Ο Αγγελος κι ο Μόσιαλος

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Στην απολογία του ο δράστης δήλωσε καλές προθέσεις. Τη σκότωσε, γιατί την αγαπούσε.  Σχήμα λόγου: Ηταν ένα απλό αιρετικό αστείο, που όμως χρησιμοποιήθηκε με αγαθό σκοπό. Ο καθηγητής Μόσιαλος αστειεύθηκε με την περικοπή περί της αμώμου συλλήψεως του Ιησού κατόπιν της γνωστής επισκέψεως του Γαβριήλ στην κεχαριτωμένη, προκειμένου να δείξει ότι ενώ είμαστε ικανοί να πιστέψουμε το απίστευτο, δυσκολευόμαστε να αποδεχθούμε ορθολογικές  κατευθύνσεις και κηρύγματα. Εχουν ιδρώσει οι λοιμωξιολόγοι να πείσουν τους φοβικούς και τους επιρρεπείς στη συνωμοσιολογία και τον ανορθολογισμό ότι το εμβόλιο είναι αβλαβές και ευεργετικό.

Ο καθηγητής καταγγέλθηκε και επικρίθηκε δριμύτατα ότι  ασελγεί πάνω στα όσια και τα ιερά. Το όλο ζήτημα θα μπορούσε να εξαντληθεί μέσα σ’ αυτή την παράγραφο: Δεν είναι και πολύ καλή ιδέα να περιπαίζεις κάποιον τον οποίο, κατά τα άλλα, θέλεις να βοηθήσεις.  Όταν σαρκάζεις τα κεφαλαιώδη της πίστης του πιστού, ο τελευταίος αισθάνεται ότι θίγεις τον κόσμο του, και άρα τον ίδιον.(Και έχει δίκιο, γιατί το αντικληρικαλιστικό και αντιθρησκευτικό χιούμορ κυρίως σ’ αυτό αποσκοπεί, και δευτερευόντως αποτελεί τεκμήριο επίδειξης διανοητικής ανωτερότητας των μη θρησκευομένων, οι οποίοι καμαρώνουν για τον αντικομφορμισμό και τον αθεϊσμό τους). Πολύ χειρότερα: Μεγάλο μέρος του εμβολιοφοβικού ακροατηρίου έχει ταυτίσει την πανδημία με μια εκδοχή φερετζέ ξένων και ημεδαπών κέντρων που απεργάζονται τον αφελληνισμό μας, κυρίαρχο στοιχείο του οποίου είναι η ορθόδοξη πίστη. Συνεπώς, βιτριολικά, κατεδαφιστικά αστεία που απορρίπτουν και καταγελούν το θρησκευτικό αφήγημα, εκλαμβάνονται ως τεκμήριο ότι το διαβολικό σχέδιο είναι υπαρκτό και ενεργό. Αλλά και πέρα από τα συνωμοσιολογικά: Ο πιστός, θρησκευόμενος κόσμος αισθάνεται το θρήσκευμα και τα επιμέρους στοιχεία του (ευαγγέλια, κανόνες, δόγματα, παραδόσεις, τελετουργικά), σαν δομικό υλικό της ταυτότητάς του και οσφραίνεται ότι κυοφορείται ένας δυτικόφερτος ορθολογισμός που θεωρεί τις αποσκευές αυτές  οπισθοδρομικές και κατεδαφιστέες. Επομένως αυτές οι νύξεις προκαλούν αντίδραση που υπερβαίνει την υπόθεση της πανδημίας και του εμβολίου: Σας ενοχλούμε για όσα πιστεύουμε και γι’ αυτό που είμαστε. Το όλο ζήτημα, δηλαδή, είναι ταυτοτικό.

Σε σχέση με το θρησκεύεσθαι, χωριζόμαστε σε διάφορες κλίμακες. Οι πιστοί της υψηλής ταχύτητας που αποδέχονται όλα τα στοιχεία του θρησκεύματος  χωρίς δεύτερη κουβέντα. Οι πιστοί που γενικά πιστεύουν χωρίς να το βασανίζουν. Οι πιστοί που πιστεύουν, αλλά και που θεωρούν ότι το θρήσκευμα δεν αφηγείται πραγματικές ιστορίες, αλλά συμβολικές επινοήσεις ή θρησκειο-ποιημένους (και οικειοποιημένους) μύθους και θρύλους. Οι πιστοί που είναι πρωτίστως δεισιδαίμονες και προστρέχουν στο θείο για να τους φυλάει από το άδικο. Οι πιστοί που βρίσκουν γαλήνη στην εκκλησία. Εκείνοι που πιστεύουν πως «κάτι υπάρχει». Εκείνοι που έχουν ανάγκη να πιστεύουν πως «κάτι υπάρχει» γιατί τους κακοφαίνεται αν δεν υπάρχει «τίποτα». Εκείνοι που δεν τους προκύπτει καμία τέτοια πίστη. Εκείνοι που δεν μπορούν να πιστεύουν. Εκείνοι που δεν θέλουν καν να μπορούν να πιστεύουν. Εκείνοι που δεν πιστεύουν και που δεν θέλουν να πιστεύει και κανένας άλλος. Σε μια τέτοια πανσπερμία ψυχοσυνθέσεων και διανοιών, τα σύμβολα και τα ιερά δεν έχουν για όλους την ίδια σημασία. Αλλά έχει ενδιαφέρον η κατηγορία όσων έχουν «μνήμη πίστης»: Ενώ δεν πιστεύουν, θορυβούνται από την ασέβεια γιατί κατανοούν τη βαρύτητά της, έχοντας βιώματα θρησκευτικής κατήχησης σε κλίμα αυστηρότητας και τιμωριοφοβίας. Σατιρικές μολότοφ τύπου Μόσιαλου αποδοκιμάζονται ή εγκρίνονται ανεξάρτητα από τη βαθμίδα που βρίσκεται κανείς στο πιστό-μετρο: Οι συνειδήσεις μας δεν επηρεάζονται αποκλειστικά από τις απόψεις μας. Χορεύουν πολλοί χορευτές στο μυαλό μας.

Ποιά είναι τα όρια της σάτιρας; Και υπάρχουν, και δεν υπάρχουν. Η σάτιρα, δηλαδή, δεν έχει όρια. Ορια έχει η ατομική μας δεκτικότητα. Αλλά δεν μπορεί η δεκτικότητά μας αυτή να οχυρώνεται πίσω από νόμους και απαγορεύσεις. Η χειρότερη μορφή οπισθοδρομισμού δεν είναι άρνηση στο οχληρό και το ανατρεπτικό, αλλά να ζητάς την τιμωρία του. Εν τέλει όρια βάζει η ίδια η σάτιρα στον εαυτό της, ανάλογα με τους σκοπούς της. Μπορεί να θέλει και να πρέπει να σε σεβαστεί. Μπορεί να θέλει και να πρέπει να σου αλλάξει τα φώτα. Είναι καλό να θεραπευόμαστε από τον εαυτό μας μια στο τόσο. Αυτή τη δουλειά μπορεί να την κάνει η τέχνη, μπορεί και ο διονυσιασμός, μπορεί και τα δυο μαζί, αλλά αυτές είναι δουλειές του Φεβρουαρίου.

Οσο για τα θρησκευτικά αφηγήματα, είναι διασκεδαστικό (και πολύ συχνά λυτρωτικό, αν όχι και αφροδισιακό) να τα σατιρίζεις, αλλά καλό είναι να μελετάς τη σημασία και τις καταβολές τους, για να μη γίνεσαι, εσύ ο έξυπνος, πιο κουτός από τον κουτό που τα πιστεύει, έστω και χωρίς να τα καταλαβαίνει. Η ίδια η άμωμη σύλληψη είναι το πέρασμα προς το υπερφυσικό: Η πίστη απαιτεί να πιστέψεις το αδύνατο, όπως το διατύπωσε ο Τερτυλλιανός. Πιστεύω επειδή είναι απίστευτο. Αν ήταν πιστευτό και άρα εφικτό και τεχνικά εξηγήσιμο, τι θα μπορούσε να είναι ο θεός που δεν θα μπορούσε να κάνει  ο άνθρωπος; Το θρήσκευμα θα αναιρούσε τον εαυτό του και θα χανόταν ανάμεσα στις μυριάδες των παραμυθιών που επινοούν οι λαοί για να μορφώνουν τα παιδιά τους, όταν δεν υπάρχουν βιβλία. Ευτυχώς που έχουμε τώρα το πλέι στέισον, όπου όλα τα απίθανα συμβαίνουν. Αντε να κατηχήσεις τα παιδιά στην πίστη,τώρα.