Καύσωνας: Σε ποιες περιοχές καταγράφεται πιο έντονο το αίσθημα δυσφορίας
Ο καύσωνας σε συνδυασμό με την έλλειψη χώρων πρασίνου στα μεγάλα αστικά κέντρα δυσχεραίνει τις συνθήκες διαβίωσης μέσα στις πόλεις αυξάνοντας τους αντίστοιχους δείκτες δυσφορίας όταν επικρατούν οι ανάλογες συνθήκες .
Το πρώτο έντονο κύμα καύσωνα χτύπησε τη χώρα τις προηγούμενες ημέρες με το αίσθημα της δυσφορίας σε αρκετές περιοχές της Αττικής και ειδικότερα στο κέντρο της Αθήνας, στα δυτικά προάστια, στα νότια προάστια και στον Πειραιά να είναι έντονο.
Ο καύσωνας σε συνδυασμό με την έλλειψη χώρων πρασίνου στα μεγάλα αστικά κέντρα δυσχεραίνει τις συνθήκες διαβίωσης μέσα στις πόλεις αυξάνοντας τους αντίστοιχους δείκτες δυσφορίας όταν επικρατούν οι ανάλογες συνθήκες . Το γεγονός αυτό καθιστά κατι παραπάνω από αναγκαία την ύπαρξη χώρων πρασίνων ώστε οι πόλεις να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή.
Το ζήτημα αυτό έχει τεθεί στο μικροσκόπιο ερευνητών που επιχειρούν να χαρτογραφήσουν το αίσθημα δυσφορίας στον καύσωνα, της τρωτότητας του ευάλωτου πληθυσμού στο φαινομένο της Αστικής Θερμικής Νησίδας (ΑΘΝ) και των ανισοτήτων των διαφορετικών γειτονιών απέναντι στη ζέστη. Πρόκειται για το ερευνητικό έργο «URBAN HEAT WATCH – Παρατηρητήριο Αστικού Πρασίνου και Κλιματικής Ανθεκτικότητας» με επικεφαλής εταίρο το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στο οποίο πραγματοποιείται εκτεταμένη καταγραφή και επικαιροποίηση δεδομένων αστικού πρασίνου εταίρος και η Περιφέρεια Αττικής, μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Βιώσιμης Ανάπτυξης και Κλιματικής Αλλαγής.
Στην έρευνα αυτή υλοποιούνται εργασίες πεδίου, καταγραφές με drone, καταγραφή και αξιολόγηση Αστικών Οικοσυστημικών Υπηρεσιών, ενώ ταυτόχρονα συλλέγονται ερωτηματολόγια σχετικά με την επισκεψιμότητα και τις δραστηριότητες στους Χώρους Πρασίνου.
Το αίσθημα της δυσφορίας είναι εντονότερο στις περιοχές όπου λείπουν δέντρα
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο εργαστήριο Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου του Τμήματος Επιστήμης Φυτικής Παραγωγής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονική υπεύθυνη του προγράμματος Αγγελική Παρασκευοπούλου, το αίσθημα της δυσφορίας είναι εντονότερο στις περιοχές όπου λείπουν δεντροστοιχίες, δεν υπάρχει πράσινο και υπάρχουν μεγάλες επιφάνειες που είναι στεγανοποιημένες.
«Μέσα από την έρευνα, σκοπός είναι να εντοπίσουμε τις ευάλωτες γειτονιές και να προτείνουμε στρατηγικές για ενίσχυση του πρασίνου αυτών των περιοχών και τη βελτίωση της καθημερινής ζωής στην πόλη. Δεν είναι εάν μια περιοχή είναι χειρότερη ή καλύτερη απ’ την άλλη, αλλά εάν το πράσινο είναι επαρκές και κατάλληλο ώστε να συμβάλλει στο να βελτιωθεί το μικροκλίμα και να έχουμε καλύτερες συνθήκες για τον άνθρωπο. Δηλαδή το αίσθημα της δυσφορίας να είναι μικρότερο, να βρίσκουμε σημεία ανακούφισης από τις ακραίες συνθήκες», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Παρασκευοπούλου.
Από την πλευρά της η υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Επιστήμης Φυτικής Παραγωγής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και κύρια ερευνήτρια στο πρόγραμμα του Urban Heat Watch, γεωπόνος, Ελένη Μουγιάκου επισημαίνει ότι στο επίκεντρο τίθενται περιοχές που είναι πυκνοδομημένες και πυκνοκατοικημένες, με λιγότερο πράσινο και καθώς και περιοχές που γνωρίζουμε εκ των προτέρων από προηγούμενες έρευνες ότι είναι πιο τρωτές στις ακραίες θερμοκρασίες.
«Γνωρίζουμε κάποιες περιοχές οι οποίες είναι πιο τρωτές στην αύξηση των ακραίων θερμοκρασιών. Αυτό το γνωρίζουμε και από Περιφερειακό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ) της Περιφέρειας Αττικής και από τη στρατηγική ανθεκτικότητα της Αθήνας αλλά και από ανοιχτά δορυφορικά δεδομένα (Copernicus) τα οποία αξιοποιούμε. Πια είναι τόσο ραγδαία τα φαινόμενα και τόσο μεγάλη η αύξηση των ακραίων θερμοκρασιών, εντός και εκτός των πόλεων μας που δεν επικεντρωνόμαστε στη διαφορά κέντρου της πόλης με την ύπαιθρο, αλλά στην ανισότητα μεταξύ των γειτονιών, υπογραμμίζει η κ. Μουγιάκου και προσθέτει ότι οι περιφερειακές ενότητες στις οποίες εντοπίζεται η μεγαλύτερη τρωτότητα στις ακραίες θερμοκρασίες και την Αστική Θερμική Νησίδα είναι ο κεντρικός τομέας Αθηνών, η περιφερειακή ενότητα του Δυτικού Τομέα Αθηνών, τα νότια και ο Πειραιάς.
Τι έχει καταγράψει το Παρατηρητήριο «URBAN HEAT WATCH»
Στον ένα χρόνο λειτουργίας του και στα δύο χρόνια έρευνας το Παρατηρητήριο έχει καταγράψει πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία. Χρησιμοποιώντας μίνι μετεωρολογικούς σταθμούς έχει καταγράψει χιλιάδες σημεία στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Ερευνητές/τριες και εθελοντές επιχείρησαν να εντοπίσουν τις γειτονιές που είναι σε δυσμενέστερη κατάσταση με σκοπό να τις θέσουν σε προτεραιότητα για τις παρεμβάσεις πρασίνου. Η ερευνητική ομάδα αξιοποιεί δορυφορικά, γεωχωρικά και κλιματικά δεδομένα καθώς και δεδομένα από εναέρια μέσα (UAV) οπτικά και θερμικά, αλλά και βιωματικά δεδομένα ερωτηματολογίων και συμμετοχικών εργαστηρίων με πολίτες και φορείς.
Σύμφωνα με την κ. Παρασκευοπούλου, τα έτη 2022 – 2023 συνέλεξαν με εθελοντές πάνω από 170.500 σημεία μέσω των μικρών μετεωρολογικών σταθμών που τοποθετήθηκαν πάνω σε αυτοκίνητα, μηχανές και ποδήλατα.
Όπως επισημαίνει η κ. Μουγιάκου με τις συσκευές αυτές μετρούν μια σειρά μετεωρολογικών δεδομένων (θερμοκρασία, σχετική υγρασία, ηλιοφάνεια, σημείο δρόσου, πίεση κ.ά.), καταχωρούνται αυτόματα οι συντεταγμένες του σημείου και το υψόμετρο, ενώ ταυτόχρονα υπολογίζεται και ο δείκτης δυσφορίας Humidex, δηλαδή η αίσθηση της ζέστης που δημιουργείται στον άνθρωπο και υπογραμμίζει ότι όταν ο δείκτης Ηumidex ξεπεράσει τους 45 oC θεωρείται επικίνδυνο. Παράλληλα, όπως τονίζει, επιχείρησαν να εξετάσουν πως τα πάρκα και οι υφιστάμενοι χώροι πρασίνου επηρεάζονται και είναι ευάλωτα και αυτά ως οικοσυστήματα και ως μηχανισμοί που δίνουν τη δυνατότητα δροσιάς από ακραία φαινόμενα. «Υποφέρουμε εμείς υποφέρει και η φύση», σημειώνει.
Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία της έρευνας, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του περσινού καύσωνα “Cleon”, οι πιο ενδιαφέρουσες καταγραφές πραγματοποιήθηκαν στη μητροπολιτική Αθήνα, με έμφαση σε επιλεγμένες γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, μέσα και έξω από 45 χώρους πρασίνου, πλατείες και άλλους δημόσιους χώρους, σε όλους τους σημαντικούς οδικούς άξονες, την παραλιακή ζώνη από Κερατσίνι έως Βάρκιζα.
-Η υψηλότερη θερμοκρασία αέρα που κατέγραψαν (κατά τη διάρκεια του καύσωνα ‘CLEON’) ανέρχεται στους 47.8oC, ενώ η αντίστοιχη αίσθηση που δημιουργείται σε αυτά τα σημεία αγγίζουν τους 67 oC
-Πάνω από το 8% των σημείων που καταγράφηκαν παρουσίασαν δείκτη δυσφορίας πάνω από 50 oC, ιδιαίτερα σε μεγάλους οδικούς άξονες με έντονη κυκλοφορία. Κατά τις μεσημεριανές ώρες του μεγάλου καύσωνα του 2023 βλέπουμε τέτοιες τιμές ακόμα και γύρω από μεγάλα πάρκα, ή και μέσα σε αυτά σε λίγες περιπτώσεις.
– Κάποια από αυτά τα σημεία (HDX>50) καταγράφηκαν ακόμα και απογευματινές ώρες (από τις 7μμ και μετά), ενδεικτικά στην Οδό Πειραιώς, ή και πρωινές ώρες ενδεικτικά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και την λεωφόρο Κηφισίας.
«Από μετρήσεις εδάφους (με υπέρυθρο θερμόμετρο), αλλά και μέσω θερμικής κάμερα (drone και χειρός) σε έξι χώρους πρασίνου το 2023 συναντήσαμε πολύ υψηλές θερμοκρασίας (ανάλογα και του υλικού, την ύπαρξη σκιάς και τη θέση). Η θερμοκρασία εδάφους στο έντονα συμπιεσμένο έδαφος εντός των χώρων πρασίνου και ο ασυντήρητος χλοοτάπητα ήταν πολύ κοντά με τις μετρήσεις της ασφάλτου. Τα νέα ψυχρά υλικά δαπεδόστρωσης έχουν αισθητά χαμηλότερες θερμοκρασίες, ενώ σημεία με σκίαση από δέντρα, η ύπαρξη νερού και η φροντισμένη εδαφοκάλυψη μπορεί να παρουσιάζουν πάνω από 20 oC σε σχέση με σημεία εκτεθειμένα εκτός των χώρων πρασίνου. Τέλος παρατηρήθηκαν πολύ υψηλές θερμοκρασίες, άνω των 60 oC σε γήπεδα, κατεστραμμένα δάπεδα ασφαλείας παιδικών χαρών , ενώ σε μια περίπτωση υπαίθρια όργανα γυμναστική χωρίς σκίαση έφτασαν και τους 72 oC», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μουγιάκου.
Ο στρατηγικός σχεδιασμός του αστικού πρασίνου
Σύμφωνα με την κ. Παρασκευοπούλου αυτό που επιδιώκουν είναι η ανάδειξη της σημασίας της σύνδεσης του αστικού πρασίνου με το περιφερειακό πράσινο το οποίο πλαισιώνει τις πόλεις. «Αυτό που ιδανικά προσπαθούμε μέσα στις πόλεις είναι να δημιουργήσουμε πράσινες διαδρομές, ώστε να υπάρχει αυτή η σύνδεση μεταξύ του περιαστικού και του αστικού πρασίνου. Γιατί αυτό βοηθάει και στις οικοσυστημικές υπηρεσίες», υπογραμμίζει. Ταυτόχρονα όπως εξηγεί το επιθυμητό θα ήταν να εφαρμοστεί ο κανόνας του 3-30-300 του διακεκριμένου επιστήμονα Δρ. Cecil Konijnendijk ο οποίος πρότεινε για την αστική δενδροκομία και το ‘πρασίνισμα’ των πόλεων:
– Να φαίνονται κατ’ ελάχιστο τρία ικανοποιητικού μεγέθους δένδρα από την κατοικία κάθε πολίτη.
-Το ελάχιστο ποσοστό κάλυψης από την κόμη δένδρων κάθε γειτονιάς να είναι 30 %.
-Να απέχει η κατοικία έως 300 m από το πλησιέστερο χώρο πρασίνου.
«Υπάρχει αυτή η προσέγγιση και στρατηγική και με βάση αυτήν θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερη ποιότητα ζωής και πράσινο στις πόλεις μας. Αυτό που αναφέρεται είναι, να υπάρχει ένας χώρος πρασίνου κοντά στα σπίτια μας, να χρειάζεσαι να είναι περίπου 300 μέτρα από το σπίτι σου, ένας μικρός πνεύμονας πρασίνου, μια πλατεία, ένα μικρό παρκάκι, και σε μία απόσταση περίπου λίγο πιο μακριά από το σπίτι, να υπάρχουν τα μεγαλύτερα πάρκα. Μέσα σε μία πυκνά δομημένη πόλη, εδώ χρειάζεται, νομίζω, σε βάθος χρόνου στρατηγική, αν μπορούμε να κατακτήσουμε σταδιακά, ή έστω μερικά, αυτούς τους στόχους», υπογραμμίζει η κ. Παρασκευοπούλου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News