Η ανάγκη σε θέσεις και η ανάγκη σε ψήφους

ΟΙ ΔΗΜΟΙ ενισχύονται με εναλλασσόμενο προσωπικό που προσλαμβάνεται με συμβάσεις ολιγόμηνου φάσματος, προκειμένου να αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της ανεργίας, όπως άλλωστε αναγνώρισε ο υπουργός, μιλώντας προς την «Π», έστω και στατιστικά: Ο συμβασιούχος δεν υπολογίζεται ως άνεργος, αλλά και δεν είναι επί της ουσίας απασχολούμενος, αφού αύριο δεν θα δουλεύει. Θα έχει όμως μπεί κάποιος στη θέση του.

ΟΙ «ΑΝΑΠΗΡΕΣ» αυτές προσλήψεις καλύπτουν ανάγκες των Δήμων. Αν αυτό δεν ίσχυε, δεν θα θεσπίζονταν οι θέσεις αυτές. Αλλά και δεν αναγνωρίζεται ότι οι ανάγκες αυτές είναι πάγιες, διαφορετικά θα έπρεπε να κατευθυνθεί μόνιμο προσωπικό στις συγκεκριμένες θέσεις. Ομως δεν υπάρχουν πόροι για κάτι τέτοιο. Ούτως ή άλλως, η μονιμοποίηση απαιτεί άλλες διαδικασίες, στις οποίες δικαίωμα πρόσβασης έχουν όλοι οι πολίτες.

ΟΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ παρατάξεις, πλειοψηφίες και μειοψηφίες, βέβαια, έχουν πολιτικό συμφέρον να μην εναντιώνονται στην εκάστοτε συγκεκριμένη φουρνιά συμβασιούχων χάριν μιας αόριστης, κοινωνικής περιοχής δυνητικών ενδιαφερομένων. Συνεπώς, είτε ευνοούν τη δικαστική προσφυγή στην οποία οι συμβασιούχοι κατά σύστημα προχωρούν -και ό,τι πετύχουν-, είτε δεν εναντιώνονται σ’ αυτήν, σε πνεύμα Ποντίου Πιλάτου. Αλλά ο υπουργός δεν συμφωνεί ούτε με τη στάση αυτή, γιατί την εκλαμβάνει ως έμμεσο κλείσιμο ματιού προς τους συμβασιούχους -αλλά και προς τους δικαστές- με τον οικονομικό, πολιτικό και ηθικό λογαριασμό να χρεώνεται στην εκάστοτε κυβέρνηση.

ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ κανείς ότι το ζήτημα εγείρει ερώτημα θέσης πολιτικής και ηθικής ευθύνης. Πολιτευόμαστε με καθαρές και βιώσιμες απόψεις ή κατά τις επιταγές του εφήμερου συμφέροντος; Αλλο πράγμα η ανάγκη των δήμων να ενισχυθούν σε προσωπικό, και άλλο η εντοπισμένη δημοκοπία.