Αναγκαίοι και ταυτοχρόνως «περισσεύοντες»

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ συμβούλιο αποφασίζει να στηρίξει τους συμβασιούχους που διεκδικούν παράταση της εργασιακής τους σχέσης με τον δήμο, μέσω δικαστικών αποφάσεων, μολονότι η σχέση αυτή ήταν ορισμένου χρόνου. Και για τον χρόνο αυτό είχε προβλεφθεί οικονομική κάλυψη από την πολιτεία.

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ βέβαια μπορεί να επιβάλει τη συνέχιση της απασχόλησης, αλλά δεν είναι εκείνη που υποχρεούται να βρει πόρους για τους μισθούς.

ΠΟΙΟΣ οφείλει να τους βρει; Το κράτος νίπτει χείρας και κωφεύει. Το βάρος πέφτει στους ώμους των αυτοδιοικητικών φορέων που ναι μεν έχουν… ώμους, αλλά δεν έχουν και ταμείο.

Η ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗ των συμβασιούχων να προσφύγουν δικαστικά ήταν πολιτικά και κοινωνικά εύκολη στάση. Δύσκολα είναι τα υπόλοιπα.

ΕΙΝΑΙ εμφανές ότι το πρόβλημα υπάρχει διότι η κείμενη νομοθεσία, που προβλέπει ρυθμίσεις επ’ ωφελεία όσων καλύπτουν διαρκείς ανάγκες, δεν έχει εναρμονιστεί με την αντίστοιχη νομοθεσία που καθιερώνει την απασχόληση συγκεκριμένου χρόνου επειδή ακριβώς δεν υπάρχουν περιθώρια για αντιμετώπιση των διαρκών αναγκών με μονιμοποιημένο προσωπικό.

ΤΗΝ ΑΝΩΜΑΛΙΑ αυτή την πληρώνουν οι αυτοδιοικητικοί οργανισμοί ενώ παράλληλα διογκώνεται το φαινόμενο των συμβασιούχων που διαβιούν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μεταξύ δημαρχείου, δικηγορικών γραφείων και δικαστηρίων.

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ αυτό δίνει ύλη στον νομικό κόσμο, αλλά για πόσα χρόνια θα αποτελεί διαρκή κατάσταση για τους οργανισμούς της αυτοδιοίκησης και το κράτος;

ΟΛΑ ΑΥΤΑ είναι απόηχος του ανορθολογισμού που αποτέλεσε σταθερό γνώρισμα της ελληνικής διοίκησης, και της στελέχωσής της, για αρκετά χρόνια και που έκτισε κουλτούρα.

ΠΡΟΣ το παρόν, ζούμε ένα ιλαροτραγικό έργο να έχουμε ανάγκη για υπηρεσίες που δεν μπορούμε να πληρώσουμε. Αυτά πρέπει να τα θεραπεύσει η ελληνική πολιτεία δραστικά.