Μιχάλης Μακρόπουλος: Τετ-α-τετ με τον Οργουελ και με οδηγό τη διαίσθησή του

Βραβευμένος συγγραφέας, έμπειρος μεταφραστής, αυτή τη φορά δοκιμάστηκε -κι εδώ με επιτυχία- στη διασκευή της «Φάρμας των Ζώων» του Τζορτζ Οργουελ για τους μικρότερους αναγνώστες -για τους οποίους έχει γράψει, επίσης, έξι βιβλία. Ο Μιχάλης Μακρόπουλος μιλάει για τη διαδικασία γραφής της ιστορίας του και τις προκλήσεις, για την έλξη που ασκούν τα μεγάλα βιβλία στα παιδιά, για τη σχέση του με το οργουελικό έργο. Κι έχοντας απολαύσει την εμπειρία της πρώτης αυτής «περιπέτειας», αποκαλύπτει ότι έχει ήδη «σαλπάρει» για την επόμενη.


Ποια η πρώτη σας σκέψη όταν σας προτάθηκε να διασκευάσετε τη «Φάρμα των Ζώων» για τα παιδιά;

«Ωραία!» Δηλαδή, ένιωσα χαρά, μα και κάποιο άγχος, γιατί η Φάρμα των ζώων μόνο παιδική ιστορία δεν είναι -απεναντίας, είναι σκληρή κι απαισιόδοξη. Ετσι, ήξερα ευθύς εξαρχής πως έπρεπε η διασκευή μου ταυτόχρονα να ‘ναι και να μην είναι η ιστορία του Ορουελ.

«Μου τα αφηγήθηκε ένας Αγγλος, ο κύριος Τζορτζ Οργουελ, άνθρωπος δίκαιος και θαρραλέος. Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς μου τα είπε, έτσι θα προσπαθήσω να σας τα διηγηθώ με τα δικά μου λόγια» γράφετε στην εισαγωγή. Τι απαίτησε από εσάς αυτή η αφήγηση με «τα δικά σας λόγια»;

Αφού «αφομοιώσω» την ιστορία του Οργουελ, έπειτα να «λυθώ», ν’ αφεθώ ελεύθερος να μ’ οδηγήσει η διαίσθησή μου με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί η ιστορία που θα έγραφα να διαβαστεί με χαρά από ένα παιδί. Η δυσκολία υπάρχει ώσπου να αποτινάξεις το πρωτότυπο κρατώντας το «κουκούτσι» του -με το που το κάνεις αυτό, ύστερα κάθεσαι και λες απλώς (όσο μπορεί να ‘ναι «απλώς») την ιστορία σου- λίγο σαν να ‘χεις αντίκρυ σου τον κύριο Τζορτζ Οργουελ και να του κλείνεις το μάτι, κι εκείνος να ξέρει πως ό,τι αλλάζεις, το αλλάζεις με αγάπη.


Στην ιστορία σας συναντάμε δύο νέους χαρακτήρες -δυο παιδιά- που αγαπούν τα ζώα. Πείτε μας γι’ αυτή σας την προσθήκη.

Μα, έγινε για να μπορούν τα παιδιά, μ’ έναν τρόπο, να ταυτιστούν με κάποιον -καθώς κι επειδή ο μύθος του Oργουελ είναι «ασπρόμαυρος», με τους ανθρώπους να ‘ναι ανεξαιρέτως κακοί. Επίσης, η αγάπη για τα ζώα, που προφανώς δεν ενδιέφερε τον Oργουελ γιατί ο στόχος του ήταν άλλος, ενδιαφέρει παρ’ όλα αυτά εμένα.


Το θέμα της γλώσσας πώς το προσεγγίσατε;

Εχω τριφτεί αρκετά πια, νομίζω, ώστε αυτό να ‘ρχεται λίγο από μόνο του. Μια παιδική ιστορία πρέπει να ‘χει ζωηρό τέμπο, να ‘ναι οπωσδήποτε καλογραμμένη, μα να μην παριστάνει την υψηλή λογοτεχνία (ούτε ο Οργουελ το έκανε), αλλά να κοιτά απλώς να ‘ναι καλή λογοτεχνία. Επίσης, τις πιο πολλές φορές η καλύτερη λέξη είναι η απλή λέξη, όχι μόνο στη λογοτεχνία για παιδιά, αλλά και σ’ αυτήν για ενήλικες -μα πολύ περισσότερο στην παιδική λογοτεχνία, όπου αυτό που σ’ ενδιαφέρει είναι να πεις την ιστορία σου και να θέλει ο άλλος να τη διαβάσει ή να την ακούσει.

Τυραννία, δημοκρατία, ισότητα, ελευθερία, ομόνοια, διχόνοια, αλαζονεία, προδοσία… έννοιες που αντιλαμβάνονται παιδιά από 9 ετών και άνω, στα οποία και απευθύνεται το βιβλίο. Με τη βοήθεια ενός γονέα θα μπορούσε, λέτε, να γίνει κατανοητή η οργουελική αλληγορία κι από μικρότερα σε ηλικία;  

Καταρχάς, δεν νομίζω πως είναι έννοιες που τις αντιλαμβάνονται παιδιά από εννιά χρονών και πάνω. Δεν αντιλαμβάνεται ένα παιδί εφτά κι έξι, ακόμα και πέντε χρονών, την τυραννία, την ισότητα, την ελευθερία, την ομόνοια, τη διχόνοια, την αλαζονεία, την προδοσία; Η δημοκρατία είναι βέβαια κάτι πιο σύνθετο, κάτι εξαιρετικά λεπτό και πολύπλοκο που διδάσκεται διά βίου (οι περισσότεροι, παρεμπιπτόντως, κωφοί και αλαλάζοντες, έχουμε πάρει κάτω από τη βάση). Πάντως, νιώθω πως το βιβλίο το έγραψα έτσι, που θα μπορούσε να διαβαστεί και σ’ ένα παιδί εφτά χρονών.

Ενόσω δουλεύατε το κείμενο -ή αφότου το ολοκληρώσατε- το δώσατε να το διαβάσουν τα παιδιά σας για μια πρώτη γνώμη;

Το ‘δωσα στην κόρη μου, που πέρυσι, όταν γράφτηκε η διασκευή, πήγαινε στην Α΄ Γυμνασίου. Είχε ήδη διαβάσει την πρωτότυπη Φάρμα. Αποκεί, πήρα το πράσινο φως. Επίσης, το ‘δωσα στη σύζυγό μου, που εκτός από συνάδερφός μου μεταφράστρια είναι και αφηγήτρια παραμυθιών. Πράσινο φως κι αποκεί.

Πώς περάσατε, αλήθεια, κατά τη διασκευή;

Κυρία Κουνινιώτη, αγαπώ τη γραφή και τις ιστορίες. Πέρασα καλά λοιπόν – αλλά πάντα περνάω καλά όταν γράφω κάτι.


Τα μεγάλα έργα και τα παιδιά

Πείτε μας και για την -αναγνωστική- σχέση σας με τον Οργουελ.

Εχω από παλιά σ’ έναν τόμο της Penguin όλα του τα μυθιστορήματα, έτσι, εκτός από τα δύο βασικά (εννοώ, το 1984 και τη Φάρμα), έχω διαβάσει και τα υπόλοιπα. Δεν υπήρξε «μοντέρνος», ήταν ένας στέρεος αφηγητής παλαιάς κοπής. Δεν ήταν όλα του τα κείμενα ισάξια, αλλά το 1984, ειδικά, μας συνοδεύει και θα μας συνοδεύει σαν βαριά σκιά που δεν μπορούμε να την αποτινάξουμε. Η επιτυχία του δεν ήταν τυχαία. Με τη λογοτεχνία του έθεσε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων του βασανισμένου εικοστού αιώνα των παγκόσμιων εκατομβών και των λαϊκών δικτατοριών.

Μέσα από τη «Φάρμα των Ζώων» γίνεται σαφές πώς αλλοιώνει χαρακτήρες η εξουσία. Είναι μονόδρομος για όποιον τη «γεύεται»;

Για να τη γευτείς, πρέπει «να το ‘χεις». Ευτυχώς, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι χιτλερίσκοι και σταλινίσκοι. Αλλά ναι, η εξουσία σε αλλοιώνει. Και σε τούτο είμαι δυστυχώς απαισιόδοξος. Πιστεύω πως είναι μονόδρομος.

Θεωρείτε ότι η διασκευή μεγάλων έργων για παιδιά, μπορεί να τα ταρακουνήσει λίγο για να στραφούν στο βιβλίο; -για να μη σας ρωτήσω και για τους μεγάλους…

Τι να σας πω… Μπορώ πάντως ν’ απαντήσω παίρνοντας ως παράδειγμα τον εαυτό μου. Από τ’ αγαπημένα μου παιδικά βιβλία ήταν ένα με ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, από τον Αχιλλέα ως τον βαρόνο Μινχάουζεν κι από τον Γαργαντούα έως τον Γαβριά. Και τα Κλασικά Εικονογραφημένα τα καταβρόχθιζα. Ξέρετε, τα μεγάλα έργα εξακολουθούν να έχουν μέσα τους κάτι μεγάλο ακόμα κι όταν μικραίνουν για να χωρέσουν σε μια παιδική τσέπη. Οσες σελίδες κι αν βγάλεις από την Παναγία των Παρισίων, μένει αλησμόνητος στον πυρήνα της ο Κουασιμόδος, όσες σελίδες κι αν βγάλεις από τον Μόμπυ Ντικ, μένουν ο Αχαάβ και η φάλαινα, όσες σελίδες κι αν βγάλεις από τον Ολιβερ Τουίστ, μένουν ο Ολιβερ κι ο Φάγκιν. Αν νιώσει ένα παιδί αυτό, πως στις μεγάλες ιστορίες θα συναντήσει ανθρώπους που θα το συντροφεύουν έπειτα σ’ όλη του τη ζωή, ένας ισόβιος αναγνώστης έχει γεννηθεί.

Θα το ξανακάνατε;

Το ξανακάνω ήδη. Εχω ξεκινήσει να διασκευάζω τους Αθλιους, πάλι για τη Διόπτρα. Σας προφταίνω, προτού με ρωτήσετε. Είναι ταυτόχρονα άγχος και χαρά.

Συνέντευξη στην ΚΡΙΣΤΥ ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗ