κι εγώ είμαστε 55 χρονών. Σίγουρα δεν μας ενδιαφέρει να κρύψουμε την ηλικία μας. Η γυναίκα που γερνάει είναι ακόμα ταμπού στον δυτικό κόσμο. Μέσα από τις παραστάσεις μας θα ασχοληθούμε, λοιπόν, και με αυτό!
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News