Κριτική θεάτρου: This is not Epidaurus
Η Χριστίνα Κόκκοτα γράφει στην κριτική της
Επειδή ήδη χύθηκε πολύ μελάνι για τους «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου, θεωρώ περιττό να επανέλθω με μια ακόμα κριτική για την παράσταση, που η εξωθημένη στα άκρα ανορθοδοξία της και η προκλητική επιθετικότητά της επί δικαίων και αδίκων προκάλεσε πόλεμο αντιδράσεων, διχάζοντας κοινό και κριτικούς και δημιουργώντας στρατόπεδα υποστηρικτών όσο και επικριτών της.
Θα περιοριστώ σε ορισμένες επισημάνσεις, που αφορούν τη σχέση του καλλιτέχνη με το έργο που παρουσιάζει και τον τρόπο πρόσληψης του αρχαίου δράματος από το κοινό, τη σημειολογία του αργολικού θεάτρου και τι είδους Επιδαύρεια θέλουμε, καθώς ολοένα και περισσότερο ο θεσμός εκτρέπεται και διολισθαίνει.
Αν η διατυπωμένη από τον Δημήτρη Δημητριάδη άποψη ότι «το κείμενο είναι ουσιώδης κατάκτηση του ευρωπαϊκού θεάτρου» γίνεται αποδεκτή, τότε η αλαζονική πρόθεση της Λένας Κιτσοπούλου να υποκαταστήσει τον Αριστοφάνη με ελευθεριάζοντα τρόπο, δηλώνοντας ανενδοίαστα «πρέπει να τολμήσω να γίνω εγώ Αριστοφάνης», δεν περιποιεί τιμή στο πρόσωπό της, καθώς θεωρεί το πρωτότυπο λειψό και πεπαλαιωμένο και το κοινό ανίκανο να κάνει τις απαραίτητες αναγωγές στο σύγχρονο δικαστικό σύστημα και τις στρεβλώσεις του.
Επιπλέον, καθώς στη συλλογική συνείδηση του κοινού το αρχαίο θέατρο έχει εγγραφεί ως προγονικό καλλιτεχνικό δημιούργημα και επομένως ως στοιχείο της ταυτότητάς του, καλώς ή κακώς συνδέεται με ένα minimum σεβασμού απέναντι σ’ αυτό και μ’ ένα όριο ανοχής σε κάθε επιχειρούμενο πειραματισμό, παρέμβαση, μεταποίηση ή παραποίησή του. Εύλογες επομένως και αναμενόμενες πρέπει να θεωρηθούν οι αντιδράσεις και οι αποδοκιμασίες των θεατών για τους «Σφήκες» με αποχωρήσεις «φανερές» και «κρυφές» στα μετόπισθεν του θεάτρου.
Έπειτα το θέατρο της Επιδαύρου δεν είναι μόνο το ωραιότερο του κόσμου. Φέρει και ένα φορτίο, είναι περιβεβλημένο με μια ιερότητα και αγιοσύνη, που δημιουργεί προσδοκίες και αναμονές. Άγραφοι νόμοι συνδέουν τις παραστάσεις, που παρουσιάζονται στη σκηνή και την ορχήστρα του, με κριτήρια και κανόνες. Ηθοποιοί και θεατές νιώθουν ότι κάτι σημαντικό συντελείται εντός του ώστε κάθε τι που υπερβαίνει αυτές τις σημάνσεις να θεωρείται βεβήλωση όχι πάντα άδικα.
Βεβαίως το θέατρο ως ζωντανός οργανισμός οφείλει να πειραματίζεται και να δοκιμάζει νέους τρόπους προσέγγισης των αρχαίων δραμάτων, αρκεί η πρόκληση να μη γίνεται αυτοσκοπός και η ανορθοδοξία κανόνας. Είναι θεμιτό το πρωτότυπο κείμενο να αποτελεί αφορμή και αφετηρία για αναστοχασμό και για προβολή στα καθ’ ημάς αλλά με τρόπο κόσμιο και ήπιο, που δεν εξωθεί τα πράγματα στα άκρα, όπως συνέβη με τους κατά Κιτσοπούλου «Σφήκες».
Εκτός και αν φιλοδόξησε μέσα από το παραληρηματικό υβρεολόγιο προσώπων και καταστάσεων να γίνει η Ελληνίδα Σάρα Κέιν, που μέσα από το in-yer face theater (το θέατρο κατάμουτρα) απογυμνώνει και κατεβάζει με φαρσοκωμικό τρόπο τις μάσκες της σύγχρονης πραγματικότητας. Πάντως ούτε ο χώρος ήταν ο κατάλληλος ούτε ο θρασύς και προσβλητικός τρόπος με τον οποίο το επεχείρησε ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες της. Η πλειονότητα φανερά ή κρυφά, κραυγαλέα ή χαμηλόφωνα αποδοκίμασε τη πραμάτεια της πλαστικής καρέκλας, της χάσκουσας μπασκέτας και του αναρχοαυτόνομου λόγου.
Η διολίσθηση της Επιδαύρου προς το εύπεπτο και επιθεωρησιακού ύφους και αισθητικής θέαμα έχει ήδη αρχίσει τα τελευταία χρόνια, με τις ευλογίες των αρμοδίων φορέων για την επιλογή των παραστάσεων, με τους φετινούς «Σφήκες» να αποτελούν απλώς μια πρόσθετη ψηφίδα στην πορεία εκτροπής. Τη συνοψίζει εύγλωττα η αντίδραση ενός ξένου θεατή της επίμαχης παράστασης: «Sorry… this is not Epidaurus».
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News