Ερευνα: Ζητούμενο τα ψυχομετρικά τεστ στην ΕΛΑΣ, στην «Π» εξηγούν και αναλύουν ειδικοί
Στην «Πελοπόννησο», ο πρώην Διευθυντής του Υγειονομικού ΕΛΑΣ, Αντώνης Κασιμάτης, η Δρ. Εγκληματολογίας – Πραγματογνώμονας Κέλλυ Ιωάννου.
«Καταπέλτης» με δηλώσεις του στην «Πελοπόννησο» ο ψυχίατρος–ψυχοθεραπευτής, αντιστράτηγος πρώην διευθυντής Υγειονομικού ΕΛΑΣ Αντώνης Κασιμάτης για τα ψυχομετρικά τεστ που «περνούν» οι αστυνομικοί.
Οπως είπε: «Δεν συμβάλλουν ούτε στο 20% μιας ουσιαστικής διάγνωσης, τόσο για τη ψυχική ασθένεια όσο και τη δομή της προσωπικότητάς τους. Τα ψυχομετρικά τεστ είναι ένα απολύτως δευτερεύον εργαλείο για την αξιολόγηση της επικινδυνότητας των ατόμων και αυτό που τους αποδίδει κάποια αξία είναι η χρήση που θα γίνει από τον ειδικό εκπαιδευμένο ψυχίατρο και ψυχολόγο», επομένως, όπως υπογράμμισε: «Η ουσία της αξιολόγησης για την καταλληλότητα κάποιου να φέρει οπλισμό επαφίεται και εξαρτάται μόνο από το κύρος της υπογραφής του ειδικού και όχι ενός από τα πολλαπλά εργαλεία που χρησιμοποιεί, όπως τα συγκεκριμένα τεστ».
Ο κ. Κασιμάτης ανέφερε πως «η μεταφορά που συμβαίνει αυτές τις ημέρες, της ενασχόλησης από το ουσιαστικό που είναι η εκτίμηση της επικινδυνότητας του απόλυτα δευτερεύοντος, το ποια είναι και πώς αξιολογούνται τα ψυχιατρικά τεστ, εξυπηρετεί απλά και μόνο στο να κάνουμε πιο εύκολη την ανακοίνωση του ότι κάποιος είναι ακατάλληλος να φέρει οπλισμό και έτσι να μεταφέρουμε την επικινδυνότητα από το πρόσωπο του κρίνοντος ειδικού σ’ ένα χαρτί».
Το «κλειδί» για τη στοιχειώδη εκτίμηση της επικινδυνότητας των ατόμων είναι πολύ απλές διαταραγμένες πράξεις, υποστηρίζει ο κ. Κασιμάτης, αναφέροντας ενδεικτικά παραδείγματα, όπως ο φόνος ενός μικρού ζώου, ακόμα και μια κλοτσιά σ’ ένα σκυλάκι στον δρόμο, έως την αναίτια συμπλοκή, λόγου χάρη με τον πρώτο τυχαίο ταξιτζή ή την κακοποίηση συζύγου για ζηλοτυπικούς λόγους. Σώμα πληροφοριών που σύμφωνα με τον κ. Κασιμάτη «κατάλληλα διοχετευμένο μαζί με τον φάκελο παραβατικότητας του κάθε υπηρετούντος υπαλλήλου, μπορεί να είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του εκτιμώντος ψυχιάτρου, πολύ περισσότερο από κάθε υπάρχον ψυχομετρικό τεστ».
Χ. ΤΣΙΤΣΙΚΑΣ: «ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΕΙΞΕΙ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΕΙΚΟΝΑ»
Μιλώντας στην «Π», ο πρόεδρος της Ενωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αχαΐας (ΕΑΥΑ), Χάρης Τσίτσικας, δήλωσε: «Η συμπλήρωση ενός ερωτηματολογίου δεν μπορεί να δείξει μια πλήρη εικόνα», αναγνωρίζοντας πως τα προ 20ετίας τεστ που υποβάλλονται οι ένστολοι θα πρέπει να αντικατασταθούν με ‘‘εργαλεία’’ που ν’ ανταποκρίνονται στη σύγχρονη εποχή, όπου μάλιστα οι ψυχικές παθήσεις έχουν αυξηθεί ραγδαία».
Ο γνωστός συνδικαλιστής αναγνωρίζει πως «έχουν γίνει θετικά βήματα με την πρόσληψη ψυχολόγων» τονίζει όμως ότι «αν δεν υπάρχει συστηματική παρακολούθηση και προπαντός η Ηγεσία της ΕΛΑΣ να αφουγκράζεται τις οποίες γνωματεύσεις και όχι να φοβάται το κόστος, ότι αν υπάρχουν πολλά περιστατικά τι θα κάνουμε με όλους αυτούς τους αστυνομικούς, δεν θα βελτιωθεί καμιά κατάσταση». Σχολιάζοντας την υπόθεση του αστυνομικού της Βουλής, είπε: «Μια μειοψηφία δεν θα αμαυρώσει τις προσπάθειες χιλιάδων συναδέλφων. Ολοι παρακολουθούμε σοκαρισμένοι τα γεγονότα και δεδομένο είναι ότι υπάρχουν ευθύνες σε πολλά επίπεδα, εφόσον ήταν ένας αστυνομικός με πολλά πειθαρχικά».
Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ: «Τεστ επικινδυνότητας και όχι της καταλληλότητας»
Η υπόθεση του Αστυνομικού της Βουλής έφερε στο προσκήνιο με φρικιαστικό τρόπο τον αναχρονιστικό τρόπο και τη μεθοδολογία της ψυχολογικής – ψυχιατρικής εξέτασης των υπηρετούντων στην Ελληνική Αστυνομία, σύμφωνα με τους ειδικούς, αναδεικνύοντας την επιτακτική ανάγκη τακτικών και πιο εξειδικευμένων αξιολογήσεων σε συνδυασμό με τη συλλογή πληροφοριών από το ευρύτερο περιβάλλον και τη ζωή του εξεταζόμενου ατόμου.
Μιλώντας στην «Πελοπόννησο», η διδάκτωρ Εγκληματολογίας και πραγματογνώμονας Κέλλυ Ιωάννου εξηγεί και αναλύει πώς ένα άτομο με ιδιάζουσα συμπεριφορά μπορεί να «κρυφτεί» κατά την αξιολόγησή του, αλλά και πώς ένα ολοκληρωμένο και αναθεωρημένο σύστημα αξιολόγησης μπορεί να εντοπίσει ακόμα και τις «κρυφές» πλευρές μιας προσωπικότητας. Απαντά δε, στο ερώτημα «πώς μια μητέρα και δη αστυνομικός υπέμενε τόσα χρόνια τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών της και τη σωματική κακοποίηση της ίδιας;».
-Στην υπόθεση του αστυνομικού της Βουλής και της συζύγου του, επίσης αστυνομικού, πώς εξηγείτε το γεγονός, ότι επί σειρά ετών παρά τις ψυχιατρικές εξετάσεις από την ΕΛΑΣ, δεν είχε εντοπιστεί το παραμικρό;
Η αποτυχία εντοπισμού προβλημάτων στον αστυνομικό παρά τις ψυχιατρικές εξετάσεις μπορεί να σχετίζεται με την περιορισμένη εστίαση των ψυχομετρικών αξιολογήσεων στις γνωστικές ικανότητες και βασικούς δείκτες ψυχικής υγείας, χωρίς να εμβαθύνουν στην αξιολόγηση επικινδυνότητας ή διαταραχών προσωπικότητας. Δεν γνωρίζω την επάρκεια ή την εξειδίκευση όσων διενεργούν αυτές τις αξιολογήσεις στην ΕΛΑΣ και κατά πόσο είναι εκπαιδευμένοι να ανιχνεύουν επιθετικές τάσεις ή βίαιες δυναμικές.
Επιπλέον, άτομα με τέτοιες διαταραχές συχνά έχουν την ικανότητα να αποκρύπτουν προβληματικές συμπεριφορές, ιδιαίτερα όταν γνωρίζουν ότι αξιολογούνται. Η έλλειψη τακτικών και πιο εξειδικευμένων αξιολογήσεων, σε συνδυασμό με τη συστημική κουλτούρα σιωπής και την απουσία μηχανισμών για τη συλλογή πληροφοριών από το ευρύτερο περιβάλλον του ατόμου, δυσχεραίνουν την ανίχνευση τέτοιων σοβαρών προβλημάτων.
-Εκτιμάτε πως κάποιος από τους επιστήμονες (ψυχιάτρους – ψυχολόγους) της ΕΛΑΣ, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έκανε σωστά τη δουλειά του, υπάρχουν τα «εργαλεία» στη διάθεσή τους για να εντοπίσουν «προβληματικές» συμπεριφορές;
Η αξιολόγηση ψυχικής κατάστασης και συμπεριφοράς στις τάξεις της ΕΛΑΣ εγείρει σοβαρά ερωτήματα, όχι μόνο για την επάρκεια των εργαλείων που χρησιμοποιούνται, αλλά και για την εξειδίκευση των επαγγελματιών που τις διενεργούν. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το πρόβλημα ίσως δεν είναι η ατομική αποτυχία, αλλά η συστημική έλλειψη αξιολογήσεων που εστιάζουν στην επικινδυνότητα και όχι μόνο στη λειτουργικότητα. Δυστυχώς, οι περισσότερες εξετάσεις έχουν ως στόχο να επιβεβαιώσουν την καταλληλότητα για υπηρεσία, όχι να αναδείξουν υποκείμενες δυναμικές βίας ή διαταραχές προσωπικότητας.
Αυτό αναδεικνύει την ανάγκη για αναθεώρηση της διαδικασίας, ώστε να περιλαμβάνει εξειδικευμένες μεθόδους και επιστήμονες, όπως δικαστικούς ψυχολόγους ή κλινικούς εγκληματολόγους, που έχουν την εκπαίδευση να εστιάζουν στις «κρυφές» πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
-Διατυπώνονται κατ’ επανάληψη οι απόψεις από συνδικαλιστές αστυνομικούς και όχι μόνο πως το σύστημα εξέτασης και αξιολόγησης των ένστολων είναι παρωχημένο.
Η κριτική ότι το σύστημα αξιολόγησης των ένστολων είναι παρωχημένο είναι εύστοχη, ιδιαίτερα αν εξετάσουμε την απουσία τακτικής επαναξιολόγησης. Η ψυχική κατάσταση και η συμπεριφορά ενός ανθρώπου δεν είναι στατική – επηρεάζεται από την έκθεση σε τραυματικά γεγονότα, την πίεση της δουλειάς και τις διαπροσωπικές δυναμικές.
Στην επιστήμη της «Ψυχολογίας της Αστυνομίας» ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αξιολόγηση επικινδυνότητας, στη διαχείριση στρες, στην ανίχνευση συναισθηματικής εξουθένωσης (burnout) και στη συνεχή παρακολούθηση συμπεριφορών που μπορεί να οδηγήσουν σε βία ή κατάχρηση εξουσίας. Ενα σύγχρονο σύστημα αξιολόγησης θα πρέπει να περιλαμβάνει επαναξιολόγηση σε τακτά χρονικά διαστήματα, εξειδικευμένα εργαλεία που εστιάζουν στη διαχείριση θυμού και την ανίχνευση ψυχολογικών δυσλειτουργιών, καθώς και την ενσωμάτωση ειδικών, όπως ψυχολόγων της αστυνομίας και κλινικών εγκληματολόγων.
Επιπλέον, η επαναξιολόγηση των ίδιων των αξιολογητών μπορεί να ενισχύσει τη διαφάνεια, να βελτιώσει τις διαδικασίες και να εξασφαλίσει ότι η αξιολόγηση δεν περιορίζεται σε τυπικές διαδικασίες, αλλά ανταποκρίνεται στις πραγματικές απαιτήσεις του επαγγέλματος
-Ενα άτομο με ιδιάζουσα συμπεριφορά (επιθετικό, αυταρχικό, βίαιο, χειριστικό κ.λπ.) μπορεί να «κρυφτεί» κατά την εξέταση από ειδικούς; Και εάν ναι, ποια τα σημεία «κλειδιά» για να αποκαλυφθεί;
Ναι, ένα άτομο με ιδιάζουσα συμπεριφορά, όπως επιθετικότητα ή χειριστικότητα, μπορεί να «κρυφτεί» κατά την αξιολόγηση, ειδικά αν έχει την ικανότητα να προσαρμόζει την εικόνα του. Τα τυπικά ερωτηματολόγια ή οι επιφανειακές αξιολογήσεις δεν είναι πάντα αρκετά για να αποκαλύψουν βαθύτερες διαταραχές προσωπικότητας ή επιθετικές τάσεις.
Για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία, οι ειδικοί χρειάζεται να εστιάσουν σε ερωτήσεις που εξετάζουν τη διαχείριση καταστάσεων πίεσης, να παρατηρούν μικροεκφράσεις και αντιφάσεις στις απαντήσεις, και να χρησιμοποιούν εξειδικευμένα εργαλεία, όπως το MMPI-2 ή δοκιμασίες ρόλων. Επίσης, η συλλογή πληροφοριών από το περιβάλλον του ατόμου -συναδέλφους ή μέλη της οικογένειας- μπορεί να δώσει κρίσιμα στοιχεία για τη συμπεριφορά του. Ενα ολοκληρωμένο σύστημα αξιολόγησης απαιτεί τόσο τακτικές όσο και πιο δυναμικές μεθόδους παρατήρησης, ώστε να εντοπίζονται ακόμα και οι «κρυφές» πλευρές της προσωπικότητας.
-Ευλόγως γεννάται το ερώτημα «πώς μια μητέρα και δη αστυνομικός» υπέμενε τόσα χρόνια τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών της και τη σωματική κακοποίηση της ίδιας; Ως εγκληματολόγος πώς σχολιάζετε τη «σιωπή» της;
Η «σιωπή» μιας μητέρας, ακόμη και αν είναι αστυνομικός, απέναντι στη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών της και τη δική της κακοποίηση, είναι ένα φαινόμενο σύνθετο και τραγικό, που πρέπει να εξετάζεται μέσα από πολλαπλές διαστάσεις. Ως εγκληματολόγος, θα τοποθετούσα το θέμα ως εξής:
Ψυχολογικός και κοινωνικός εξαναγκασμός: Η χρόνια έκθεση στη βία μπορεί να οδηγήσει στη «μαθημένη αβοηθησία», μια κατάσταση όπου το θύμα χάνει την πεποίθηση ότι μπορεί να ξεφύγει ή να δράσει, ακόμη και αν επαγγελματικά φαίνεται «δυνατό».
Φόβος και έλλειψη προστασίας: Σε πολλές περιπτώσεις, τα θύματα φοβούνται ότι μια καταγγελία θα επιδεινώσει τη βία, είτε προς τα παιδιά είτε προς τις ίδιες.
Κοινωνικά στερεότυπα: Ο ρόλος της μητέρας-αστυνομικού ίσως ενίσχυσε την πίεση να διατηρήσει την «τέλεια εικόνα», αποτρέποντάς την από το να ζητήσει βοήθεια.
Οικονομική ή συναισθηματική εξάρτηση: Ακόμη και οι φαινομενικά αυτόνομες γυναίκες μπορεί να βρίσκονται παγιδευμένες σε εξαρτητικές δυναμικές.
Χειριστικότητα του δράστη: Οι δράστες συχνά δημιουργούν έναν κύκλο φόβου και υποταγής που αποθαρρύνει τη δράση.
Ωστόσο, αυτή η ανάλυση δεν αναιρεί την ευθύνη της μητέρας. Η προστασία των παιδιών είναι αδιαπραγμάτευτη, και ως μητέρα και επαγγελματίας, όφειλε να δράσει για να σπάσει τον κύκλο της κακοποίησης. Εξηγώντας τους κοινωνικούς και ψυχολογικούς μηχανισμούς πίσω από τη σιωπή της, δεν επιδιώκω να την απαλλάξω από τις ευθύνες της, αλλά να αναδείξω την πολυπλοκότητα της κατάστασης, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα πώς να προλαμβάνουμε παρόμοιες τραγωδίες στο μέλλον.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News