Γιατί η κοινωνία δεν πιστεύει πια στη Δικαιοσύνη – Ειδικοί αναλύουν στην «Π»

Ακρίτας Καϊδατζής, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Βάσω Πανταζή, Δήμητρα Κολώνια καταθέτουν την άποψή τους για το πιο θερμό θέμα της εποχής!

Κοινωνία

Με αφορμή κυρίως την υπόθεση Λιγνάδη, που είναι και η πιο φρέσκια και ηχηρή χρονικά (αλλά και με άλλες, παλαιότερες, «κομβικές» και «εμπορικές» υποθέσεις, όπως πχ Κορκονέας, Φύσσας, Novartis, άδεια Γιοωτόπουλου), η κοινή γνώμη έχει χωριστεί σε στρατόπεδα. Η αντιπαράθεση διαρκώς φουντώνει. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν πάρει φωτιά!

Το συμπέρασμα προκύπτει μάλλον αβίαστα: μια μεγάλη μερίδα της Κοινωνίας έχει χάσει τελείως την εμπιστοσύνη της στη Δικαιοσύνη. Είναι εμπεδωμένη πια σε μεγάλο βαθμό η πεποίθηση πολλών ότι η δικαιοσύνη λειτουργεί πολλές φορές ταξικά. Ανάλογα με το βάρος του ονόματος του κατηγορουμένου, ενίοτε και του δικηγόρου του.

Η «Πελοπόννησος της Δευτέρας» μίλησε για το θέμα με 4 γνωστά πρόσωπα του χώρου.

Επέλεξα, όμως, πρόσωπα από διαφορετικά «μετερίζια».

Τα ερωτήματα που τους έθεσα:

-Γιατί πιστεύετε ότι υπάρχει στην κοινωνία αυτή η αίσθηση;

-Εχει δώσει η δικαιοσύνη τόσα δικαιώματα;

-Ή μήπως ο θυμός και η οργή της κοινωνίας, από άλλα θέματα, ξεσπάει παντού και αμφισβητεί τα πάντα, με εύκολες γενικεύσεις.

Καϊδατζής: Η εκπαίδευση των δικαστών και της κοινωνίας

Κοινωνία

Παντού η δικαστική εξουσία πάσχει, λιγότερο ή περισσότερο, από αυτό που διεθνώς είναι γνωστό ως status quo bias, μια θεσμική προκατάληψη υπέρ της κατεστημένης τάξης. Αυτό οδηγεί –κάποτε ασυνείδητα, κάποτε συνειδητά– στην ευνοϊκότερη μεταχείριση των ισχυρών και την αυστηρότερη αντιμετώπιση όσων αμφισβητούν το σύστημα.

Η τάση αυτή είναι εγγενής όσο και η μέριμνα της κρατικής εξουσίας να διασφαλίσει την αναπαραγωγή της. Παρόλα αυτά, το δίκαιο περιέχει διάφορους μηχανισμούς (όπως η αρχή της επιείκειας, η ρήτρα των χρηστών ηθών, ο θεσμός των ενόρκων και άλλοι μηχανισμοί διακρίβωσης του κοινού περί δικαίου αισθήματος), προκειμένου η θεσμική προκατάληψη της δικαστικής εξουσίας να μην εκδηλώνεται κατά τρόπο κραυγαλέο και προκλητικό για την κοινωνία.

Σε περιόδους κρίσης, ωστόσο, όταν οι ούτως ή άλλως πεπερασμένοι διαθέσιμοι πόροι (οικονομικοί, ανθρώπινοι, δικαστικοί κ.λπ.) γίνονται ακόμα πιο σπάνιοι, οι μετριαστικοί μηχανισμοί του δικαίου υποχωρούν και αναδύεται η εγγενής ανισότητα του δικαστικού συστήματος, προνομιακή πρόσβαση στο οποίο έχουν οι ισχυροί. Με μεγάλο θύμα την αρχή της ισονομίας…

Τι μπορεί να γίνει; Το κλειδί είναι η εκπαίδευση. Οι νομικές σπουδές και η εκπαίδευση των δικαστών πρέπει να δίνουν έμφαση στο πώς οι κοινωνικές ανισότητες δεν θα μετατρέπονται σε ανισότητες έναντι του δικαίου. Και, ιδίως, η κοινωνία θα πρέπει να εκπαιδευτεί να μην ανέχεται αλλά να αντιδρά απέναντι σε κραυγαλέες παραβιάσεις της ισονομίας.

Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι επίκουρος καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Πανταζή: Caesar Mitte aut ingula (Καίσαρα να ζήσει ή να πεθάνει;)

Κοινωνία

Η δικαιοσύνη, πρέπει να καταλάβουμε όλοι σαν κοινωνία, ότι σε ένα κράτος δικαίου αποτελεί τον βασικό πυλώνα του Δημοκρατικού πολιτεύματος.

Αυτός είναι και ο λόγος που η δικαστική εξουσία οφείλει να υπακούει μόνο στους νόμους που έχει θεσπίσει η νομοθετική εξουσία, ως άλλος πυλώνας της δημοκρατίας, και όχι στις επιταγές του «κοινού περί δικαίου αισθήματος», γατί τότε εκτρέπεται ο πραγματικός της σκοπός και μετατρέπεται σε βαλβίδα κοινωνικής αποσυμπίεσης του κοινωνικού θυμού ή της έκρηξης που προκαλείται από ζητήματα που ταλανίζουν την κοινωνία, όπως η ακρίβεια, η φτωχοποίηση, η κοινωνική ανισότητα, εγκληματικότητα, και τα οποία η εκτελεστική εξουσία αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότητα.

Δεν είναι τυχαίο ότι στην αρχαιότητα το «πόπολο» διψούσε για αίμα στην αρένα, ως μορφή δικαιοσύνης, και στο Μεσαίωνα για δημόσιες γκιλοτίνες. Ηταν ένας τρόπος για να αισθάνεται ικανοποίηση ότι κάποιοι άλλοι υποφέρουν περισσότερο από τον ίδιο, γι’ αυτό και τα τότε καθεστώτα τα «προσέφεραν» χωρίς φειδώ.
Στην Ελλάδα του 2022, άραγε πόσες «Πισπιρίγκου» και «Λιγνάδηδες» θα χρειαστούμε για να αποπροσανατολιστούμε από τα ουσιαστικά θέματα που μας βασανίζουν;
Ας αφήσουμε λοιπόν τη δικαιοσύνη να λειτουργεί με νηφαλιότητα και όχι με εκδικητικότητα.

Η Βάσω Πανταζή είναι δικηγόρος

Κολώνια: Και όμως, οι νόμοι πλέον «εξυπηρετούν»

Κοινωνία

Η εξέλιξη των τελευταίων ημερών έχει αφήσει την κοινωνία άφωνη και δυστυχώς την διχοτόμησε ακόμα μια φορά. Η υπόθεση «Λιγνάδη» έφερε αναμνήσεις από novartis, Κορκονέα, Φύσσα, Γιωτόπουλο και άλλους που εκμεταλλευόμενοι τα παραθυράκια των νόμων λειτουργούν κάτω από άλλο πρίσμα δικαιοσύνης. Δικαιοσύνη, μια έννοια που κατάντησε απλά μια λέξη που κινείται αναλόγως των συμφερόντων, των οικονομικών αξιώσεων του κάθε πολίτη και των δικηγόρων υπεράσπισή τους.

Λειτουργεί πλέον ταξικά; Αυτό θα ήταν ύβρις στους αγώνες τόσων χιλιετιών. Και όμως, οι νόμοι πλέον «εξυπηρετούν», αρκεί να έχεις τον κατάλληλο δικηγόρο να σε υπερασπιστεί.

Ο λαός παρόλο που είναι αγανακτισμένος με υπέρμετρο θυμό και οργή, από όλη την κατάσταση των τελευταίων δεκαετιών, με έντονο το στοιχείο της αμφισβήτησης για τα πάντα, χαζός δεν είναι. Βλέπει, ακούει, αντιλαμβάνεται την διαφορετική αντιμετώπιση της καθαρίστριας που υπέβαλε ενα πλαστό πιστοποιητικό για να βρει δουλειά και βρίσκεται στη φυλακή, και την ελευθερία μέχρι έφεσης ενός εγκληματία παιδεραστή βιαστή, χρησιμοποιώντας κάθε νομικό τερτύπι για τη βολή του.

Δυο μέτρα, δύο σταθμά και ο λαός να βάλλεται να προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στην σαπίλα και την κατηφόρα που έχουμε πάρει.
Οι συνέπειες θα είναι οδυνηρές, ήδη παίρνουμε μια μυρωδιά και η μπόχα δεν αντέχεται. Γι’ αυτό αυξάνονται και οι κλινικές περιπτώσεις συνεχώς.

Η Δημήτρα Κολώνια είναι κλινική και δικαστική ψυχολόγος, πιστοποιημένη πραγματογνώμονας στο Πρωτοδικείο

Παπαϊωάννου: Παραγοντοποίηση της δημόσιας κατακραυγής σε τρεις πράξεις

Κοινωνία

Τρεις είναι οι παράγοντες που εξηγούν τη δημόσια κατακραυγή σχετικά με τη χορήγηση αναστολής μέχρι την κατ’ έφεσιν δίκη στην απόφαση που καταδίκασε για δύο βιασμούς ανηλίκων τον κατηγορούμενο σκηνοθέτη. Θα τους παραθέσω όχι ιεραρχικά, αλλά σημειώνοντας ότι συντρέχουν και συνεπενεργούν δημιουργώντας το φαινόμενο.

Πρώτον, η ανευθυνοϋπεύθυνη άγνοια όσων σπεύδουν να «πέσουν απ’ τα σύννεφα». Το άρθρο 27 του Ν. 3904/2010 περί των προϋποθέσεων χορήγησης αναστολής), ισχύει και εφαρμόζεται συχνότατα σε περιπτώσεις κακουργηματικών πράξεων εδώ και 12 χρόνια περίπου  (ΦΕΚ Α’ 218/23.12.2010) – οπότε πριν διατυπώσουμε γνώμη, καλό είναι να έχουμε γνώση του πράγματος.

Δεύτερον, ότι ο νομοθέτης του 2010 επιδίωξε να θέσει αυστηρές προϋποθέσεις στη δικαστική εξουσία, μην έχοντάς της εμπιστοσύνη για το ότι μπορεί να νομολογήσει με ομοιογένεια, σταθερότητα και αναλογικότητα (άλλους να τους βάζει μέσα «αμέσως», άλλους αργά κι άλλους καθόλου). Οι καχύποπτοι, ίσως και οι δημαγωγοί, επισημαίνουν ότι στα τεράστια οικονομικά σκάνδαλα που θα προέκυπταν τα επόμενα χρόνια, αποφάσεις της δικαιοσύνης ενδέχετο να «ανεβοκατέβαζαν Κυβερνήσεις», όπως στη δεκαετία του ’90 στην Ιταλία, οπότε «καλύτερα όλοι οι κατηγορούμενοι να μένουν έξω».

Πάντως, ο νομοθέτης έθεσε το 2010 μια σειρά από προϋποθέσεις που δυσχεραίνουν υπερβολικά την στέρηση της ελευθερίας από κάποιον κατηγορούμενο ή και πρωτοδίκως καταδικασθέντα, στην ουσία εμποτίζοντας στη δικαιοσύνη αμφιβολία και αμφισημία για το αν τα υποσυστήματά της μπορούν να εναρμονιστούν (άλλο συναποφασίζουν Ανακριτής και Εισαγγελέας, άλλο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, άλλο το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και εντελώς άλλο το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, ενώ τα κριτήρια θα πρέπει να λειτουργούν εναρμονισμένα).

Αποτέλεσμα ήταν, προοδευτικά, η δικαιοσύνη, δύσκολα απαλλασσόμενη από το στοιχειό της γραφειοκρατικής λογικής, να αυτοπερικόπτει την κρίση της και όλο και σπανιώτερα να κοπιάζει να την αιτιολογήσει («αφού έτσι θέλει ο νόμος, έτσι θα κάνω»). Δε θα μάθουμε ποτέ αν η πλειοψηφία του 5-2 υπέρ της ενοχής μπορούσε να μην αντιστραφεί (3-4), αν οι ένορκοι είχαν αντιληφθεί ότι το Σύνταγμα απλώς τους ζητά να αιτιολογήσουν γραπτώς την πεποίθηση που σχημάτισαν από την ακροαματική διαδικασία.
Και τρίτον, το ότι όντως υπάρχει δυσαρμονία ανάμεσα σε μια τέτοια απόφαση περί αναστολής και αυτού που αντιλαμβάνεται ο ελληνικός λαός ως «δίκαιη κρίση».

Εν τέλει, αν η δικαστική κρίση πηγάζει από το λαό και ασκείται υπέρ του, πώς γίνεται αντιληπτό αυτό το «υπέρ»; Με τον εγκλεισμό στη φυλακή με πρωτόδικη απόφαση από άλλο Μ.Ο.Δ. ενός «άσημου» κατηγορουμένου για γενετήσια αδικήματα ελάχιστες ημέρες αργότερα;

Ο Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου είναι dικηγόρος Αθηνών, διδάκτωρ Εγκληματολογίας. Συγγραφέας. των βιβλίων «Ανθρωποκτόνοι Κατά Συρροή και κατ’ Εξακολούθηση (Serial Killers & Mass Murderers) – το Ελληνικό Παράδειγμα», και «Εγκλήματα Ζηλοτυπίας – Εγκληματολογική Θεώρηση και Νομολογία».