Η καυτή συζήτηση που κρυώνει γρήγορα

ΕΠΙΑΣΕ σφυγμό το ερώτημα που απεύθυνε η εφημερίδα «Πελοπόννησος» από αυτές τις στήλες χθες: Ποιο είναι το Καρναβάλι που θέλει η πόλη; Το ακούσαμε από τα χείλη αρκετών ανθρώπων του Καναβαλιού. Που έμειναν γενικά ευχαριστημένοι από τη διοργάνωση- ο καλός καιρός και η σχετική ευταξία, πέρα από τις γνωστές παραφωνίες και τον αήτηττο μαυραγοριτισμό, συμβάλλουν καταλυτικά στον σχηματισμό θετικών εντυπώσεων- αλλά δεν παύουν να λένε ότι μπορούμε και δικαιούμαστε καλύτερα πράγματα.

ΑΛΛΑ πού γίνεται διάλογος και ζύμωση γύρω από το ερώτημα της ταυτότητας των κατευθύνσεων και της ταυτότητας του Καρναβαλιού; Δεν υπάρχει ούτε θεσμικό αλλά ούτε και άτυπο πεδίο συζήτησης. Ο καρναβαλικός οργανισμός περιορίζεται σε υλοποίηση ορισμένων ιδεών με γνώμονα πάντοτε τη φιλοσοφία και την ιδεολογία της δημοτικής αρχής. Οι ευρύτερες δυνάμεις είτε έχουν κουραστεί να καταθέτουν προτάσεις και σκέψεις που παραμερίζονται λόγω κεκτημένης ταχύτητας και ελλείψει μηχανισμών, είτε δεν μετέχουν στην κουβέντα: Φέρονται σαν το Καρναβάλι να αφορά αυτούς «που το κάνουν» και δεν διεκδικούν έναν κάποιο ρόλο στη διοργάνωση.

ΣΥΝΕΠΩΣ οι συζητήσεις, φιλολογικές και ρομαντικές, θα σταματήσουν πολύ σύντομα, και μάλλον πριν από το τέλος της εβδομάδας.

Ο,ΤΙ ΠΕΙ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΠΟΛΑΚΗ

Ο ΠΟΛΑΚΙΣΜΟΣ, όπως το βάπτισε ο πρωθυπουργός, είναι ένα φαινόμενο που υπάρχει και χωρίς Πολάκη, όπως άλλωστε και υπήρχε και προ Πολάκη από τότε που η ελευθεριότητα της έκφρασης κατοχυρώθηκε ως δικαίωμα ερήμην ορίων. Και αυτό δεν αφορά μόνο τον συγκεκριμένο χώρο ούτε το συγκεκριμένο πρόσωπο: Είναι πολλοί εκείνοι που τρύγησαν και τρυγούν από το συγκεκριμένο περιβόλι. Η διαφορά είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση «έκανε καριέρα»πάνω στο φαινόμενο αυτό: Το εκμεταλλεύθηκε και το νομιμοποίησε.

ΑΝ στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει επιτροπή δεοντολογίας, με χαρά το μαθαίνουμε. Αλλά εκτιμάμε ότι όφειλε να είχε δραστηριοποιηθεί νωρίτερα. Και όχι μόνο για τον Πολάκη. Αλλά πώς να δραστηριοποιηθεί χωρίς νεύμα από τον πρόεδρο; Αυτό είναι πιο σοβαρό από τη δεοντολογία: Να υπάρχουν κανόνες και να αναγνωρίζονται μόνο όταν ο πρόεδρος το ζητήσει.