Γλυπτά του Παρθενώνα – Liberation: Το status quo στη Βρετανία «δεν είναι πλέον ανεκτό»
Υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, παρουσιάζει σε άρθρο η γαλλική εφημερίδα.
η Γαλλική εφημερίδα Liberation σε εκτενές αφιέρωμα στέκεται στη θετική γνώμη που έχει η κοινή γνώμη στη Βρετανία υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα στη γαλλική Liberation, η δημοσιογράφος Juliette Démas, αναφέρεται στη συζήτηση που έχει ανοίξει στη Μεγάλη Βρετανία σχετικά με την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα και υπογραμμίζει το γεγονός πως η κοινή γνώμη τάσσεται κυρίως υπέρ της επιστροφής των ελληνικών μαρμάρων στη χώρα προέλευσής τους.
Η Juliette Démas υπενθυμίζει τις δηλώσεις του προέδρου του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπoρν, τον περασμένο Δεκέμβριο, περί «εποικοδομητικών» συζητήσεων για μελλοντική συμφωνία μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ελλάδας, επισημαίνει «τη διάψευση αυτών των ελπίδων, τόσο από τον Έλληνα πρωθυπουργό, όσο και από την ίδια τη βρετανική κυβέρνηση».
Στο άρθρο υπογραμμίζεται η δήλωση της Βρετανίδας υπουργού Πολιτισμού, Μισέλ Ντόνελαν στο BBC, η οποία ουσιαστικά «ξέκοψε» κάθε συζήτηση και προειδοποίησε, ότι οποιαδήποτε επιστροφή των αγαλμάτων θα ήταν σαν «άνοιγμα του κουτιού της Πανδώρας», αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό για άλλα έθνη να υποβάλουν αίτηση για επαναπατρισμό και των εκθεμάτων τους σε μουσεία σε όλη τη χώρα.
«Βρετανικό Μουσείο και υπουργείο Πολιτισμού έριχναν τη μπάλα ο ένας στον άλλον»
Το άρθρο στη Liberation σημειώνει την εδώ και χρόνια διαφωνία μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού και του Βρετανικού Μουσείου, τα οποία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «έριχναν τη μπάλα ο ένας στον άλλον», βασιζόμενα σε νόμο του 1963, που εμποδίζει το μουσείο να πουλήσει ή να επιστρέψει τις συλλογές του.
Ένας νόμος, τον οποίον η κυβέρνηση αρνείται να τροποποιήσει, διασφαλίζοντας, ότι «τα Γλυπτά του Παρθενώνα […] ανήκουν νόμιμα στους διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου», ενεργώντας «μέσα στο νομικό πλαίσιο», με αποτέλεσμα η κατάσταση να παρέμεινε μπλοκαρισμένη για μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Οι πολιτικοί και οι κυβερνήτες αυτών των ιδρυμάτων νόμιζαν, ότι θα μπορούσαν να αποφύγουν το ζήτημα και άρπαξαν τη συζήτηση, αλλά αυτή η στάση δεν είναι πλέον υποστηρικτική, γιατί η γνώμη έχει αλλάξει», αναφέρει ο Νταν Χικς, καθηγητής σύγχρονης αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέας του The Brutish Museums, με τη δημοσιογράφο να επισημαίνει την πιο πρόσφατη δημοσκόπηση της YouGov, σύμφωνα με την οποία, οι Βρετανοί τάσσονται υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων στην Ελλάδα, με το 53% να υποστηρίζει την επιστροφή τους και το 20% είναι κατά.
Αλλαγή νοοτροπίας η επιστροφή αντικειμένων στη Νιγηρία
Η δημοσιογράφος εστιάζει την επιστροφή από άλλα βρετανικά μουσεία αντικειμένων από λεηλασίες στα τέλη του 19ου αιώνα στη Νιγηρία το 2022, όπως αυτό του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, του Πανεπιστημίου του Αμπερντίν και του Μουσείου Χόρνιμαν στο Νότιο Λονδίνο.
Μάλιστα θεωρεί, ότι πρόκειται για «ένα σημάδι αλλαγής νοοτροπίας, που είναι ήδη ορατό στη Γαλλία, η οποία επέστρεψε το θησαυρό των βασιλιάδων του Αμπομέι στο Μπενίν το 2021, ή στη Γερμανία, η οποία ανέλαβε να επιστρέψει μερικές χιλιάδες αντικείμενα στη Νιγηρία, συμπεριλαμβανομένων των μπρούτζινων του αρχαίου βασιλείου του Μπενίν.
Επισημαίνοντας την ανακοίνωση τον περασμένο μήνα από το Βατικανό την πρόθεσής του να επιστρέψει τρία θραύσματα του Παρθενώνα στην Ελλάδα, τονίζει, την εκστρατεία για επιστροφή των μαρμάρων από Βρετανικές προσωπικότητες, όπως ο συγγραφέας και ηθοποιός Στίφεν Φράι, ο οποίος συγκρίνει την «αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα με αυτή του Πύργου του Άιφελ από το Παρίσι ή του Stonehenge από το Salisbury», αλλά και την άποψη του Νταν Χικς, ο οποίος σημειώνει: «Kανείς δεν ζητά την επιστροφή όλων των αντικειμένων των μουσείων. Οι αποφάσεις θα λαμβάνονται κατά περίπτωση».
Ο ίδιος υπενθυμίζει τις διαμάχες γύρω από το ζήτημα της αποκατάστασης έργων, που λεηλατήθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και σημειώνει: «Αυτoύ του είδους συζήτηση κέρδισε και μάθαμε από αυτές τις μεθόδους αποκατάστασης. Αυτό που βλέπουμε τώρα δεν είναι ένας πολιτισμικός πόλεμος, αλλά απλώς μια εξέλιξη στην ηθική και το επάγγελμα των επιμελητών, παράλληλα με μια αλλαγή στη στάση του κοινού.
Στον τομέα της μόδας, οι καταναλωτές δεν ενδιαφέρονται πλέον μόνο για ένα μπλουζάκι, αναρωτιούνται από πού προέρχεται και υπό ποιες συνθήκες παρήχθη. Οι καταναλωτές τέχνης θέτουν στον εαυτό τους τις ίδιες ερωτήσεις και θέλουν σαφείς απαντήσεις: υπάρχει κάποιος, κάπου, που θέλει πίσω αυτό το αντικείμενο;»
Κάνοντας αναφορά στις συνθήκες που επικρατούν στην πτέρυγα του Βρετανικού Μουσείου, όπου φιλοξενούνται οι ζωφόροι και τα αγάλματα, η δημοσιογράφος σημειώνει, ότι «παρά τα μεγάλα ανοίγματα στα ψηλά ταβάνια, το δωμάτιο είναι σκοτεινό και κρύο και τα μπεζ μάρμαρα είναι πιο γκρίζα».
Παρατίθεται άποψη φοιτήτριας, η οποία αναφέρει: «Μόλις επέστρεψα από την Αθήνα, όπου πήγα να δω το Μουσείο της Ακρόπολης. Η γκαλερί της είναι υπέροχη, λουσμένη στο φως του ήλιου. Καταλαβαίνω λοιπόν, ότι οι Έλληνες θέλουν να ανακτήσουν αυτά τα αγάλματα, αλλά το σκάνδαλο γύρω από αυτά δεν τα κάνει λίγο πιο ενδιαφέροντα; Aν αρχίσουμε να επιστρέφουμε όλα τα αντικείμενα που ανακτήθηκαν –διότι δεν κλάπηκαν! – θα καταλήξουμε με άδεια μουσεία. Για να μην αναφέρουμε, ότι τα φροντίζαμε για δύο αιώνες».
Για την Εβελιέν Καμπφένς, δικηγόρο που ειδικεύεται στο Διεθνές Δίκαιο της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και ζητήματα που σχετίζονται με την κλοπή τέχνης, και ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Λάιντεν στην Ολλανδία, «δεν θα έπρεπε αυτά τα ζητήματα να εξετάζονται από την άποψη της ιδιοκτησίας, αλλά μάλλον από την άποψη της πρόσβασης και του ελέγχου».
«Ποιος έχει το δικαίωμα πρόσβασης και ελέγχου αυτών των αντικειμένων και πού βρίσκεται η θέση τους; Για ορισμένα μνημεία και αντικείμενα, είναι πιθανό πολλές ομάδες να έχουν νόμιμες αξιώσεις και στη συνέχεια πρέπει να βρεθούν δημιουργικές λύσεις», αναφέρει και προσθέτει:
«Το ιδανικό δεν είναι να επιστραφούν όλα τα πολιτιστικά αντικείμενα στη χώρα προέλευσής τους, αλλά αν είναι μια κληρονομιά που έχει σημασία για μια κοινότητα, είναι λογικό να έχει το λόγο της στην διαχείρισή της. Τα μουσεία θα μπορούσαν στη συνέχεια να συνεχίσουν να εκθέτουν αντικείμενα από όλο τον κόσμο, αλλά υπό έναν όρο: Η ιστορία που λέγεται εκεί να είναι η σωστή και οι ενδιαφερόμενες κοινότητες να μπορούν να συμμετάσχουν στην έκθεση».
Κατά τη Juliette Démas αυτό απέχει πολύ από την περίπτωση του Βρετανικού Μουσείου, του οποίου οι επεξηγηματικές σημειώσεις επιμένουν, ότι ο Λόρδος Έλγιν, Βρετανός πρέσβης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, «απέκτησε» τα γλυπτά και ότι ο Σουλτάνος «έδωσε την άδειά του».
«Ένα σύντομο χρονολόγιο επισημαίνει, ότι το 1816 “η Βουλή εξέτασε τις ενέργειες του Έλγιν και τις ενέκρινε”. Η βιογραφία του πρέσβη επιμένει πάνω απ’ όλα στην κατάσταση υποβάθμισης του Παρθενώνα, τότε υπό Οθωμανική κατοχή, παρουσιάζοντας τον Έλγιν ως σωτήρα μιας “μοιρασμένης” κληρονομιάς μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου», αναφέρει η Juliette Démas, υπογραμμίζοντας τη δυσπιστία ορισμένων επισκεπτών του Βρετανικού Μουσείου, όπως η 74χρονη Χέλεν, η οποία αναφέρει, «Για να είμαι ειλικρινής, αναρωτιέμαι τι κάνουν εδώ», με τη Λίντσεϊ, 26 ετών να ενισχύει την άποψή της λέγοντας: «Δεν νομίζω, ότι θα έλειπαν σε πολλούς αν πήγαιναν στην Ελλάδα.
Μεταξύ των ντοκιμαντέρ και των νέων τεχνολογιών, υπάρχουν άλλοι τρόποι να τα δει κάποιος. Σίγουρα, είναι μέρος της ιστορίας, αλλά όχι απαραίτητα μιας ιστορίας για την οποία πρέπει να είμαστε περήφανοι».
Σε άλλο δημοσίευμα της ίδιας δημοσιογράφου, με τίτλο: “Μάρμαρα του Παρθενώνα: Ο Λόρδος Έλγιν, «ανόητος λεηλάτης» ή «αποκαταστάτης του καλού γούστου;», γίνεται αναφορά στην ιστορία του λόρδου Έλγιν, με τη Juliette Démas να σημειώνει, ότι μεταφέροντας τα μάρμαρα και τα αγάλματα του Παρθενώνα στο Λονδίνο, ο Βρετανός διπλωμάτης αποξένωσε πολλούς από τους συγχρόνους του και κατέληξε χρεωκοπημένος.
Θα τα δουν ξανά οι Έλληνες τα Γλυπτά του Παρθενώνα;
Στην επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα αναφέρεται και ο ανταποκριτής της Liberation στην Αθήνα, Φαμπιέν Περιέ, ο οποίος αναφέρει πως ξαφνικά, μια σύντομη πρόταση από τη Μεγάλη Βρετανία διέλυσε στην Ελλάδα τις ελπίδες για επικείμενο επαναπατρισμό των μαρμάρων του Παρθενώνα, που λεηλατήθηκαν τον 19ο αιώνα και εκτίθενται τώρα στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, παραθέτοντας την δήλωση της Βρετανίδας υπουργού Πολιτισμού Μισέλ Ντονελάν στο BBC στις 11 Ιανουαρίου.
Αναφερόμενος σε δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου όπως στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», που επισημαίνει ότι «μια μακροχρόνια συνεργασία» μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ελλάδας θα πρέπει «να επιτρέψει την επανένωση της ζωφόρου στο Μουσείο της Ακρόπολης», διερωτάται, αν επρόκειτο για ‘Μέθοδο αυθυποβολής ; Προσπάθεια πίεσης στη βρετανική κυβέρνηση; Λάθος εκτίμησης των Ελλήνων;», σημειώνοντας, ότι «είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Μητσοτάκης έπρεπε να βγει την ίδια ημέρα, που η Ντονελάν “έριχνε τον πέλεκυ”».
«Μπροστά στις κάμερες, κατά τη μηνιαία συνάντησή του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο Έλληνας πρωθυπουργός παραδέχεται: “Δεν περιμένω άμεσα αποτελέσματα”, προσθέτοντας: “Αν ο κόσμος μας εμπιστευτεί ξανά, πιστεύω, ότι μπορούμε να πετύχουμε τον στόχο της επιστροφής των μαρμάρων, με απόλυτο σεβασμό των κόκκινων γραμμών, που έχουν θέσει όλες οι κυβερνήσεις”», αναφέρει ο δημοσιογράφος, κατά τον οποίον, ο πρωθυπουργός, «εν ολίγοις, πριν από τις ανοιξιάτικες βουλευτικές εκλογές, φτιάχνει ένα εκλογικό εργαλείο από αυτά τα μάρμαρα, που αποτελούν στοιχείο εθνικής υπερηφάνειας και πηγή διπλωματικών εντάσεων για δεκαετίες, ανεξάρτητα από το κόμμα που κυβερνά».
Αυτή η περηφάνια πηγαίνει πίσω στην εποχή, που η αρχαία Αθήνα έλαμψε πάνω από την Ευρώπη, τον 5ο αιώνα π.Χ, σημειώνει, αναφερόμενος στη συνέχεια στα μεγάλα έργα της εποχής του Περικλή, όπως τα περιγράφει ο ιστορικός Φρανσουά Κουεϊρέλ.
Για τον καθηγητή Λουί Γκοντράρ, επίτιμο πρόεδρο της Διεθνούς Ένωσης για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, «δεν είναι ένα μνημείο σαν τα άλλα, είναι σύμβολο. Τιμά τις αξίες που εμψύχωσαν το πνεύμα της Ελλάδας: τη δημοκρατία, που εμφανίστηκε το 508 π.Χ. και τον ουσιαστικό ρόλο του ανθρώπου στην ιστορία.
Άλλωστε, από τον 1ο αιώνα μ.Χ. ο Πλούταρχος το περιέγραψε ντυμένο με το μεγαλείο των αιώνων, εμψυχωμένο από μια ζωντανή πνοή, απρόσιτη στη γήρανση». Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στην ιστορία του Παρθενώνα, μέχρι την εποχή της λεηλασίας από τον λόρδο Έλγιν.
Υπενθυμίζεται ο αγώνας της Μελίνας Μερκούρη, που ξεκίνησε το 1982, και τα όσα ανέφερε στη σύνοδο κορυφής της Unesco στο Μεξικό, η συνεχής άρνηση των Βρετανών και το επιχείρημά τους, ότι τα γλυπτά αποκτήθηκαν νόμιμα, ότι οι ανταλλαγές τους μεταξύ μουσείων απαγορεύονται από έναν από τους νόμους τους ή ότι διατηρούνται καλύτερα στο Βρετανικό Μουσείο παρά στην Αθήνα, το οποίο, όπως τονίζεται, «αποδυναμώθηκε το 2009, με το άνοιγμα του μεγαλοπρεπούς Μουσείου της Ακρόπολης» και «κατέρρευσε το Σεπτέμβριο του 2019, με τη μετάδοση εικόνων από διαρροές νερού στις γκαλερί του μουσείου του Λονδίνου».
Επισημαίνεται η καταγγελία της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, ότι «η κατάσταση παραμέλησης του Βρετανικού Μουσείου, ενισχύει τη δίκαιη αξίωση της Ελλάδας για μόνιμη επιστροφή των γλυπτών στην Αθήνα και την επανένωση τους με τον Παρθενώνα», το οποίο, όπως τονίζει ο Φαμπιέν Περιέ, οι Έλληνες το επαναλαμβάνουν από τη «Μελίνα», υποστηρίζοντας, ότι «αυτά τα μάρμαρα σχηματίζουν μια ενότητα και λένε μια ουσιαστική ιστορία για την Ελλάδα και την Ευρώπη».
«Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, υπό την ώθηση της Ελλάδας και της Ιταλίας, αρχίσαμε να πιστεύουμε, ότι ήταν αναξιοπρεπές να γκρεμίζονται μνημεία. Από εδώ και πέρα, ένα ρεύμα επιμένει να επιστραφούν αυτά τα έργα για να μην ακρωτηριαστεί η ιστορία μιας χώρας», αναφέρει ο καθηγητής Γκονάρ, με τον δημοσιογράφο να τονίζει, ότι σε αυτό το πλαίσιο, αν και οι συζητήσεις μεταξύ των δύο χωρών «τελματώνουν» για χρόνια, η διπλωματία επιτρέπει την πρόοδο, αναφερόμενος στην πρόταση της Unesco το 2018, προς την ελληνική και βρετανική κυβέρνηση να διαπραγματευτούν, και στην απόφασή της το 2021, ότι Ελλάδα και Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει «να εντείνουν τις προσπάθειές τους με σκοπό την επίτευξη μιας ικανοποιητικής διευθέτησης» υπό την αιγίδα της.
«Μια ελπίδα για την Αθήνα που θέλει να κερδίσει την αναγνώριση της ιδιοκτησίας των μαρμάρων του Παρθενώνα», υπογραμμίζει πηγή με γνώση του θέματος, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, προσθέτοντας, ότι «από τα τέλη του 2021, υπήρξαν πολυάριθμες πολιτικές συναντήσεις με τον πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, Συντηρητικό υπουργό Οικονομικών από το 2010 έως το 2016, ο οποίος σήμερα εργάζεται σε επενδυτική τράπεζα.»
«Ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, ο πρωθυπουργός, η υπουργός Πολιτισμού, ο υπουργός Εξωτερικών, όλοι έκαναν το ταξίδι στο Λονδίνο για να επαναπατρίσουν τα ανάγλυφα» αναφέρει ο δημοσιογράφος, σύμφωνα με τον οποίον, ο συνομιλητής από την ελληνική πλευρά διευκρινίζει στη Liberation, ότι «στην πραγματικότητα, αυτές οι διαπραγματεύσεις γίνονται από τον πρωθυπουργό μας αυτοπροσώπως».
Οι Έλληνες ήθελαν να το πιστέψουν: «Επρόκειτο να πετύχει μια λύση με αμοιβαίο όφελος. Απόδειξη, ότι η Αθήνα ακολουθεί πολιτική υψηλής διπλωματίας: αποκατάσταση των μαρμάρων με αντάλλαγμα έργα από το Μουσείο της Ακρόπολης για την αντικατάσταση των κενών, που δημιουργούνται έτσι στο Βρετανικό Μουσείο», αναφέρει ο Λουί Γκοντάρ, με τον δημοσιογράφο ο να σημειώνει, ότι στο μυαλό των Ελλήνων, αυτή ήταν η συμφωνία.
Σύμφωνα με τον ίδιον, πηγή της εφημερίδας εκμυστηρεύεται, ότι «η Ελλάδα στοιχημάτιζε, πως όταν επαναπατριζόντουσαν, τα μάρμαρα θα παρέμεναν εδώ». Στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά σε έρευνα των ΝΥΤ, σχετικά με τον σκοπό των Βρετανών.
«Ωστόσο, στις 11 Ιανουαρίου, όλα πήγαν στραβά. Μήπως επειδή η διπλωματία και οι διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις έχουν “μαγειρευτεί” από άμεσες ανταλλαγές του Έλληνα πρωθυπουργού με τον πρόεδρο του Μουσείου (ο οποίος δεν έχει την ικανότητα να τροποποιήσει τον νόμο για τις ανταλλαγές μεταξύ μουσείων);
Ή επειδή στην Ελλάδα η αριστερή αντιπολίτευση έχει θέσει το ζήτημα της «ιδιοκτησίας» των μαρμάρων; Ή, τελικά, επειδή οι Βρετανοί φοβήθηκαν μια εξαπάτηση;», διερωτάται ο δημοσιογράφος, με την πρόεδρο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων Δέσποινα Κουτσούμπα, να αναφέρει, ότι «η δήλωση του Βρετανού υπουργού αποδεικνύει σε κάθε περίπτωση, ότι η άσκηση μιας διακρατικής πολιτιστικής πολιτικής, όπως η διεκδίκηση των γλυπτών του Παρθενώνα, απαιτεί υπομονή, συνέχεια, λεπτότητα και πρέπει με βάση επιστημονικά επιχειρήματα όπως τα μουσεία ή η Unesco».
Για την ίδια, υπήρξαν «προεκλογικές χειρονομίες που ήταν άχρηστες, ή ακόμη και κινδύνευαν να οδηγήσουν σε ένα βήμα προς τα πίσω. Η δήλωση του Βρετανού υπουργού, που δείχνει, ότι η υπόθεση έχει κλείσει, είναι εξάλλου η χειρότερη που αναμενόταν εδώ και καιρό».
«Σίγουρα, η κυβέρνηση προσπάθησε να εμφυσήσει στην κοινή γνώμη την ιδέα, ότι αγωνιζόταν να φέρει τα μάρμαρα πίσω στη χώρα. Για τη Νέα Δημοκρατία, η ανακοίνωση της επιστροφής τους θα ήταν επιτυχής, καθιστώντας αναμφίβολα δυνατή τη συγκέντρωση ψήφων στις βουλευτικές εκλογές της άνοιξης», αναφέρει ο Περιέ, κατά τον οποίον, «από εδώ και στο εξής, το χτύπημα του μοιάζει με “τρύπα στο νερό”».
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News