Φάκελος «Υποκλοπών»: Τηρήθηκε ευλαβικά η νομιμότητα ή όχι; Πως σχολιάζει στην «Π» νομικοί της Δυτικής Ελλάδας

H «επισύνδεση» του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη εξακολουθεί να προκαλεί αναταράξεις στο πολιτικό σκηνικό, με απρόβλεπτες διαστάσεις

υποκλοπών

Η «νόμιμη» επισύνδεση (παρακολούθηση κατόπιν αδείας του αρμοδίου εισαγγελέως) του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη, όταν ήταν ακόμη ευρωβουλευτής και ενώ ξεκινούσε η προεκλογική μάχη στο εσωτερικό του κινήματος για τη διαδοχή της Φώφης Γεννηματά, εξακολουθεί ν’ αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα θέμα πολιτικής συζήτησης στην Ελλάδα.

Των ΧΡΗΣΤΟΥ ΒΕΡΓΑΝΕΛΑΚΗ
ΠΕΤΡΟΥ ΓΚΙΣΤΗ και
ΧΡΗΣΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Η «Π» επιχειρεί να δώσει σήμερα την αμιγώς νομική διάσταση της υπόθεσης.

Καταθέτουν την άποψή τους οι πρόεδροι των τριών Δικηγορικών Συλλόγων της Αχαΐας. Ο Θανάσης Ζούπας, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών, ο Γιώργος Μπέσκος, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αιγίου και ο Ανδρέας Οικονόμου, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Καλαβρύτων.

Το ερώτημα κοινό:

-Πώς σχολιάζετε το νομικό σκέλος της υπόθεσης; Θεωρείτε πως, με βάση όσα γνωρίζουμε ως τώρα, σε ό,τι έγινε τηρήθηκε η νομιμότητα ή έχετε ενστάσεις;

*Ο Θανάσης Ζούπας στάθηκε κυρίως στις ασφαλιστικές δικλείδες που προβλέπονται σε τέτοιες υποθέσεις: «Στο άρθρο 19 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα επικοινωνίας με οποιονδήποτε. Το απαραβίαστο του απορρήτου των επικοινωνιών δύναται να αρθεί, κατ’ εξαίρεση, υπό ιδιαιτέρως αυστηρές προϋποθέσεις και για λόγους, αποκλειστικά και μόνο, εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.

Η προστασία αυτή θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυξημένη στις περιπτώσεις πολιτικών προσώπων και ιδίως εχόντων θεσμική ιδιότητα, διότι, στις περιπτώσεις αυτές, η προστασία συνδέεται άμεσα και με την δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.

Η αυξημένη αυτή προστασία προκύπτει ευθέως και από τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 3 Σ για το βουλευτικό απόρρητο, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και για την άρση του απορρήτου δεν μπορεί να αρκεί η κρίση εισαγγελικής αρχής.

Η άρση του απορρήτου διατάσσεται στις περιπτώσεις διακρίβωσης κακουργημάτων από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και στις περιπτώσεις εθνικής ασφάλειας από συγκεκριμένο εισαγγελικό λειτουργό που έχει αποσπασθεί και υπηρετεί με αποκλειστική απασχόληση. Εάν είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πολλές εκατοντάδες αιτήματα άρσης ετησίως, γεννάται ζήτημα εάν είναι δυνατόν να διερευνώνται πλήρως οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την άρση του απορρήτου».

*Ο Γιώργος Μπέσκος στάθηκε στο πότε πρέπει να δίνεται μια τέτοιου είδους άδεια παρακολούθησης και, κυρίως, υπό ποιες προϋποθέσεις:
«Οταν οι εισαγγελείς δίνουν άδεια για να γίνει μια υποκλοπή, θα πρέπει να εξετάζουν ενδελεχώς τους λόγους πριν δώσουν την άδεια και όχι εκ των υστέρων. Δεν είναι δυνατόν να δίνονται άδειες για τέτοιους είδους παρακολουθήσεις, και μάλιστα αφειδώς, χωρίς πρώτα να εξετάζεται αν στοιχειοθετούνται πλήρως οι προϋποθέσεις. Δεν νοείται να καταστρατηγείται ο νόμος και όταν κάποιοι ανακαλύπτουν ότι ήσαν υπό παρακολούθηση, να προσπαθείς να δικαιολογήσεις ότι τηρήθηκε η νομιμότητα. Η νομιμότητα πρέπει να εξετάζεται κατά τη χορήγηση της άδειας και όχι κατόπιν εορτής. Οταν, επίσης, επικαλείσαι το Νόμο για να γίνει παρακολούθηση ενός πολίτη για λόγους εθνικής ασφαλείας και δεν υπάρχει ορθή τεκμηρίωση και έλεγχος εξ αρχής, τότε μετά αυξάνονται οι πιθανότητες οι λόγοι εθνικής ασφαλείας να μετατραπούν σε ιδιωτικούς λόγους. Δεν νοείται να επικαλείσαι την επίφαση της νομιμότητας για κάτι που είναι παράνομο με βάση την επίφαση της νομιμότητας».

*Ο Ανδρέας Οικονόμου επισημαίνει την αναγκαιότητα δραστικών παρεμβάσεων στο υπάρχουν θεσμικό πλαίσιο, αλλά υπερτονίζει και την ανάγκη θωράκισης από τον… ανθρώπινο παράγοντα: «Με καλύπτει απόλυτα η ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, σχετικά με το θέμα.

Οι νόμοι κρίνονται κατά την εφαρμογή τους. Πολύ περισσότερο αυτοί που κινούνται στο όριο μεταξύ των προστατευμένων από το Σύνταγμα και τους νόμους ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και της εθνικής ασφάλειας ή της ανάγκης διελεύκανσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
Οπως αποδείχτηκε, με αφορμή τα τελευταία γεγονότα, το υπάρχον νομικό πλαίσιο χρήσει παρεμβάσεων και βελτιώσεων, καθοριστικός όμως είναι ο ρόλος του ανθρώπινου παράγοντα, αφού από αυτόν εξαρτάται η απόφαση για την παραβίαση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση του απορρήτου των επικοινωνιών για κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος.

Αναγκαία συνεπώς είναι η θωράκιση της διαδικασίας αξιολόγησης των εκάστοτε πραγματικών δεδομένων και πληροφοριών από εξωθεσμικές παρεμβάσεις και ύποπτες ή κακόβουλες πληροφορίες σε βάρος συγκεκριμένων προσώπων και της λήψης των ενδεδειγμένων αποφάσεων για κάθε υπόθεση που διερευνάται».

Μισέλ Αμπού Χάντμπα: «Είναι θέμα Δημοκρατίας»

«Είναι θέμα Δημοκρατίας». Σε αυτές τις τρεις λέξεις αποκρυσταλλώνεται η άποψη του δικηγόρου Μισέλ Αμπού Χάντμπα, μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Αμαλιάδας. Εκθέτοντας τον συλλογισμό του πάνω στο θέμα της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, ο κ. Χάντμπα παραχώρησε στην «Π» το ακόλουθο σχόλιο: «Αν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ, δεν ήταν ευρωβουλευτής και δεν ενημερωνόταν από την υπηρεσία ηλεκτρονικής ασφάλειας (CERT) του Ευρωκοινοβουλίου πως έγινε προσπάθεια παρακολούθησης του κινητού του τηλεφώνου μέσω του λογισμικού Predator, ώστε να τον οδηγήσει στην υποβολή μηνυτήριας αναφοράς στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, δεν θα μάθαινε ποτέ πως η ΕΥΠ τον παρακολουθούσε για τρεις ολόκληρους μήνες! Ουσιαστικά ενημερώθηκε ”αναγκαστικά” από την ΑΔΑΕ για την παρακολούθησή του. Εχουμε μια μη νόμιμη, νομιμοφανή, παράνομη και αντισυνταγματική παρακολούθηση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη. Η πολιτική ευθύνη για τις αντισυνταγματικές υποκλοπές είναι αντικειμενική και δεν μεταβιβάζεται, ειδικά όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο όνομα του ”επιτελικού κράτους” θέλησε να γίνει ένας ”υπερ-πρωθυπουργός”. Στην αλαζονεία και την ανευθυνότητα της κυβέρνησης, ο Νίκος Ανδρουλάκης κινήθηκε και συνεχίζει να κινείται με θεσμική συνέπεια και αξιοπρέπεια, μη φοβούμενος το παραμικρό και επιδιώκοντας φως σε κάθε σκοτεινή πτυχή αυτής της ιστορίας. Να γίνει γνωστό στον ελληνικό λαό ποιος, για ποιο λόγο και με ποιο σκεπτικό παραβίασε την ιδιωτικότητά του για τρεις μήνες. Είναι θέμα Δημοκρατίας».

Παΐσιος: Δεν γίνεται να παρεμβαίνουμε αποσπασματικά

«Η διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, απαραίτητος όρος για τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος», ο τίτλος της παρέμβασης της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας για το ζήτημα των τελευταίων ημερών. Σε αυτή στάθηκε μιλώντας στην «Π» ο Χρήστος Παΐσιος, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Μεσολογγίου.

«Παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα και παρεμβαίνουμε με μεγάλη προσοχή, είναι πολύ λεπτό ζήτημα γιατί είναι σε εξέλιξη οι έρευνες», ανέφερε ο κ. Παΐσιος. Εξήγησε στην «Π» ότι δεν γίνεται να «παρεμβαίνουμε αποσπασματικά για ένα τέτοιο θέμα, που άγεται στη νόμιμη αντιμετώπισή του».

Κ. Κιτσάκη: «Η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα»

Η Κατερίνα Κιτσάκη, δικηγόρος στο Αγρίνιο, σχολίασε στην «Π» την υπόθεση.

Για το απόρρητο των επικοινωνιών ανέφερε πως «το απαραβίαστο στο απόρρητο των επικοινωνιών αποτελεί είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Η δυνατότητα να αρθεί υφίσταται υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις και μόνο κάτω από τις εγγυήσεις του νόμου.
Η προστασία που έρχεται από το πλαίσιο αυτό είναι ιδιαίτερα αυξημένη στις περιπτώσεις πολιτικών ή θεσμικών προσώπων. Αυτό προκύπτει και από το άρθρο τους 61 του συντάγματος που μιλά το βουλευτικό απόρρητο.
Προφανώς για την άρση του απορρήτου στα πολιτικά πρόσωπα, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορεί να αρκεί μόνο η κρίση της εισαγγελικής αρχής».

Η κ. Κιτσάκη τόνισε ότι «η κυβέρνηση ψήφισε μία τροπολογία με την οποία δεν μπορεί κάποιος να πληροφορείται ότι παρακολουθείται για λόγους Εθνικής ασφάλειας. Υπάρχει άμεση ανάγκη να εξετάσουμε το πλαίσιο και πρέπει να ενισχυθεί η διαφάνεια η λογοδοσία και οι νόμιμες εγγυήσεις».

Και συνέχισε λέγοντας πως «διαπιστώνουμε ότι η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα.
Ο πρωθυπουργός επέλεξε να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο Μαξίμου και μία προσπάθεια από τη Νέα Δημοκρατία να διατηρεί ένα «παρακράτος» ελέγχου.

Ο σεβασμός των αρχών του πολιτεύματος δεν μπορεί να είναι διαπραγματεύσιμος. Οπότε έχουμε ένα θέμα λειτουργίας της δημοκρατίας με απόλυτη ευθύνη της κυβέρνησης».