Εκκλησία νομοθετούσα ή Πολιτεία θεολογούσα;

* Ο Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.

Η απόφαση της κυβέρνησης για νομοθέτηση του ομόφυλου γάμου, η οποία ως συγκαλυμμένη προτεραιότητα περιλαμβανόταν στον προεκλογικό σχεδιασμό της, έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμά της στον δημόσιο λόγο. Πολιτικοί και δημοσιογράφοι, ειδικοί και φορείς διατυπώνουν την άποψή τους και καταγράφουν την οπτική της προσέγγισής τους. Μεταξύ αυτών και η εν Ελλάδι Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία επιθυμεί και διεκδικεί να επικοινωνήσει την εμπειρία της.

Στο πλαίσιο αυτό, εκφράστηκε η επιφύλαξη εάν η Εκκλησία «δικαιούται διά να ομιλεί». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Εκκλησία είναι θείο καθίδρυμα, σώμα Χριστού, που λειτουργεί με όρους αιώνιας προοπτικής, αφού ο Ιδρυτής της είναι «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος». Ταυτόχρονα, όμως, είναι, κατά την κοσμική της διάσταση, και φορέας της κοινωνίας των πολιτών (Ε. Βενιζέλος), το συλλογικότερο μάλιστα υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας. Είναι ξεκάθαρο ότι μόνη η Πολιτεία νομοθετεί. Η Εκκλησία, από την άλλη, αγαπητικά νουθετεί. Ο νομοθέτης, ωστόσο, διαβουλεύεται με την κοινωνία για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως άλλωστε είναι και το προκείμενο. Αυτό, μάλιστα, καταφάσκει και τους περιώνυμους διακριτούς ρόλους δύο δύσπιστων, κατά τα λοιπά, εταίρων, οι οποίοι πρέπει να γίνονται αμφίπλευρα σεβαστοί.

Στη συνάφεια αυτή, όμως, αν και η Πολιτεία κυριαρχικά αποφασίζει, δεν επιτρέπεται, συγχρόνως, αλαζονικά να θεολογεί (sic)… Κατά τούτο, παρίσταται τουλάχιστον ατυχής η ex cathedra κυβερνητική απόφανση ότι «προφανώς η ομοφυλοφιλία δεν είναι αμαρτία» (18/1). Η αμαρτία εννοιοδοτείται μόνο από την Εκκλησία, στο πλαίσιο του δικαιώματός της στη θρησκευτική αυτονομία, το οποίο συνταγματικά απολαμβάνει. Η Πολιτεία δεν οφείλει ασφαλώς να αποδεχθεί τον ορισμό, για τον οποίο εξάλλου δεν νομιμοποιείται να επιδεικνύει κάποιο ενδιαφέρον… Η διαφωνία, πάντως, Εκκλησίας και Πολιτείας επί της ουσίας του ζητήματος τυγχάνει ευεξήγητη και εν πολλοίς αναμενόμενη, καθώς ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία στην προσέγγισή του. Ετσι, από τη μια, η Εκκλησία αντιμετωπίζει τον γάμο ως μυστήριο και τονίζει διαχρονικά την ανάγκη σεβασμού της ιερότητάς του, ενώ η Πολιτεία τον βλέπει απλώς ως σύμβαση και εξ αυτού νομοθετεί τους όρους και το πλαίσιο της κατάρτισής της.

Ακόμα και υπό την τελευταία, όμως, εκδοχή, είναι γεγονός ότι οι νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν πρέπει να διχάζουν την κοινωνία και να απειλούν τη συνοχή της, αλλά να είναι καρπός των ευρύτερων δυνατών συναινέσεων. Στο επίμαχο ζήτημα, η κοινωνία εμφανίζεται μάλλον διχασμένη σύμφωνα με τα στατιστικά ευρήματα. Πολλώ δε μάλλον που δεν έχει πειστικά επικοινωνηθεί για ποιο λόγο η ρυθμιστική ανάγκη που επιβάλλει τη νομοθέτηση του ομόφυλου γάμου δεν μπορεί επαρκώς να καλυφθεί με τις αναγκαίες προσαρμογές και βελτιώσεις του πλαισίου που διέπει την κατάρτιση του συμφώνου συμβίωσης.

Εκ παραλλήλου, βεβαίως, η Εκκλησία, αν και δεν θεολογεί με όρους επικαιρότητας και δεν πολιτεύεται με κριτήριο τη δημοφιλία των αρχών της, οφείλει να αναλάβει την ποιμαντική της ευθύνη και να μην αποκλείσει από τη μέριμνά της όσες/ους υιοθετήσουν νομοθετημένες δυνατότητες που δεν συνάδουν με την αιώνια διδασκαλία της. Στην κατεύθυνση αυτή, πρέπει να στοιχηθεί με τη θέση που είχε ήδη προ 40ετίας διατυπώσει ότι η άρνηση βάπτισης τέκνων τα οποία προέρχονται από πολιτικό γάμο προβάλλει άστοργη και αδικαιολόγητη, «ἄνευ οὐδενός κανονικοῦ καί θεολογικοῦ ἐρείσματος».

* Ο Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.